Η κατάρρευση της First Republic ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη τραπεζική χρεοκοπία στην ιστορία των ΗΠΑ ύστερα από εκείνη της Washington Mutual το 2008, αφού το ενεργητικό της υπερέβαινε εκείνο της Silicon Valley Bank. Και σηματοδότησε το πλήρες ναυάγιο μίας στρατηγικής, που επί χρόνια θεωρούνταν μία από τις πλέον επιτυχημένες στην αμερικανική και παγκόσμια τραπεζική: την προσέλκυση πλούσιων καταθετών, στους οποίους η τράπεζα πρόσφερε «προσωπικές, πεντάστερες» υπηρεσίες, όπως σημειώνει και η Wall Street Journal.
Η κρίση στον τομέα των περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ κατέλαβε τους πάντες εξαπίνης. Κανείς δεν περίμενε τις μαζικές εκροές καταθέσεων που είχαμε τον Μάρτιο. Η First Republic έχασε το ήμισυ των καταθέσεών της, περί τα 100 δισ. δολάρια δηλαδή, μέσα σε λίγες ημέρες τότε, παρά τη δέσμευση 10 κορυφαίων τραπεζών της Wall Street να τοποθετήσουν σε αυτήν καταθέσεις ύψους 30 δισ. δολαρίων για τουλάχιστον 60 ημέρες.
Τίποτα δεν μπορούσε να πείσει τους εύπορους πελάτες της να αφήσουν τα χρήματά τους στους λογαριασμούς τους; Γιατί όμως συνέβη αυτό;
Η First Republic απευθυνόταν σχεδόν αποκλειστικά σε πλουσίους, που ενδιαφέρονταν περισσότερο για υψηλής ποιότητας υπηρεσίες από ό,τι για λίγα παραπάνω δολάρια στους τόκους των καταθέσεών τους. Τους κατέβαλε τον ελάχιστο δυνατό τόκο και χρησιμοποιούσε το ρευστό τους για να χρηματοδοτήσει στεγαστικά δάνεια. Δεν ήταν δάνεια προς αφερέγγυους δανειολήπτες και δεν φαίνονταν σε καμία περίπτωση δάνεια υψηλού ρίσκου. Όσο περισσότερες καταθέσεις συγκέντρωνε, τόσο περισσότερα δάνεια χορηγούσε για πολυτελή διαμερίσματα στο Μανχάταν και βίλες στη Χαβάη. Το μέσο επιτόκιο στις χορηγήσεις ήταν 3,03% όταν εκείνο των καταθέσεων ήταν μόλις 0,12%.
Σε έναν κόσμο υπερβολικά χαμηλών επιτοκίων, αυτό το μοντέλο τραπεζικής ήταν άκρως ελκυστικό και αποτελεσματικό. Τα ετήσια κέρδη της First Republic τετραπλασιάστηκαν την δεκαετία έως και το 2021, σύμφωνα με στοιχεία της Wall Street Journal. Κάπως έτσι η τράπεζα μπήκε στο κλαμπ των 20 μεγαλύτερων της χώρας. Όταν η Fed άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια με άκρως επιθετικούς ρυθμούς, δεν μπόρεσε να ακολουθήσει. Η φυγή των καταθέσεων ήταν αναπόφευκτη.
Η απόφαση της JPMorgan
Έχοντας απαντήσει στο ερώτημα «γιατί κατέρρευσε», ένα δεύτερο ανακύπτει. Γιατί η JPMorgan θέλησε να αναλάβει τον ρόλο σωτήρα, όταν έχει επανειλημμένα επισημάνει ότι είχε μετανιώσει για αντίστοιχες κινήσεις στο παρελθόν;
Η μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ ήταν σύμφωνα με πληροφορίες ο μόνος μνηστήρας που πρόκειται να αναλάβει τον πλήρη έλεγχο της First Republic. Ενδιαφέρον για εξαγορά υπήρξε και από άλλες τράπεζες, οι οποίες ωστόσο επιθυμούσαν τη διάλυσή της σε μικρότερες μονάδες, ώστε να αποκτήσουν μέρος μόνο του ενεργητικού της. Η JPMorgan με τη συμφωνία αποκτά το σύνολο του ενεργητικού και των καταθέσεων.
Το deal επιτρέπει στα υποκαταστήματα της First Republic να ανοίξουν και πάλι κανονικά και γλιτώνει την αμερικανική κυβέρνηση από τα βέλη πολιτικών αντιπάλων. Ωστόσο προκαλεί έκπληξη σε όσους είχαν ακούσει τον Τζέιμι Ντάιμον να λέει ότι μετάνιωσε τον ρόλο της τράπεζας στην κρίση του 2008, όταν είχε εξαγοράσει τόσο τη Bear Stearns όσο και την Washington Mutual.
Η JPMorgan βίωσε μία πολυετή νομική διαμάχη με τον FDIC για τα κόκκινα στεγαστικά δάνεια της WuMu, ενώ είχε ακόμη πιο περίπλοκες καταστάσεις να λύσει στην περίπτωση της Bear Stearns που ήταν ουσιαστικά ένας επενδυτικός κολοσσός με σύνθετα, τοξικά χρηματοπιστωτικά προϊόντα και όχι μία παραδοσιακή τράπεζα. Στην ετήσια επιστολή του το 2014 ο Ντάιμον είχε γράψει πως οι δύο εξαγορές «ήταν ένα δαπανηρό μάθημα που δεν θα ξεχάσει ποτέ».
Μήπως τελικά το ξέχασε; Αναλυτές πιστεύουν ότι ο ισχυρότερος άνδρας της Wall Street είναι απλά πεπεισμένος ότι αυτή τη φορά τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά και ξεκάθαρα. Ούτε κόκκινα δάνεια, ούτε τοξικά προϊόντα, ούτε νομικές περιπέτειες. Μία τρύπα στις καταθέσεις που ο ίδιος εκτιμά ότι μπορεί να καλύψει.