Skip to main content

Υποχωρεί η ανεργία στην Ε.Ε., αλλά οι κίνδυνοι παραμένουν

Οι διαφορές παραμένουν σημαντικές μεταξύ των χωρών: Η Ισπανία και η Ελλάδα εξακολουθούν να έχουν ποσοστό ανεργίας κοντά στο 12%.

Αν η ανεργία είναι το κατ’ εξοχήν πολιτικό βαρόμετρο για την κοινωνία, τα νέα είναι καλά στην Ευρώπη: Μόλις το 6,7% του ενεργού πληθυσμού της Ευρωζώνης αντιμετωπίζει το φάσμα της ανεργίας -το χαμηλότερο ποσοστό εδώ και 30 χρόνια.

Η ανεργία είναι χαμηλότερη σήμερα από ό,τι πριν από την πανδημία, σε 19 από τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και σε άλλες 8 χώρες, η κατάσταση στην αγορά εργασίας παρέμεινε σχεδόν σταθερή. Έχει επιδεινωθεί σημαντικά μόνο στην Εσθονία, τη Λετονία, τη Φινλανδία και την Κροατία.

Όσον αφορά την πλήρη απασχόληση, είναι ήδη πραγματικότητα σε 10 κράτη μέλη, τα οποία έχουν ποσοστό ανεργίας μικρότερο από 5%, το όριο που είναι γενικά αποδεκτό από τους οικονομολόγους: Πρόκειται για την Αυστρία, τη Δανία, την Ιρλανδία, τη Γερμανία, την Ολλανδία, τη Σλοβενία​, την Τσεχία και την Πολωνία- με τις δυο τελευταίες να έχουν ανεργία κάτω του 3%.

Οι διαφορές παραμένουν πάντως σημαντικές μεταξύ των χωρών: Η Ισπανία και η Ελλάδα εξακολουθούν να έχουν ποσοστό ανεργίας κοντά στο 12%. Ιδιαίτερα πάντως μεταξύ των «φτωχών μαθητών» της ευρωπαϊκής τάξης, η ανεργία στην Ελλάδα μειώθηκε πάνω από πέντε μονάδες και στην Ισπανία γύρω στις δύο, τα τελευταία χρόνια.

«Η ανάκαμψη μετά την υγειονομική κρίση έχει πάρει τη μορφή «V» και οι κύριοι δείκτες της αγοράς εργασίας στην ευρωζώνη βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο από τις αρχές του αιώνα», υπογραμμίζει έκθεση του Eurofound, του οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι αρμόδιος για την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας. «Για πρώτη φορά μάλιστα σε μια γενιά, οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού και όχι η ανεργία –δηλαδή η προσφορά εργασίας και όχι η ζήτηση– είναι το πιο πιεστικό πρόβλημα της πολιτικής»,αναφέρει η έκθεση. «Ακόμη και οι επιπτώσεις της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 2008 διαγράφονται οριστικά. Τουλάχιστον, κατά μέσο όρο, σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Αυτό δεν ισχύει ακόμη για τις χώρες του νότου , οι οποίες έχουν υποστεί το μεγαλύτερο μέρος αυτού του οικονομικού σοκ καθώς και της κρίσης δημόσιου χρέους που ακολούθησε», λέει ο Γερμανός ερευνητής Εντσο Βέμπερ του ινστιτούτου IAB για την Απασχόληση.

«Η ζήτηση για εργατικό δυναμικό έχει επιστρέψει πάνω από τα επίπεδα που είχαν καταγραφεί πριν από την πανδημία», τονίζει η Κριστίνα Ταγιάνι,Γενική διευθύντρια του ιταλικού οργανισμού για την αγορά εργασίας. Anpal.

Απλοϊκή μέτρηση;

Αλλά ο υπολογισμός της πλήρους απασχόλησης με βάση μόνο το ποσοστό ανεργίας είναι απλοϊκός», όπως εξηγεί ο οικονομολόγος Ερικ Χόγιερ διευθυντής του Τμήματος Ανάλυσης και Πρόβλεψης στο γαλλικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών OFCE: «Για να είναι πραγματικά θετική αυτή η μείωση της ανεργίας, πρέπει να συνδέεται με αύξηση του ποσοστού απασχόλησης. Εάν δεν συμβαίνει αυτό, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ένας συγκεκριμένος αριθμός αποθαρρυμένων ατόμων έχει εγκαταλείψει την αγορά εργασίας, δεν είναι πλέον ενεργοί και επομένως μειώνεται έτσι τεχνητά το ποσοστό ανεργίας».

