Τόσο οι χαμηλοεισοδηματίες, όσο κι εκείνοι που έχουν μεγαλύτερο περιθώριο εξόδων στις αγορές τροφίμων, ήρθαν αντιμέτωποι με πολύ υψηλές τιμές σε βασικά προϊόντα, όπως για παράδειγμα το βούτυρο: μία συσκευασία 400 γραμμαρίων ιρλανδικού βουτύρου κόστιζε για μήνες 4,99 ευρώ. Εδώ και μερικές εβδομάδες, η τιμή της έχει υποχωρήσει στα 4,29 ευρώ. Αντιθέτως, μία συσκευασία 250 γραμμαρίων γερμανικού βουτύρου κοστίζει μόλις 1,59 ευρώ, ενώ αντίστοιχη είναι η διαφορά των τιμών και στο τυρί και τα ζυμαρικά.
Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα η πτώση των τιμών
Το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW) βλέπει ακόμη και στροφή του πληθωρισμού στη Γερμανία: «Έχουμε μάλλον φτάσει στην κορύφωση του πληθωρισμού. Η αντιστροφή της τάσης έχει αρχίσει», δήλωσε με αυτοπεποίθηση η Κέρστιν Μπέρνοτ του DIW στο Γερμανικό Δημοσιογραφικό Δίκτυο (RND). Αλλά δεν πρέπει να αναμένουμε άμεση πτώση των τιμών σε όλα τα προϊόντα, προσέθεσε: «Αυτό σημαίνει μόνο, ότι οι τιμές δεν θα αυξηθούν περαιτέρω γι’ αυτό και πρέπει να συνηθίσουμε τις τρέχουσες τιμές». Τώρα, το κλειδί είναι η υπομονή και «να υπάρξει εμπιστοσύνη πως οι τιμές θα μειωθούν και πάλι μακροπρόθεσμα».
Ο Κάι Χούντετς, διευθύνων σύμβουλος του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου στην Κολωνία (IFH), ακούγεται λιγότερο αισιόδοξος. Ο ίδιος αναφερόμενος στους λόγους για τις αυξήσεις των τιμών, οι οποίες αναμένεται να εξακολουθήσουν, λέει σχετικά: «Η εκτόξευση του κόστους της ενέργειας, του εφοδιασμού και των πρώτων υλών έχει προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις. Όλες οι εταιρείες συνεχίζουν να έρχονται αντιμέτωπες με την αύξηση του κόστους. Ωστόσο, πολλές πρόσθετες δαπάνες έχουν ήδη μετακυλιστεί στους καταναλωτές γι’ αυτό και τα ποσοστά πληθωρισμού είναι σήμερα χαμηλότερα και καθίσταται δυνατή τουλάχιστον η επιλεκτική μείωση των τιμών».
Επομένως, δεν μπορεί ακόμη να γίνει λόγος για το «τέλος του πληθωρισμού», διότι «οι τιμές αυξάνονται σε περισσότερες κατηγορίες προϊόντων από ό,τι μειώνονται. Ορισμένοι παραγωγοί έχουν ανακοινώσει αυξήσεις τιμών, τις οποίες οι λιανοπωλητές πρέπει να μετακυλήσουν λόγω των χαμηλών περιθωρίων κέρδους. Οι συγκριτικά υψηλές μισθολογικές αναπροσαρμογές επηρεάζουν επίσης τις τιμές, οι οποίες τείνουν να αυξάνονται περαιτέρω».
Η δύναμη των εκπτωτικών καταστημάτων
Στη Γερμανία, ένας σημαντικός λόγος για το χαμηλό επίπεδο των τιμών στα τρόφιμα είναι η δύναμη των εκπτωτικών καταστημάτων (discounters) στην αγορά. Μόνο τέσσερις μεγάλες εταιρείες – Rewe, Edeka, Aldi και Lidl – μοιράζονται τα μεγαλύτερα μερίδια αγοράς και ανταγωνίζονται σκληρά μεταξύ τους, ενώ χρησιμοποιούν την οιονεί μονοπωλιακή τους δύναμη για να εξαναγκάζουν τους προμηθευτές να διατηρούν χαμηλές τιμές.
Κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, οι εκπτωτικές επιχειρήσεις κατάφεραν ακόμη και να αυξήσουν τα μερίδια αγοράς τους, όπως λέει ο επικεφαλής του γερμανικού εκπτωτικού κολοσσού Lidl, Κρίστιαν Χέρτναγκελ, καθώς η άνοδος των τιμών οδήγησε περισσότερους πελάτες στα εκπτωτικά καταστήματα.
Οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις για τις τιμές είναι έντονες, λέει ο Χέρτναγκελ. «Γνωρίζουμε περίπου πόσο κόστος εργασίας και ενέργειας απαιτείται για κάθε προϊόν και κάνουμε ό,τι μπορούμε για να επιτύχουμε στις διαπραγματεύσεις ώστε να μπορούμε να εξασφαλίσουμε την καλύτερη δυνατή τιμή στον πελάτη». Άλλες αλυσίδες, όπως η Edeka και η Rewe, ασκούν επίσης πιέσεις στους παραγωγούς, αφαιρώντας τα προϊόντα ορισμένων προμηθευτών από τα ράφια τους.
Δεν αναμένεται μείωση άμεσα
Η Lidl δέχεται ότι οι δαπάνες των παραγωγών στην ενέργεια ή τις πρώτες ύλες είναι αυξημένες. «Φυσικά, κάποια αιτήματα είναι λογικά. Διαπραγματευόμαστε εντατικά, ώστε οι αυξήσεις των τιμών να παραμένουν εντός ορίων και επιμένουμε όποτε είναι παράλογες κατά την άποψή μας», λέει ο Χέρτναγκελ, τονίζοντας πάντως ότι δεν αναμένεται μια ταχεία και συνολική μείωση των τιμών.
Ο διευθύνων σύμβουλος του IFH Κάι Χούντετς επίσης δεν προβλέπει κάποια αλλαγή στις τιμές. Είναι αλήθεια ότι οι βασικές τιμές δεν αυξήθηκαν τόσο πολύ όσο στο τέλος του περασμένου έτους, όπως αναφέρει ο Χούντετς στην DW. «Μειώνονται αλλά λίγο».
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η επιστροφή στο προηγουμένως συνηθισμένο επίπεδο τιμών στα τρόφιμα θα αργήσει πολύ. Ακόμη και οι εκπτωτικές αλυσίδες δεν μπορούν να αποφύγουν το αυξημένο κόστος για το προσωπικό, την ενέργεια και τη διανομή. Ο Χούντετς, από την πλευρά του, επισημαίνει πως «ο έντονος ανταγωνισμός τιμών στα σούπερ μάρκετ και τα εκπτωτικά καταστήματα θα διασφαλίσει ότι μακροπρόθεσμα θα ξοδεύουμε σχετικά λίγα χρήματα για τρόφιμα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι τιμές των τροφίμων θα επιστρέψουν στα προ της κρίσης επίπεδα. Γι’ αυτό και θα πρέπει να συνηθίσουμε τις υψηλότερες τιμές των τροφίμων, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα».
Πηγή: Deutsce Welle