Κρίσεις, δυσοίωνες προβλέψεις για την ανάπτυξη, ανάγκη για μεταρρυθμίσεις: Σε ένα φορτισμένο κλίμα ξεκινούν την Μεγάλη Πέμπτη στην Ουάσιγκτον οι εαρινές συνεδριάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, μετά τη δημοσίευση των αρνητικών εκτιμήσεων για την παγκόσμια οικονομία.
Πρόκειται για δύο κρίσιμες συναντήσεις, καθώς αυξάνονται οι εκκλήσεις για μεταρρύθμιση της αρχιτεκτονικής της παγκόσμιας οικονομίας, προκειμένου να ανταποκριθεί καλύτερα στις μεγάλες προκλήσεις: Από την κρίση χρέους ως την υπερθέρμανση του πλανήτη και την κλιματική αλλαγή.
Αυτά τα θέματα θα είναι μεταξύ των βασικών στην ατζέντα των δύο εαρινών συναντήσεων. Στην ημερήσια διάταξη θα είναι πάντως και πολλά άλλα σημεία ανησυχίας, ξεκινώντας από τους κινδύνους αποσταθεροποίησης του χρηματοπιστωτικού τομέα, εάν η αντιμετώπιση του πληθωρισμού ωθήσει τις Κεντρικές Τράπεζες να αυξήσουν κι άλλο τα επιτόκιά τους.
Παγκόσμια Τράπεζα: Υπέρ των αλλαγών για την αναδιάρθρωση του χρέους
«Η μείωση του πληθωρισμού παραμένει η βασική προτεραιότητα», τόνισε η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, προσθέτοντας ότι οι Κεντρικές Τράπεζες «πρέπει να κάνουν περισσότερα για να εγγυηθούν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα».
«Οι Κεντρικές Τράπεζες βρίσκονται παγιδευμένες μεταξύ της καταπολέμησης του πληθωρισμού και της καταπολέμησης της κρίσης, αλλά η αύξηση των επιτοκίων θα βυθίσει τον κόσμο σε μια νέα οικονομική κρίση», προειδοποιεί η γερμανική Hansdelsblatt. «Η αύξηση των επιτοκίων απειλεί να προκαλέσει κατάρρευση τραπεζών, θα υπονομεύσει κρατικούς προϋπολογισμούς και τις αγορές ακινήτων»
Κρίση χρέους
Η άλλη συνέπεια αυτής της αύξησης των επιτοκίων είναι ότι όλο και περισσότερες χώρες χαμηλού εισοδήματος πλησιάζουν τον κίνδυνο να βυθιστούν σε μια κρίση χρέους. Αυτό ισχύει ήδη για το 15% των φτωχότερων χωρών, τόνισε η Γενική Διευθύντρια του ΔΝΤ, ενώ το 40% των υπολοίπων είναι κοντά σε αυτήν την κατάσταση. Για να αντιμετωπίσουν την επαπειλούμενη κρίση χρέους, ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζας θα χρειαστούν περισσότερα μέσα. Κάτι που οι διοικήσεις των δύο οργανισμών θα προσπαθήσουν να υπενθυμίσουν στους εκπροσώπους των κρατών τις επόμενες ημέρες, εάν θέλουν να αποφύγουν ένα ακόμη πιο βαρύ οικονομικό κλίμα.
Σε συνέντευξή της στο Γαλλικό Πρακτορείο, η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν εξέφρασε την ανάγκη για «μια μεταρρύθμιση των δύο οργανισμών», ιδίως της Παγκόσμιας Τράπεζας και των θυγατρικών της, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι πανδημίες και η κλιματική αλλαγή».
