Ταράζουν την διεθνή αγορά πετρελαίου οι περικοπές στην ημερήσια παραγωγή από τον Μάιο που αποφάσισαν οι χώρες του ΟΠΕΚ+ . Η προσφορά μαύρου χρυσού γίνεται μικρότερη , οι τιμές ήδη αυξάνονται κατακόρυφα. Τι μπορούν να περιμένουν οι καταναλωτές τώρα; Με χρονική υστέρηση, η αύξηση των τιμών του πετρελαίου στην παγκόσμια αγορά αναμένεται να ανεβάσει τις τιμές των καυσίμων στα πρατήρια.
Μετά την ανακοίνωση του ΟΠΕΚ+ το Σαββατοκύριακο, οι τιμές του πετρελαίου της Βόρειας Θάλασσας και στις ΗΠΑ αυξήθηκαν περισσότερο από 4 δολάρια το βαρέλι. Το άλμα των τιμών έως και 8% ήταν το ισχυρότερο σε περίπου ένα χρόνο.
Στην περίπτωση του πετρελαίου θέρμανσης, από την άλλη, οι καταναλωτές βοηθούνται από το τέλος της περιόδου θέρμανσης που πλησιάζει. Πολλοί ιδιοκτήτες μπορούν να περιμένουν μέχρι να μειωθούν οι τιμές του πετρελαίου πριν γεμίσουν τις δεξαμενές πετρελαίου θέρμανσης. Χωρίς αμφιβολία, η πολιτική του ΟΠΕΚ+ στοχεύει σε υψηλότερες τιμές στην παγκόσμια αγορά και, κατά συνέπεια, σε υψηλότερο κόστος για τους καταναλωτές στις δυτικές βιομηχανικές χώρες.
Σύμφωνα με παρατηρητές της αγοράς, η απόφαση των χωρών του ΟΠΕΚ+ έπιασε τους επενδυτές εντελώς απροετοίμαστους. «Αρκετοί παρατηρητές της αγοράς μπορεί να σκέφτηκαν αρχικά για ένα καθυστερημένο πρωταπριλιάτικο αστείο», σχολίασε ο ειδικός στα εμπορεύματα Κάρστεν Φριτς από την Commerzbank. Οι τιμές συνέχισαν να ανεβαίνουν σήμερα – αν και με πολύ πιο αργό ρυθμό από ό,τι στην αρχή της εβδομάδας.
Επιπτώσεις και για τις χώρες του πετρελαιου
Ωστόσο, η πολιτική μείωσης της παραγωγής αποτελεί κίνδυνο και για τα πετρελαϊκά κράτη: όσο υψηλότερες είναι οι τιμές των καυσίμων και του πετρελαίου θέρμανσης, τόσο πιο ελκυστικές θα γίνονται οι εναλλακτικές λύσεις όπως τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και οι αντλίες θερμότητας.
Οκτώ χώρες του ΟΠΕΚ+ ανακοίνωσαν θέλουν να μειώσουν την παραγωγή πετρελαίου τους από τον Μάιο και να διατηρήσουν τον όγκο παραγωγής σε χαμηλότερο επίπεδο μέχρι το τέλος του έτους.
Η Σαουδική Αραβία, η κορυφαία χώρα του ΟΠΕΚ, ανακοίνωσε ότι θα μειώσει την παραγωγή πετρελαίου της κατά 500.000 βαρέλια την ημέρα. Σημαντική είναι και η μείωση της παραγωγής του Ιράκ (211.000 βαρέλια) την ημέρα.
Οι άλλες χώρες που συμμετέχουν στη μείωση ,αντιπροσωπεύουν σημαντικά μικρότερες ποσότητες.
Η Ρωσία, μέλος του ΟΠΕΚ+, θέλει επίσης να ακολουθήσει τη μείωση της παραγωγής.Η υφιστάμενη περικοπή της ρωσικής ημερήσιας παραγωγής κατά 500.000 βαρέλια τέθηκε σε ισχύ τον Μάρτιο και υποτίθεται ότι θα έληγε στα τέλη Ιουνίου , αλλά θα παραταθεί μέχρι το τέλος του έτους. Αν αθροιστούν όλα τα μέτρα που έχουν αποφασιστεί, ο όγκος παραγωγής των χωρών του ΟΠΕΚ+ θα μειωθεί συνολικά κατά 1,66 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, από τον Ιούλιο.
Γιατί γίνεται η μείωση;
Γιατί τα κράτη περιορίζουν την παραγωγή; Ένας από τους κύριους λόγους είναι ότι ανησυχούν για τις τιμές: Σε σύγκριση με το περασμένο καλοκαίρι, το πετρέλαιο είναι πολύ φθηνότερο για τις βιομηχανικές χώρες. Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ είπε ότι η απόφαση στοχεύει στη διατήρηση των τιμών σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο.
Αλλά αν η οικονομία της Κίνας επιταχύνει ξανά μετά το τέλος των σκληρών μέτρων για τον κορωνοϊό και η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία λειτουργήσει περισσότερο ως παγκόσμια οικονομική μηχανή, οι ανησυχίες για την παγκόσμια οικονομία θα αυξηθούν.
Οι συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία, οι μεγάλες αυξήσεις των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες και, τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, οι φόβοι μιας νέας τραπεζικής κρίσης τροφοδότησαν ήδη φόβους για ύφεση. Μια οικονομική επιβράδυνση θα περιόριζε τη ζήτηση για αργό πετρέλαιο και συνεπώς θα μείωνε τις τιμές του πετρελαίου.
Ανεβαίνει ξανά ο πληθωρισμός
Ο περιορισμός της παραγωγής και η σχετική άνοδος των τιμών του πετρελαίου δυσχεραίνουν τον αγώνα των κεντρικών τραπεζών ενάντια στον πληθωρισμό. Σημαντικές κεντρικές τράπεζες όπως η ΕΚΤ και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχουν αυξήσει τα επιτόκια εδώ και μήνες προκειμένου να θέσουν υπό έλεγχο τον υψηλό πληθωρισμό.
Ο Αμερικανός κεντρικός τραπεζίτης Τζέιμς Μπούλαρντ παραδεχτηκε ότι η μείωση της παραγωγής δεν θα διευκόλυνε τη δουλειά της Fed. Ωστόσο, δεν είναι ακόμη σαφές εάν η απόφαση του ΟΠΕΚ+ θα έχει μόνιμη επίδραση στις τιμές καταναλωτή – ειδικά επειδή οι τιμές της ενέργειας έχουν χάσει βάρος στην εξέλιξη του γενικού πληθωρισμού. Στο μεταξύ, μεγαλύτερο μερίδιο έχουν οι τιμές των υπηρεσιών και των τροφίμων. Ως εκ τούτου, το ενεργειακό κόστος είναι πιθανό να τεθεί σε δεύτερη μοίρα στις μελλοντικές αποφάσεις επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες.