Ο παγκόσμιος γεωπολιτικός χάρτης επανασχεδιάζεται, με τις ΗΠΑ και Κίνα να πρωταγωνιστούν, τη Ρωσία να διεκδικεί το κομμάτι που θεωρεί ότι της αξίζει και την Ευρώπη, ασθμαίνοντας, με βαρύ βηματισμό, να προσπαθεί να προλάβει τις εξελίξεις. Λίγο πιο πέρα η Ινδία, μετρά τις δυνάμεις της ως η ταχύτερα αναπτυσσόμενη δύναμη του πλανήτη.
Και όλα αυτά μέσα σε ένα πολυπολικό διεθνές περιβάλλον, άκρως ανταγωνιστικό, που κυριαρχείται από έντονη αβεβαιότητα, επίμονα υψηλό πληθωρισμό, συνεχείς επιτοκιακές αυξήσεις, ισχυρές αναταράξεις και ανατροπές. Στο βάθος του ορίζοντα, τα σύννεφα πάνω από την παγκόσμια οικονομία πυκνώνουν ολοένα και περισσότερο, με την απειλή νέας ύφεσης να επανέρχεται στο προσκήνιο.
Η ανάδειξη της Κίνας σε κορυφαία γεωπολιτική δύναμη επιβεβαιώνεται από τον πολλά υποσχόμενο διαμεσολαβητικό ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, αλλά και από τις επισκέψεις κορυφαίων αξιωματούχων που ήδη έγιναν ή προγραμματίζονται στο εγγύς μέλλον.
Η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, οι πιο πρόσφατοι κομιστές διαφορετικών προσεγγίσεων\ μιας ευρωπαϊκής πολιτικής που αδυνατεί να βρει κοινό έδαφος σε κρίσιμης σημασίας ζητήματα γεωπολιτικής, όπως οι κινεζικές επενδύσεις, ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο ρόλος των ΗΠΑ, η ενέργεια, οι επιδοτήσεις και η μετάβαση στην πράσινη τεχνολογία.
Υψηλού προφίλ επισκέψεις στην Κίνα ετοιμάζει και η Ουάσιγκτον, παρά τη μεγαλύτερη σε διάστημα πολλών δεκαετιών επιδείνωση των διμερών σχέσεων των δύο χωρών τον Φεβρουάριο, με σημείο αιχμής τα κατασκοπευτικά μπαλόνια που βρέθηκαν στους εναέριους χώρους των δύο υπερδυνάμεων και τα οποία είχαν ως συνέπεια να αναβληθεί η επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν στο Πεκίνο. Ωστόσο, σε έναν αιφνιδιαστικό θετικό διπλωματικό ελιγμό, δύο κορυφαίοι αξιωματούχοι του αμερικανικού υπουργείου Εμπορίου, συμπεριλαμβανομένης της ειδικού σε θέματα Κίνας Ελίζαμπεθ Εκόνομι, πραγματοποίησαν ταξίδι στο Πεκίνο για να προετοιμάσουν πιθανή επίσκεψη προς το τέλος του έτους της Αμερικανίδας υπουργού Εμπορίου Τζίνα Ρεϊμόντο.
Η τελευταία συνάντηση κορυφής μεταξύ Τζο Μπάιντεν και Σι Τζινπίνγκ έγινε στους κόλπους του G20 πέρυσι τον Νοέμβριο, με τους δύο ηγέτες να συμφωνούν να θέσουν ένα «επίπεδο» στις διμερείς σχέσεις τους, το οποίο, όπως φαίνεται, κλονίστηκε προτού καν δημιουργηθεί.
Τώρα, η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γέλεν τείνει κλάδο ελαίας, ζητώντας μια «εποικοδομητική και δίκαιη» οικονομική σχέση μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ και διαμηνύοντας ότι η Ουάσιγκτον δεν επιζητεί την απεξάρτηση της οικονομίας της από την κινεζική, καθώς αυτό θα ήταν καταστροφικό για τις δύο χώρες και αποσταθεροποιητικό για τον υπόλοιπο κόσμο.