Κλιματική κρίση
Οι εαρινές συναντήσεις του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας πραγματοποιούνται άλλωστε τέσσερις μήνες μετά την παρουσίαση, στη σύνοδο COP27 για το κλίμα στο Σαρμ ελ Σέιχ ,της πρωτοβουλίας «Bridgetown» υπό την ηγεσία του Πρωθυπουργού των Μπαρμπέιντος, για την απελευθέρωση κεφαλαίων. Αλλά και δύο μήνες πριν από τη σύνοδο κορυφής στο Παρίσι για ένα «νέο παγκόσμιο οικονομικό σύμφωνο», αυτές οι ανοιξιάτικες συναντήσεις θα είναι μια ευκαιρία για τους δύο οργανισμούς που γεννήθηκαν το 1944, να κάνουν κάτι αποτελεσματικό για να ανταποκριθούν σε ορισμένες από τις μεγάλες προκλήσεις.
Το ΔΝΤ προβλέπει πάντως ότι η παγκόσμια ανάπτυξη δεν θα υπερβεί το 3% κατά μέσο όρο ετησίως έως το 2028 -κάτι που όπως υπενθύμισε η επικεφαλής Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, είναι «η πιο αδύναμη μεσοπρόθεσμη προοπτική μας από το 1990».
Η Παγκόσμια Τράπεζα ήταν ακόμη πιο αρνητική, αναμένοντας ετήσια παγκόσμια ανάπτυξη 2,2% κατά μέσο όρο έως το 2030, κάνοντας λόγο για την πιο «αδύναμη δεκαετία» εδώ και περισσότερα από 40 χρόνια.
«Βιτρίνα» τα 50 δισ.
Η Παγκόσμια Τράπεζα ετοιμάζεται να απελευθερώσει πενήντα δισεκατομμύρια δολάρια σε πρόσθετα δάνεια μέσα σε δέκα χρόνια για την βιώσιμη ανάπτυξη των λιγότερο ανεπτυγμένων και πιο ευάλωτων χωρών. «Είμαστε ακόμη πολύ μακριά», λέει ο Σεμπάστιαν Τρεβερ, διευθυντής του Ινστιτούτου Βιώσιμης Ανάπτυξης και Διεθνών Σχέσεων (IDDRI).
«Οι ανάγκες των χωρών αυτών φτάνουν το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως. Δεν πρόκειται φυσικά για δαπάνες της Παγκόσμιας Τράπεζας που θα καλύψουν το τεράστιο αυτό κονδύλι. Αυτό ούτως ή άλλως είναι αδύνατο. Στόχος είναι τα χρήματα της Τράπεζας να χρησιμοποιηθούν ως μόχλευση για την κινητοποίηση και των ιδιωτών επενδυτών», επισημαίνει ο Τρέβερ.
Η Oxfam εκτιμά ότι οι ανάγκες για βιώσιμη ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων χωρών, ανέρχονται σε 27 τρισεκατομμύρια δολάρια έως το 2030 . Μόνο για την κλιματική κρίση , θα χρειαστούν 19 τρισεκατομμύρια. Σύμφωνα με τον Λουί –Νικολά Ζαντό, εκπρόσωπο της Oxfam Γαλλίας, τα 50 δισεκατομμύρια που θα μπορούσε να διαθέσει η Παγκόσμια Τράπεζα, « είναι η μόνο η βιτρίνα. Ζητάμε τη δυνατότητα υλοποίησης ανταλλαγής χρεών για το κλίμα. Οι πλούσιες χώρες θα μπορούσαν να δανειστούν 11 τρισεκατομμύρια στις χρηματοπιστωτικές αγορές για να τα επιστρέψουν στις αναπτυσσόμενες χώρες, ώστε να μπορέσουν να εφαρμόσουν προγράμματα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής », υποστηρίζει ο Ζαντό.
«Σήμερα, οι πλούσιες χώρες, δεν έχουν τηρήσει την υπόσχεσή τους που είχαν δώσει πριν από 50 χρόνια. «Η οικολογική μετάβαση των χωρών χαμηλού εισοδήματος θα απαιτήσει τουλάχιστον 1.000 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως τα επόμενα χρόνια, υπενθύμισε η Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα. Αυτό θα απαιτήσει «τα πλουσιότερα μέλη μας να βοηθήσουν να καλυφθούν τα κενά», πρόσθεσε η επικεφαλής του ΔΝΤ.