Στον άτυπο πόλεμο για κυριαρχία στα μικροτσίπ και την τεχνολογική καινοτομία έως τώρα τα πυρά ήταν σφοδρά ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα, με αλληλοκατηγορίες, δασμούς, μέτρα και αντίμετρα. Τώρα το Πεκίνο βάζει στο στόχαστρο και την Ευρώπη. Ανακοίνωσε ότι θέτει περιορισμούς στις εξαγωγές δύο μετάλλων που είναι καθοριστικής σημασίας για την κατασκευή ημιαγωγών, τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού και ηλεκτρικών οχημάτων. Θέτει έτσι εμπόδια στον δρόμο των Ευρωπαίων προς την πράσινη μετάβαση.
Οι νέοι περιορισμοί – που επιβλήθηκαν για λόγους εθνικής ασφάλειας – απαιτούν από τους Κινέζους εξαγωγείς να εξασφαλίζουν ειδική άδεια για την πώληση ενώσεων γαλλίου και γερμανίου από την 1η Αυγούστου, όπως γνωστοποίησε το υπουργείο Εμπορίου της Κίνας. Οι αιτήσεις για αυτές τις άδειες εξαγωγής πρέπει να προσδιορίζουν τους εισαγωγείς και τους τελικούς χρήστες και να ορίζουν τον τρόπο χρήσης αυτών των μετάλλων.
Οι μετοχές των κινεζικών παραγωγών γερμανίου εκτινάχθηκαν στα ύψη το πρωί της Τρίτης. Η Yunnan Lincang Xinyuan Germanium Industrial είδε τη μετοχή της να κάνει limit up στη Σένζεν (+10%), ενώ η Yunnan Chihong Zinc & Germanium σημείωσε άνοδο 7,5%.
Η απόφαση του Πεκίνου να περιορίσει τις εξαγωγές κρίσιμων ορυκτών αποκαλύπτει τα όρια της Ευρώπης και ευρύτερα της Δύσης στη μετατόπιση των αλυσίδων εφοδιασμού πέρα από την εμβέλεια καθεστώτων όπως το κινεζικό. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός γαλλίου και του γερμανίου στον πλανήτη και με διαφορά ο κορυφαίος προμηθευτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ε.Ε. αγοράζει από τον «τίγρη» της Ασίας το 71% του γαλλίου της και το 45% του γερμανίου της.
Απάντηση στη νέα στρατηγική θωράκισης της Ε.Ε.
Η κίνηση αυτή είναι ουσιαστικά η «απάντηση» των Κινέζων στη νέα στρατηγική οικονομικής ασφάλειας, που παρουσίασε προ εβδομάδων η Ε.Ε. και η οποία επιδιώκει την εποπτεία των εξαγωγών κρίσιμης στο όνομα της εθνικής ασφάλειας. Η πρόταση αποτελεί μέρος μιας αυξανόμενης ώθησης εντός του μπλοκ για την ενίσχυση των εργαλείων ασφάλειας καθώς χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο το εμπόριο και τον έλεγχο κρίσιμων γραμμών ανεφοδιασμού για την προώθηση πολιτικών και ακόμη και στρατιωτικών στόχων. «Η απόφαση της Κίνας είναι μια έντονη υπενθύμιση του ποιος έχει το πάνω χέρι σε αυτό το παιχνίδι», σχολίασε στο Bloomberg η Simone Tagliapietra, ερευνήτρια στο think-tank Bruegel των Βρυξελλών. «Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι η Δύση θα χρειαστεί τουλάχιστον μια δεκαετία για να αποβάλει τον κίνδυνο από τις αλυσίδες εφοδιασμού ορυκτών της Κίνας, επομένως αυτό είναι πραγματικά μια ασύμμετρη εξάρτηση» προειδοποίησε.
«Αυτή η κίνηση είναι μία βολή που έχει σκοπό να υπενθυμίσει στην Ευρώπη, αλλά και σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας, ότι η Κίνα έχει επιλογές αντιποίνων» σχολίασαν σε σημείωμά τους αναλυτές του Eurasia Group, που επικαλείται το CNBC.
Το μάθημα της Ρωσίας
Η Ένωση διδάχθηκε ένα δύσκολο μάθημα από τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία και την απότομη διακοπή των ροών του φυσικού αερίου. Η υπερβολική εξάρτηση των Ευρωπαίων από τα ρωσικά καύσιμα πυροδότησε ενεργειακή κρίση, εκτίναξη του πληθωρισμού και μία μεγάλη κρίση κόστους ζωής, που εξακολουθεί έως και σήμερα να ταλανίζει την ήπειρο, παρά την πτώση των τιμών ενέργειας. Κατέστη σαφές πως στον σημερινό πολυπολικό κόσμο των διαρκών γεωπολιτικών εντάσεων και ανατροπών, κανείς δεν είναι συνετό να εξαρτάται από μία και μόνο πηγή. Έως τώρα οι Ευρωπαίοι είχαν αποφύγει να έρθουν σε μετωπική σύγκρουση με την Κίνα, αφού η αγορά των 6,8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων είναι καθοριστικής σημασίας για τις επιχειρήσεις τους. Αυτοκίνητα, λιπάσματα, φαρμακευτικά προϊόντα, είδη πολυτελείας ποντάρουν στην «όρεξη» των Κινέζων καταναλωτών. Παράλληλα η ευρωπαϊκή εξάρτηση από ορισμένες κινεζικές πρώτες ύλες είναι αναμφίβολα μεγάλη.
Το χάσμα στους κόλπους της Ένωσης
Η Γερμανία – όπως και στην περίπτωση της ρωσικής ενέργειας – είναι και πάλι η οικονομία που θα δεχόταν το μεγαλύτερο πλήγμα από μία σινο- ευρωπαϊκή αποσύνδεση. Η Γαλλία επίσης θέλει να διατηρήσει στενούς δεσμούς.
Οι Βρυξέλλες είναι σε αυξημένη επαγρύπνηση. Ωστόσο Σολτς και Μακρόν δεν συμμερίζονται την επιθετική ρητορική της προέδρου της Κομισιόν. «Έχουμε δει μια πολύ σκόπιμη σκλήρυνση της συνολικής στρατηγικής στάσης της Κίνας εδώ και αρκετό καιρό και τώρα έχει συνδυαστεί με μια αύξηση ολοένα και πιο διεκδικητικών ενεργειών», είπε η φον ντερ Λάιεν πρόσφατα. «Ακριβώς όπως η Κίνα εντείνει τη στρατιωτική της στάση, έχει επίσης εντείνει τις πολιτικές της παραπληροφόρησης και οικονομικού και εμπορικού καταναγκασμού» πρόσθεσε. Πηγές της Κομισιόν άφησαν να εννοηθεί ότι οι Βρυξέλλες ενδέχεται να προσφύγουν στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου κατά των κινεζικών περιορισμών στις εξαγωγές μετάλλων. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι μία τέτοια προσφυγή, θα μπορούσε να χρειαστεί πολλά χρόνια για να καταλήξει σε μία απόφαση.
Με πληροφορίες από Bloomberg, CNBC, BBC