«Μαστίγιο και καρότο»
Σε μια πολιτική «μαστίγιου και καρότου», η υπουργός, αφού κάλεσε το Πεκίνο σε ένα κοινό σημείο επαφής, αποσαφήνισε την πολιτική των ΗΠΑ, η οποία προσβλέπει σε συνέχιση της συνεργασίας με τους συμμάχους για να αποτρέψει «αθέμιτες» οικονομικές πρακτικές του Πεκίνου. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι η απόφαση της Κίνας να μεταβεί από τις μεταρρυθμίσεις της αγοράς σε μια πιο κρατικά επικεντρωμένη προσέγγιση έχει πλήξει τόσο τους γείτονές της όσο και άλλες χώρες του πλανήτη.
Στα τελευταία μέτρα-αντίποινα κατά του Πεκίνου, οι ΗΠΑ επέβαλαν ελέγχους\ στις εξαγωγές ημιαγωγών με το επιχείρημα να προστατεύσουν κρίσιμης σημασίας τεχνολογίες από τον κινεζικό στρατό.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ουάσιγκτον φέρεται να εξετάζει νέο πρόγραμμα που θα περιορίζει τις αμερικανικές επενδύσεις σε κάποιους νευραλγικούς τομείς της κινεζικής οικονομίας με σημαντικό αντίκτυπο στα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ – μέτρα τα οποία αναμένεται να προκαλέσουν ξανά την αντίδραση του Πεκίνου.
Η απάντηση της κινεζικής πρεσβείας στην Ουάσιγκτον ήταν άμεση, λέγοντας ότι η συνεργασία ευνοεί και τις δύο πλευρές αλλά επ’ ουδενί «δεν πρέπει να είναι παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος», δηλώνοντας αντίθετη στην αποσύνδεση των οικονομιών, αλλά και στη γενίκευση της έννοιας της εθνικής ασφάλειας.
Διαίρει… την Ε.Ε. και βασίλευε
Επιμελώς προσεκτικό στις κινήσεις του τον τελευταίο καιρό, το Πεκίνο επιχειρεί να δημιουργήσει αντίβαρο με τη Γαλλία και τον Μακρόν, ο οποίος επιθυμεί να οικειοποιηθεί τον ρόλο της τέως Γερμανίδας καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ, δημιουργώντας ωστόσο αμφιλεγόμενες ισορροπίες.
Σε μια σαφώς διαφορετική προσέγγιση απέναντι στον Μακρόν και στην Κομισιόν στο πρόσωπο της Φον ντερ Λάιεν, με πραγματικές αλλά και σημειολογικές προεκτάσεις, το Πεκίνο προσπάθησε να «παίξει το διαίρει και βασίλευε», που ήδη ενυπάρχει στην ευρωπαϊκή πολιτική και αποτυπώθηκε στις πρόσφατες δηλώσεις Μακρόν ότι η Ευρώπη θα πρέπει να αυτονομηθεί από τις ΗΠΑ.
Η κίνηση του Γάλλου προέδρου να ζητήσει τη βοήθεια της Κίνας για να σκιαγραφήσει τις παραμέτρους για πιθανές συνομιλίες μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας έχει προκαλέσει κριτική από ορισμένους συμμάχους, που πιστεύουν ότι μια τέτοια προσπάθεια είναι πρόωρη υπό τον φόβο ότι θα μπορούσε να υπονομεύσει την ευρωπαϊκή ενότητα.
