Ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και ο Ρεπουμπλικανός Πρόεδρος της Βουλής Κέβιν ΜακΚάρθι κατέληξαν σε μια συμφωνία για την αύξηση του ανώτατου ορίου χρέους έως το 2025, σύμφωνα με τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης.
Για την επίτευξη της συμφωνίας, Μπάιντεν και ΜακΚάρθι – πέρασαν 90 λεπτά στο τηλέφωνο το Σάββατο το βράδυ, γράφει η ιστοσελίδα Axios. Με τη συμφωνία αυξάνεται το ανώτατο όριο του χρέους μέχρι τον Ιανουάριο του 2025 με αντάλλαγμα περικοπές δαπανών και μέτρα μείωσης του ελλείμματος, σύμφωνα με πηγές που γνωρίζουν τις διαπραγματεύσεις.
Τα βασικά σημεία της συμφωνίας είναι τα εξής:
- Οι μη αμυντικές δαπάνες θα παραμείνουν σχεδόν σταθερές το 2024, με αύξηση 1% το 2025 και χωρίς ανώτατα όρια ανάπτυξης στη συνέχεια.
- Θα υπάρξουν αλλαγές στην Προσωρινή Βοήθεια Άπορων για Οικογένειες Άπορους (TANF) και σταδιακά χρονικά όρια για αποδέκτες του Προγράμματος Συμπληρωματικής Διατροφικής Βοήθειας (SNAP) κάτω των 54 ετών έως το 2030. Το Medicaid παραμένει αμετάβλητο.
- Για την Άμυνα: Το σχέδιο περιλαμβάνει 885 δισεκατομμύρια δολάρια που ζήτησε ο Μπάιντεν στην πρόταση προϋπολογισμού του 2024, από 800 δισεκατομμύρια δολάρια στον προϋπολογισμό του 2023.Θα αυξηθούν επίσης οι δαπάνες για τα θέματα των βετεράνων.
- Βελτιώνεται η διαδικασία περιβαλλοντικής αναθεώρησης για να επιταχύνει την έγκριση νέων ενεργειακών υποδομών.
- Παρέχονται 29 δισεκατομμύρια δολάρια ως βοήθεια για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας του COVID.
Η συμφωνία θα πρέπει τώρα να εγκριθεί από το Κογκρέσο για να αυξηθεί το ανώτατο όριο του χρέους – και να αποφευχθεί μια καταστροφική χρεοκοπία από την κυβέρνηση των ΗΠΑ – πριν από την προθεσμία της 5ης Ιουνίου που όρισε η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν. Ο ΜακΚάρθι είπε στους δημοσιογράφους ότι το νομοθετικό κείμενο θα δημοσιευτεί σήμερα ,στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την ψηφοφορία στη Βουλή την Τετάρτη.
Πίεση χρόνου
Οι διαπραγματεύσεις έγιναν υπό μεγάλη πίεση χρόνου. Χωρίς τη συμφωνία, οι ΗΠΑ θα αντιμετώπιζαν χρεοκοπία από τις 5 Ιουνίου, με δυνητικά καταστροφικές οικονομικές και χρηματοοικονομικές συνέπειες πολύ πέρα από τη χώρα. Η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν προειδοποίησε την Παρασκευή, επικαλούμενη «τα τελευταία στοιχεία», ότι το Κογκρέσο πρέπει να αυξήσει το ανώτατο όριο του χρέους έως τις 5 Ιουνίου προκειμένου η κυβέρνηση να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της.
Αλλά ακόμη και με μια συμφωνία μεταξύ του Λευκού Οίκου και του Μακάρθι, η κρίση δεν έχει τελειώσει. Στη Γερουσία, που ελέγχεται από τους Δημοκρατικούς του Μπάιντεν, και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, που ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικάνους, θα μπορούσε να υπάρξει αντίσταση και από τα δύο μέρη στον συμβιβασμό που βρέθηκε, γι’ αυτό και οι πλειοψηφίες και στα δύο σώματα του Κογκρέσου δεν είναι καθόλου βέβαιες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ήδη φτάσει το νόμιμο όριο χρέους των 31,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων τον Ιανουάριο.
Το ανώτατο όριο χρέους των ΗΠΑ έχει ανασταλεί ή αυξηθεί δεκάδες φορές από τους προέδρους και των δύο κομμάτων τις τελευταίες δεκαετίες – και με δικομματική πλειοψηφία. Φέτος, ωστόσο, οι Ρεπουμπλικάνοι, έχοντας την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων από τις ενδιάμεσες εκλογές το φθινόπωρο του 2022, σκλήρυναν πολύ τη στάση τους.
Μπάιντεν: Ικανοποίηση για τον συμβιβασμό
Ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν εξέφρασε τις πρώτες πρωινές ώρες σήμερα (ώρα Ελλάδας) την ικανοποίησή του για την επίτευξη «συμβιβασμού» με τους Ρεπουμπλικάνους που θα επιτρέψει να αυξηθεί το όριο χρέους του ομοσπονδιακού κράτους των ΗΠΑ και να «αποφευχθεί η καταστροφική κήρυξη στάσης πληρωμών».
Πρόσθεσε ότι οι ομάδες των διαπραγματευτών θα οριστικοποιήσουν σήμερα Κυριακή το κείμενο και θα το στείλουν στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στη Γερουσία, καλώντας να το εγκρίνουν «αμέσως».
Επισήμανε πως η καταρχήν συμφωνία που κλείστηκε «είναι συμβιβασμός, που πάει να πει ότι κάθε μέρος δεν εξασφαλίζει όλα όσα ήθελε». Πρόσθεσε πως το κείμενο –το ακριβές περιεχόμενο του οποίου δεν είναι γνωστό ακόμη, μόνο οι αδρές γραμμές του– θα «μειώσει τις [δημόσιες] δαπάνες» αλλά «προστατεύοντας απαραίτητα δημόσια προγράμματα».
Ο κ. Μπάιντεν έκανε λόγο για «σημαντικό βήμα μπροστά», ενώ επισήμανε πως η σύναψη της συμφωνίας υπαγορεύθηκε από την «ευθύνη» του «να κυβερνά».