Αυτή η προϋπόθεση φαίνεται ωστόσο να πληρούται αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη: η μείωση της ανεργίας πράγματι συνοδεύεται από αύξηση του ποσοστού απασχόλησης. Ο αριθμός των θέσεων εργασίας στο τέλος του 2022, ήταν κατά  3,7 εκατομμύρια υψηλότερος από τα τέλη του 2019, λίγο πριν την κρίση του Covid. Το ποσοστό απασχόλησης, δηλαδή το ποσοστό των απασχολουμένων, σπάει επίσης ρεκόρ, παρά τη μικρή πτώση το τρίτο τρίμηνο του 2022: 69,5% τον Σεπτέμβριο του 2022 εντός της ευρωζώνης, δηλαδή 1, 8 μονάδες περισσότερες από τρία χρόνια πριν, πριν από την έξαρση του κορωνοϊού.«Μπορούμε να πούμε ότι πλησιάζουμε στην πλήρη απασχόληση», σχολιάζει η Γαλλίδα οικονομολόγος Φλοράνς Πιζανί, διευθύντρια οικονομικής έρευνας στο ινστιτούτο  Candriam. «Αν δούμε το ποσοστό απασχόλησης της ηλικιακής ομάδας 25-54 ετών, δηλαδή του πυρήνα του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας, είναι πολύ υψηλό στη Γερμανία (86%), αλλά αυτό ισχύει επίσης και στην υπόλοιπη ευρωζώνη όπου βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο (81,2%), υψηλότερο από το 2007, πριν από τη μεγάλη οικονομική κρίση». Όσον αφορά το ποσοστό απασχόλησης των ηλικιών 54-65 ετών, είναι πολύ χαμηλότερο, αλλά αυξάνεται σταθερά και έφτασε στο 62,9% στην ευρωζώνη και στο 73,8% στη Γερμανία.

Μείωση γεννήσεων και παραγωγικότητας

Όλοι οι δείκτες είναι πράσινοι, συμπεριλαμβανομένης της μακροχρόνιας ανεργίας και της υποαπασχόλησης, που και οι δύο έχουν πτωτική τάση. Το πρώτο στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη όμως είναι το δημογραφικό: Το 2021, ο πληθυσμός ηλικίας 15-64 ετών μειώθηκε κατά 0,6% στη ζώνη του ευρώ σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος και κατά 0,7% στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα έντονο στην Ιταλία και τη Σλοβενία ​​(–1,9%), αλλά και στην Πολωνία (–1,2%) και τη Γερμανία (–0,5%), ενώ δεν γλιτώνει η Γαλλία (–0,3%). «Τη δεκαετία του 1980, ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας αυξανόταν αρκετά απότομα, κατά 0,7 μονάδες κάθε χρόνο», εξηγεί ο Ερικ Χόγιερ. Για να μειωθεί το ποσοστό ανεργίας, ήταν επομένως τότε απαραίτητο να δημιουργηθούν ακόμη περισσότερες θέσεις εργασίας. Με έναν πληθυσμό που μειώνεται ή μένει στάσιμος, είναι πολύ πιο απλό: χρειαζόμαστε λιγότερες θέσεις εργασίας για να μειώσουμε την ανεργία».