Τη σκυτάλη πήρε προχθές ο Ιρλανδός πρωθυπουργός Λέο Βαράντκαρ, ο οποίος είπε ότι η Ε.Ε. δεν θέλει να βρεθεί «εγκλωβισμένη στο μέσον μιας διαμάχης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας», αναγνωρίζοντας ότι οι χώρες-μέλη δεν μοιράζονται μία κοινή θέση «στον βαθμό που θα έπρεπε» για τον «αναδυόμενο ανταγωνισμό» και ότι χρειάζονται περαιτέρω συζητήσεις. Ο ίδιος, δε, είπε ότι οι κινεζικές επενδύσεις είναι καλοδεχούμενες στην Ιρλανδία και ότι το εμπόριο με την Κίνα είναι πολύ σημαντικό, διαιωνίζοντας τις αντίθετες προσεγγίσεις εντός της Ε.Ε. ως προς το θέμα αυτό.
Κι εδώ ακριβώς έγκειται ο ρόλος της Ευρώπης σε αυτόν το διηρημένο κόσμο, με τη διπλωματία της να παραπαίει και με την ιδέα της ενότητας και της αλληλεγγύης να δοκιμάζονται, χωρίς να είναι σε θέση να ανταποκριθεί τόσο στις οικονομικές ανάγκες όσο και στις επιταγές της ασφάλειάς της.
Πρωταγωνιστής στο εκρηκτικό αυτό γεωπολιτικό πεδίο οι πολιτικές προστατευτισμού, με τις ΗΠΑ να βγαίνουν δυναμικά με το τεράστιο πρόγραμμα κρατικών επιδοτήσεων και φοροαπαλλαγών, ύψους 369 δισ. δολαρίων, για την προώθηση της πράσινης τεχνολογίας, κίνηση που εμπεριέχει μεγάλο δέλεαρ για ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που εμμέσως τις «δωροδοκεί» να εγκαταλείψουν την Ευρώπη.
Η Ε.Ε. πέρασε στην αντεπίθεση με μεγάλη καθυστέρηση, αντιθέσεις και ανησυχίες ειδικά από τον «πυρήνα», με φοροαπαλλαγές, φορολογικές πιστώσεις και περαιτέρω χαλάρωση του ρυθμιστικού πλαισίου για κρατικές επιδοτήσεις, εν μέσω αρκετών ερωτηματικών για την αποτελεσματικότητα και δυναμικότητά του.
Το θέμα είναι ότι η Ευρώπη δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο τις ΗΠΑ, αλλά και την Κίνα που προωθεί τεράστιες κρατικές επιδοτήσεις στην πράσινη τεχνολογία, καθιστώντας τη γηραιά ήπειρο τα μέγιστα εξαρτημένη από τις κινεζικές εισαγωγές ηλιακών πάνελ.
Εν εξελίξει και το πεδίο έντονου ανταγωνισμού στους ημιαγωγούς, με Κίνα και ΗΠΑ να διασταυρώνουν συνεχώς τα ξίφη τους με κυρώσεις και περιορισμούς και με ενεργό ρόλο της Ταϊβάν και γενικότερα της ΝΑ Ασίας. Η επιτάχυνση της ψηφιοποίησης και της ηλεκτροκίνησης έχει αυξήσει τις ανάγκες της Ευρώπης, η οποία ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα ύψους 43 δισ. δολαρίων για την κατασκευή ημιαγωγών, προκειμένου να γίνει περισσότερο ανεξάρτητη.
Το ενεργειακό μέτωπο
Στο επίκεντρο της γεωπολιτικής η ενέργεια, με τον ΟΠΕΚ και τη Ρωσία να κάνουν παιχνίδι για έλεγχο της αγοράς και των τιμών, μειώνοντας την παραγωγή, σε μια εμμέσως πλην σαφώς «αντεπίθεση» της Μόσχας στις κυρώσεις της Δύσης και την επιβολή πλαφόν.
