Η First Republic Bank τέθηκε υπό τον έλεγχο της Υπηρεσίας Οικονομικής Προστασίας και Καινοτομίας της Καλιφόρνιας (DFPI), όπως ανακοινώθηκε τη Δευτέρα.
Αφού πέρασε στα χέρια των ρυθμιστικών αρχών των ΗΠΑ, η First Republic θα πουληθεί στην JPMorgan, καθώς οι προσπάθειες διάσωσης απέτυχαν να αποκαταστήσουν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η τράπεζα με τις λανθασμένες επενδύσεις και τη φυγή καταθέσεων.
Ειδικότερα, η DFPI διόρισε την ομοσπονδιακή υπηρεσία εγγύησης των καταθέσεων (FDIC) για την εποπτεία της τράπεζας, ενώ ανακοίνωσε ότι αποδέχτηκε μία προσφορά από την JPMorgan Chase Bank και από την National Association, Columbus, Ohio για τη διαχείριση όλων των καταθέσεων.
To protect depositors, we entered into an agreement with JP Morgan Chase Bank to purchase and assume all deposits and assets of First Republic Bank. Read more ➡️ https://t.co/8KCKgJ2ZWR. pic.twitter.com/FRrIZk5aBY
— FDIC (@FDICgov) May 1, 2023
Η JPMorgan «θα αναλάβει όλες τις καταθέσεις, συμπεριλαμβανομένων όλων των ανασφάλιστων καταθέσεων, και ουσιαστικά όλων των περιουσιακών στοιχείων» της First Republic, ανέφερε σε δήλωσή του το Τμήμα Οικονομικής Προστασίας και Καινοτομίας της Καλιφόρνια.
Σύμφωνα με τα όσα έχουν γίνει γνωστά, η JPMorgan θα αναλάβει το σύνολο των καταθέσεων ύψους 92 δισ. της First Republic — ασφαλισμένες και ανασφάλιστες. Αγοράζει επίσης το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιακών στοιχείων της τράπεζας, συμπεριλαμβανομένων περίπου 173 δισ. δολαρίων σε δάνεια και 30 δισ. δολαρίων σε χρεόγραφα.
«Η JPMorgan Chase Bank, National Association υπέβαλε προσφορά για όλες τις καταθέσεις της First Republic Bank. Ως μέρος της συναλλαγής, τα 84 γραφεία της First Republic Bank σε οκτώ πολιτείες θα ανοίξουν ξανά ως υποκαταστήματα της JPMorgan Chase Bank σήμερα κατά τις εργάσιμες ώρες. Όλοι οι καταθέτες της First Republic Bank θα γίνουν καταθέτες της JPMorgan Chase Bank, National Association, και θα έχουν πλήρη πρόσβαση σε όλες τις καταθέσεις τους», αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Από την πλευρά της η JPMorgan ανακοίνωσε σήμερα ότι απέκτησε μία σημαντική πλειοψηφία των περιουσιακών στοιχείων, αναλαμβάνοντας και συγκεκριμένες οικονομικές υποχρεώσεις της τράπεζας First Republic Bank.
«Η κυβέρνησή μας, μας προσκάλεσε όπως κι άλλους να επιταχύνουμε (τις διαδικασίες) και το πράξαμε», δήλωσε ο Τζέιμς Ντάιμον πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan Chase. «Η οικονομική μας ευρωστία, οι ικανότητές μας και το επιχειρηματικό μοντέλο μας, μας επέτρεψαν να καταρτίσουμε μία πρόταση προσφοράς για την υλοποίηση της μετάβασης, με με τέτοιο τρόπο, ώστε να μειώσουμε τα κόστη για το Ταμείο Ασφάλισης των Καταθέσεων (DIF)».
Η συναλλαγή καθιστά την JPMorgan τη μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ, εξέλιξη που οι Αμερικανοί αξιωματούχοι προσπάθησαν να αποφύγουν στο παρελθόν. Λόγω των ρυθμιστικών περιορισμών που ισχύουν στις ΗΠΑ, το μέγεθος της JPMorgan και το μερίδιο που κατέχει σε καταθέσεις θα την εμπόδιζαν υπό κανονικές συνθήκες να επεκτείνει περαιτέρω την καταθετική της βάση, εξηγεί το πρακτορείο Bloomberg.
Την ίδια ώρα, η JPMorgan αποτέλεσε βασικό παίκτη σε όλες τις προσπάθειες της First Republic. Η τράπεζα συμβούλεψε τον μικρότερο αντίπαλό της στην προσπάθειά της να βρει στρατηγικές εναλλακτικές και ο διευθύνων σύμβουλος Τζέιμι Ντάιμον έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφαση των τραπεζικών στελεχών να προσφέρουν «ένεση» 30 δισ. στην First Republic τον Μάρτιο.
Πώς φτάσαμε εδώ
Μετά την ξαφνική κατάρρευση της Silicon Valley Bank (SVB) τον Μάρτιο, η προσοχή επικεντρώθηκε στην First Republic ως τον πιο αδύναμο κρίκο στο τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ. Όπως η SVB, η οποία εξυπηρετούσε την κοινότητα των τεχνολογικών startup, η First Republic ήταν επίσης ένας εξειδικευμένος δανειστής με έδρα την Καλιφόρνια. Επικεντρώθηκε στην εξυπηρέτηση των πλούσιων Αμερικανών, προσελκύοντάς τους με στεγαστικά δάνεια χαμηλού επιτοκίου, με αντάλλαγμα να διατηρούν μετρητά στην τράπεζα.
Όμως, στον απόηχο της κατάρρευσης της SVB, η τράπεζα δεν έχει μπορέσει να καταρτίσει ικανοποιητικό σχέδιο «διάσωσής της», και οι πελάτες της απέσυραν τα χρήματα τους, κάνοντας αναλήψεις 100 δισ. και πλέον συνολικά και οδηγώντας σε πτώση της μετοχές της, οι οποίες έχουν υποχωρήσει 97% μέχρι στιγμής φέτος.
naftemporiki.gr