Η UBS ισχυρίζεται ότι βιάστηκε να εξαγοράσει την Credit Suisse σε μια συμφωνία που δεν ήθελε, καθώς η παγκόσμια τραπεζική κρίση επιδείνωσε την ήδη επιβαρυμένη οικονομική κατάσταση της δεύτερης και ώθησε τις αρχές να αναλάβουν ταχεία δράση, όπως προκύπτει από κανονιστική κατάθεση.
Η UBS, σε μια κατάθεση της Τρίτης στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ, είπε στους επενδυτές ότι είχε λιγότερες από τέσσερις ημέρες για να διεξάγει τον δέοντα έλεγχο, δεδομένων των «έκτακτων περιστάσεων».
Εκτίμησε ένα πλήγμα περίπου 17 δισ. δολαρίων από την εξαγορά.
Ταυτόχρονα όμως η UBS προετοιμάζεται για ένα εκτιμώμενο κέρδος 34,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων ως αποτέλεσμα της επείγουσας εξαγοράς της Credit Suisse ενώ προειδοποιεί ότι μπορεί να χάσει δισεκατομμύρια σε πιθανό νομικό και ρυθμιστικό κόστος από τη διάσωση του πρώην αντιπάλου της.
Η ελβετική τράπεζα πρόκειται να επωφεληθεί από την αρνητική υπεραξία των συνδυασμένων επιχειρήσεων, βάσει μιας πρώτης αξιολόγησης που έχει κάνει σε δεδομένα από το τέλος του 2022. Παράλληλα, η UBS βλέπει απομειώσεις περίπου 13 δισ. δολαρίων στα περιουσιακά στοιχεία της Credit Suisse και εκτιμά επίσης ότι οι νομικές υποχρεώσεις μπορεί να κοστίσουν έως και 4 δισ. δολάρια σε διάστημα 12 μηνών.
Η μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας συμφώνησε να εξαγοράσει την αντίπαλό της, αφού η τελευταία είχε περάσει μια δύσκολη χρονιά.
Η εμπλοκή της Credit Suisse σε μια σειρά σκανδάλων τρόμαξε τους πελάτες που άρχισαν να αποσύρουν τα χρήματά τους, μια τάση που επιταχύνθηκε όταν οι χρεοκοπίες των μικρών αμερικανικών τραπεζών πυροδότησαν τον φόβο για μια ευρύτερη τραπεζική κρίση.
Το κύμα εκροών καταθέσεων και η μεγάλη πτώση της τιμής της μετοχής ώθησαν την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας στις 15 Μαρτίου να προσφέρει στην Credit Suisse βοήθεια σε ρευστότητα. Την επόμενη ημέρα, η UBS και η Credit Suisse υπέγραψαν συμφωνία εμπιστευτικότητας, βάσει της οποίας η πρώτη ξεκίνησε τον δέοντα έλεγχο, όπως προκύπτει από την κατάθεση της UBS.
Στις 19 Μαρτίου, η Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας ανακοίνωσε ότι η UBS θα εξαγόραζε την Credit Suisse για 3 δισ. ελβετικά φράγκα (3,4 δισεκατομμύρια δολάρια) σε μετοχές και θα αναλάμβανε ζημία έως και 5 δισεκατομμύρια φράγκα που θα προέκυπτε από την εκκαθάριση μέρους της επιχείρησης.
Το τελικό τίμημα αυξήθηκε από ένα αρχικό 1 δισεκατομμύριο φράγκα, όπως προκύπτει από την κατάθεση.
Το ενδιαφέρον της UBS για την αγορά της Credit Suisse ξεκίνησε τον Οκτώβριο, όταν η ad hoc επιτροπή στρατηγικής του διοικητικού της συμβουλίου εξέτασε την προβληματική κατάσταση της αντιπάλου της, σύμφωνα με την κατάθεση.
Μέχρι τότε, η Credit Suisse αντιμετώπιζε εκροές καταθέσεων και καθαρών περιουσιακών στοιχείων σε επίπεδα που ξεπερνούσαν σημαντικά τα ποσοστά του τριμήνου Ιουλίου-Σεπτεμβρίου, δήλωσε η UBS.
Στις αρχές Δεκεμβρίου, η διοίκηση της UBS προέβη σε προκαταρκτική αξιολόγηση των συνεπειών μιας αγοράς της Credit Suisse, την οποία παρουσίασε στην Επιτροπή Στρατηγικής στις 19 Δεκεμβρίου.
Τον Φεβρουάριο, η Επιτροπή Στρατηγικής και το διοικητικό συμβούλιο κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μια εξαγορά δεν ήταν η «επιθυμητή» και συνέστησαν περαιτέρω ανάλυση για να προετοιμαστούν για ένα σενάριο στο οποίο η Credit Suisse θα βρισκόταν σε τέτοια δυσκολία που οι ρυθμιστικές αρχές θα μπορούσαν να ζητήσουν από την UBS να παρέμβει.
Η UBS δήλωσε ότι πραγματοποίησε οικονομικές αναλύσεις από τον Ιανουάριο έως τα μέσα Μαρτίου και αξιολόγησε πιθανές νομικές δομές και πιθανά μέτρα για την αντιμετώπιση των όποιων ανησυχιών, καθώς και τυχόν αρνητικές επιπτώσεις στην ίδια, σε περίπτωση που οι αρχές πρότειναν μια εξαγορά.
Από τον Δεκέμβριο έως τα μέσα Ιανουαρίου, στελέχη της Credit Suisse είχαν επίσης συζητήσει με την κυβέρνηση σχετικά με τις επιλογές της, συμπεριλαμβανομένης της συγχώνευσης με την UBS, όπως προκύπτει από την κατάθεση της UBS.
naftemporiki.gr
Διαβάστε ακόμη
UBS: Αλλάζει οικονομικό διευθυντή, κρατάει τον CEO της Credit Suisse