«Πρέπει να συνεχιστεί η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής για να οδηγηθεί ο πληθωρισμός στο στόχο εγκαίρως», είναι το μήνυμα που στέλνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), μία μέρα μετά τη νέα αύξηση επιτοκίων, την όγδοη στη σειρά, που ανακοίνωσε χθες η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
«Οι προοπτικές για τον πληθωρισμό και η υψηλή αβεβαιότητα σχετικά με την επιμονή του πληθωρισμού υποδηλώνουν ότι θα χρειαστεί μια πιο περιοριστική στάση από ό,τι σήμερα, σε μια διαρκή περίοδο, για να διατηρηθούν σταθερές οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό και να επανέλθει ο πληθωρισμός στον στόχο εγκαίρως», δήλωσε το ΔΝΤ.
Ο πληθωρισμός έχει μειωθεί, ωστόσο, εξακολουθεί να υπερβαίνει τον στόχο της ΕΚΤ για 2%. Οι οικονομικές συνθήκες, όπως διαμορφώνονται μετά τον επιθετικό κύκλο αύξησης των επιτοκίων, και η χαλάρωση των περιορισμών προσφοράς σημαίνει ότι ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να επιβραδύνεται και «προβλέπεται σύγκλιση προς τον στόχο γύρω στα μέσα του 2025», εκτίμησε το ΔΝΤ, τονίζοντας ωστόσο ότι ο δομικός πληθωρισμός, που εξαιρεί τις ασταθείς τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, «αποδείχθηκε πιο επίμονος και άρχισε να μειώνεται μόλις πρόσφατα».
Το ΔΝΤ αναφέρθηκε επίσης την «αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα της οικονομίας της Ευρωζώνης στον απόηχο της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και του μεγαλύτερου εμπορικού σοκ που προκάλεσε εδώ και αρκετές δεκαετίες». Ωστόσο, η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί μόνο «μέτρια» φέτος και το επόμενο έτος, ενώ η μεσοπρόθεσμη παραγωγή «είναι πιθανό να παραμείνει κάτω από την τάση πριν από τον πόλεμο, για παρατεταμένη περίοδο, δεδομένου του κόστους προσαρμογής σε επίμονα υψηλότερες τιμές ενέργειας».
Παράλληλα, το ΔΝΤ προέτρεψε τις χώρες της Ευρώπης να περιορίσουν τις δημόσιες δαπάνες και την ΕΕ να καταλήξει γρήγορα σε συμφωνία για τη μεταρρύθμιση της οικονομικής και δημοσιονομικής διακυβέρνησής της.
Τέλος, προειδοποίησε ότι η «χαλάρωση των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις» – που επιτρέπει στα μέλη της ΕΕ να χορηγούν επιδοτήσεις ή φορολογικά κίνητρα, για να προσαρμόζονται σε αυτά που προσφέρονται σε άλλες περιοχές– «θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε υψηλό δημοσιονομικό κόστος καθώς και σε οικονομικές αναποτελεσματικότητα και στρεβλώσεις».