Η ύφεση και ο πληθωρισμός έχουν επηρεάσει τη διατροφή πολλών καταναλωτών με αποτέλεσμα τουλάχιστον ένας στους τέσσερις να έχει διαγράψει από τη λίστα των αγορών ολόκληρες κατηγορίες προϊόντων και να έχει περιοριστεί μόνο σε βασικά τρόφιμα, σύμφωνα με έρευνα της Deloitte σε 25 χώρες, που παρουσιάστηκε σήμερα στο Μόναχο.
Στο πλαίσιο της ετήσιας έρευνας «Global Consumer Pulse Survey», η Deloitte ρώτησε 25.000 καταναλωτές: Το 44% δήλωσε ότι δεν είχε αγοράσει πάρα πολλά τρόφιμα που θα μπορούσαν αργότερα να πεταχτούν. Το 37% είπε ότι προτιμά πλέον να αγοράζει τις φθηνότερες, ιδιωτικές ετικέτες των αλυσίδων σούπερ μάρκετ, αντί για επώνυμα προϊόντα. Πάνω από το ένα τρίτο -το 35%- ανέφερε ότι αγοράζει φθηνό κρέας. Το ένα πέμπτο είπε ότι αγοράζει λιγότερα είδη παντοπωλείου από ό,τι σκόπευε.
Ωστόσο, υπάρχει και ένα αυξανόμενο ποσοστό καταναλωτών που προτιμά επίσης να αγοράζει υγιεινά και επομένως πιο ακριβά τρόφιμα, αντί για φθηνότερα έτοιμα γεύματα. Το 23% των ερωτηθέντων δήλωσε πως επιλέγει τον «υγιεινό» τύπο διατροφής.
«Τα τελευταία χρόνια, οι πανδημίες, οι πόλεμοι και οι φυσικές καταστροφές έχουν δείξει ξεκάθαρα πόσο γρήγορα και μόνιμα, οι κρίσεις μπορούν να μεταφράζονται σε υψηλότερες τιμές στα τρόφιμα», δήλωσε ο ειδικός της Deloitte Εγκμπερτ Βέγκε, σχολιάζοντας την έρευνα. «Τα αποτελέσματα της έρευνάς μας δείχνουν ότι πολλοί καταναλωτές εξακολουθούν να δυσκολεύονται οικονομικά παρά τις πρόσφατες μειώσεις για μεμονωμένες ομάδες προϊόντων», πρόσθεσε ο αναλυτής της Deloitte. «Για πολλούς, οι διατροφικές συνήθειες καθορίζονται κυρίως από το βάρος του πορτοφολιού. Η σχετικά μεγαλύτερη ομάδα (35%) λέει ότι κάνει οικονομία στο φαγητό και βασίζεται σε φθηνά, απλά γεύματα για να μην ξεφύγει από τον περιορισμένο προϋπολογισμό».
Σύμφωνα με την έρευνα, οι Γερμανοί δαπανούν για τρόφιμα το 15% των συνολικών μηνιαίων εξόδων, οι Ιταλοί το 18% και οι Γάλλοι το 17%. Στη Γερμανία μάλιστα, ο ένας στους δύο ερωτηθέντες αξιολογούν την οικονομική τους κατάσταση ως χειρότερη από ό,τι το προηγούμενο έτος.