Παρότι οι σχέσεις της με το Ριάντ παραμένουν «παγωμένες», η Ουάσιγκτον έχει επιλέξει το τελευταίο διάστημα να κρατήσει χαμηλούς τόνους στο ενεργειακό, καθότι είναι η πλέον ευνοημένη από τον πόλεμο στην Ουκρανία, αυξάνοντας σημαντικά τις εξαγωγές LNG στην Ευρώπη, η οποία αγοράζει το φυσικό αέριο 10 φορές ακριβότερα σε σχέση με τις ΗΠΑ και πέντε φορές ακριβότερα σε σχέση με τις χώρες της Ασίας.
Ερωτηματικά τίθενται επίσης ως προς τη σκοπιμότητα της τόσο μεγάλης επέκτασης των υποδομών LNG στην Ευρώπη, καθώς εκτιμάται ότι ένα μεγάλο μέρος της δυναμικότητας εισαγωγών μπορεί να είναι περιττό.
«Αγώνας δρόμου» γίνεται μεταξύ των κορυφαίων οικονομιών του πλανήτη και για τον έλεγχο των πρώτων υλών που είναι απαραίτητες για την πράσινη μετάβαση, την ψηφιοποίηση και την ηλεκτροκίνηση.
Πυκνώνουν τα σύννεφα πάνω από την οικονομία
Ποια οικονομία θα μπορέσει να κάνει τη διαφορά και να δώσει την ώθηση που χρειάζεται αυτή τη στιγμή ο πλανήτης για να αποφύγει την ύφεση;
Η Κίνα βγήκε μπροστά με ρυθμό ανάπτυξης 4,5% στο πρώτο τρίμηνο, στον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης σε διάρκεια έτους και ξεπερνώντας τις προβλέψεις αναλυτών που έκαναν λόγο για ένα ποσοστό στο 4%.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προέβλεψε ότι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, με το ΑΕΠ της κοντά στα 20 τρισ. δολάρια, θα αναπτυχθεί φέτος με ρυθμό 5,2%, κατά πολύ υψηλότερο από το 2,8% που έδωσε για την παγκόσμια οικονομία, για την οποία κατέβασε τον πήχη σε σχέση με την εκτίμηση του Ιανουαρίου, αλλά και σε σχέση με την ανάπτυξη 3,4% του 2022.
Σύμφωνα με το Ταμείο, η Κίνα πρόκειται να συνεισφέρει περίπου το ένα τρίτο της παγκόσμιας ανάπτυξης, ανακτώντας τον ρόλο της κινητήριας δύναμης που είχε τα προηγούμενα χρόνια.
Υπολογίζει ότι 1% μεγαλύτερη ανάπτυξη στην Κίνα μεταφράζεται σε 0,3% μεγαλύτερη\ ανάπτυξη για τις οικονομίες που συνδέονται με την Κίνα, δήλωσε η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα.
Για το επόμενο έτος, το ΔΝΤ αναμένει ρυθμό ανάπτυξης παγκοσμίως στο 3% και εκτιμά ότι θα παραμείνει στο επίπεδο αυτό έως το 2028, ρυθμός που σηματοδοτεί τον πιο εξασθενημένο πενταετή μέσο όρο από το 1990.
Για τις ΗΠΑ (με την αξία του ΑΕΠ τους κοντά στα 26 τρισ. δολάρια), το ΔΝΤ προβλέπει για φέτος ανάπτυξη 1,6% και 1,1% για το 2024, ενώ για την Ευρωζώνη δίδει ποσοστά 0,8% και 1,4% αντίστοιχα.
Όλα αυτά βεβαίως λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν θα επαληθευτούν τα ακραία σενάρια του ΔΝΤ που εμπεριέχουν απρόσμενες εξελίξεις και ανατροπές, με τραπεζικές κρίσεις και συνεχιζόμενο υψηλό πληθωρισμό.
Κάτω από τις ιστορικές τάσεις ανάπτυξης του 2,6% θα υποχωρήσει φέτος και το παγκόσμιο εμπόριο, σύμφωνα με τον ΠΟΕ.