Στο δημογραφικό πρόβλημα προστίθεται όμως μια πτωτική τάση στην αύξηση της παραγωγικότητας. Με άλλα λόγια, η ποσότητα εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας μειώνεται λιγότερο γρήγορα από πριν. Συνέπεια: χρειάζονται περισσότεροι άνθρωποι για να παράγουν περισσότερα. Τώρα χρειαζόμαστε λιγότερη ανάπτυξη για να αρχίσουμε να δημιουργούμε θέσεις εργασίας. «Χρειαζόμαστε δηλαδή λιγότερες θέσεις εργασίας για να μειώσουμε την ανεργία και χρειαζόμαστε λιγότερη ανάπτυξη για να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας»,λέει ο Χόγιερ. «Αυτό σημαίνει ότι, συνολικά, απαιτείται πολύ λιγότερη ανάπτυξη για να μειώσουμε την ανεργία. Και αυτό ισχύει για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. »Στην πραγματικότητα, η καλή απόδοση της αγοράς εργασίας έρχεται σε έντονη αντίθεση με εκείνη της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία παραμένει υποτονική στη ζώνη του ευρώ. Το ΑΕΠ της ευρωζώνης αυξήθηκε κατά μόλις 0,1% το τελευταίο τρίμηνο του 2022, μετά από ένα μικρό 0,3% το προηγούμενο τρίμηνο. Και οι περισσότεροι αναλυτές αναμένουν ότι η ανάπτυξη της ευρωζώνης θα μειωθεί στις αρχές του 2023. «Όταν η παραγωγικότητα όχι μόνο επιβραδύνεται, αλλά πέφτει, το αποτέλεσμα είναι ακόμα πιο επώδυνο», εξηγεί ο Ερικ Χόγιερ . Αυτό είναι που έχει δημιουργήσει πολλές θέσεις εργασίας τον τελευταίο καιρό, εξηγεί και οικονομολόγος Πατρίκ Αρτούς , διευθυντής έρευνας και μελετών στο Natixis: «Η μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας έχει το πλεονέκτημα ότι οι μεγάλες εταιρείες δημιουργούν πολλές θέσεις εργασίας για να την αντισταθμίσουν. Αυτό είναι ακόμη πιο θετικό καθώς είναι το ποσοστό ανεργίας των ατόμων με τα λιγότερα προσόντα που μειώνεται περισσότερο. Αλλά και το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων με τα λιγότερα προσόντα που αυξάνεται περισσότερο, όταν δημιουργούνται πολλές  θέσεις εργασίας».

Αύξηση ανεργίας το 2023

«Αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι βιώσιμο, προειδοποιεί Χόγιερ. Δεν μπορούμε να μείνουμε πολύ καιρό με αρνητικούς δείκτες παραγωγικότητας, θα επιστρέψουμε σε θετικό πρόσημο, ίσως χαμηλότερο από ό,τι πριν από την κρίση, αλλά και πάλι θα υπάρχει αύξηση στο επίπεδο της παραγωγικότητας». Για αυτόν τον λόγο, ειδικότερα, η OFCE αναμένει επιστροφή στην αυξανόμενη ανεργία το 2023, σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες.

Η Φλοράνς Πιζανί αναμένει επίσης μελλοντική επιβράδυνση στη δημιουργία θέσεων εργασίας στην ευρωζώνη, η οποία θα επηρεαστεί και  από την πιο περιοριστική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: «Παραμένουν ισχυρές μακροοικονομικές αβεβαιότητες, κοινές σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, όπως ο πληθωρισμός, η εξέλιξη του κόστους των πρώτων υλών, το εθνικό και παγκόσμιο ΑΕΠ», εξηγεί η Κριστίνα Ταγιάνι. Το μεγαλύτερο πρόβλημα παραμένει η δημογραφική πτώση, η οποία έχει άμεσες επιπτώσεις στην αγορά εργασίας».

Στη Γερμανία, ο αριθμός των ατόμων που θα είναι διαθέσιμα στην αγορά εργασίας θα μειώνεται κατά περισσότερα από επτά εκατομμύρια έως το 2035. Στη Γαλλία, σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις του ινστιτούτου INSEE, ο ενεργός πληθυσμός θα αυξηθεί πιο αργά τις επόμενες δύο δεκαετίες, πριν αρχίσει να μειώνεται απότομα από το 2040, αλλά για δημογραφικούς λόγους», επιβεβαιώνει ο Χόγιερ και προσθέτει: «Γι’ αυτό θα χρειαστούν μεταρρυθμίσεις του συνταξιοδοτικού συστήματος στην Ευρώπη»