«Η προσωπική μου άποψη είναι ότι η περίοδος των αρνητικών επιτοκίων έχει τελειώσει, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα», τονίζει ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουίς ντε Γκίντος, σε συνέντευξή του στο Business Post.
Σύμφωνα με τον Ισπανό αντιπρόεδρο της ΕΚΤ, γεγονότα όπως η χρεοκοπία της αμερικανικής SVB και η εξαγορά της Credit Suisse από την UBS, αυξάνουν την αβεβαιότητα σχετικά με το τι πρέπει να εξετάσει η ΕΚΤ. «Έχουμε την εντύπωση ότι τα γεγονότα αυτά θα οδηγήσουν σε πρόσθετη αυστηροποίηση των νομισματικών κανόνων στη ζώνη του ευρώ», τόνισε ο Λουίς ντε Γκίντος.
Μετά την αύξηση των 50 μονάδων βάσης τον Μάρτιο, εξήγησε ο Ισπανός τραπεζίτης, «υπάρχει πλέον αυτό το πρόσθετο στοιχείο αβεβαιότητας που απορρέει από τα προβλήματα του χρηματοπιστωτικού τομέα στις ΗΠΑ και την Ελβετία. Θα υιοθετήσουμε μια προσέγγιση όπου οι αποφάσεις θα λαμβάνονται από συνεδρίαση σε συνεδρίαση. Δεν θα δεσμευτούμε προληπτικά για καμία ενέργεια».
«Τις επόμενες εβδομάδες και μήνες πρέπει να αξιολογήσουμε εάν θα οδηγήσουν σε περαιτέρω αυστηροποίηση των συνθηκών χρηματοδότησης», είπε ο Ισπανός κεντρικός τραπεζίτης. Στόχος, στο μέτωπο των τιμών, είναι «η έγκαιρη επιστροφή στον πληθωρισμό 2%. Ξέρουμε ότι δεν μπορεί να είναι αύριο, αλλά πρέπει να είναι εντός του ορίζοντα πρόβλεψής μας, που είναι μια περίοδος δύο ετών»
Ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ σημείωσε ότι υπάρχουν συγκεκριμένες και διαφορετικές αιτίες που προκάλεσαν την κρίση της Credit Suisse και των αμερικανικών τραπεζών. «Συνολικά, η κατάσταση στο τραπεζικό σύστημα της ζώνης του ευρώ όσον αφορά τη ρευστότητα, τα κεφάλαια και την εποπτεία είναι πολύ καλύτερη από ό,τι πριν από 10 χρόνια. Ως εκ τούτου, πιστεύουμε ότι ο κλάδος στο σύνολό του είναι ανθεκτικός, σταθερός και ασφαλής. Αλλά δεν πρέπει να εφησυχάζουμε», τόνισε ο ντε Γκίντος.
Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι ζωτικής σημασίας και η ΕΚΤ την παρακολουθεί στενά. «Τα εργαλεία ενίσχυσης της ρευστότητας στην εργαλειοθήκη μας είναι έτοιμα να χρησιμοποιηθούν ξανά. Τα εργαλεία είναι διαθέσιμα εάν παραστεί ανάγκη”, δήλωσε ο Αντιπρόεδρος της ΕΚΤ.