Η Deutsche Bank δεν μοιάζει ούτε με την Credit Suisse ούτε με τη Silicon Valley Bank. Θα μπορούσε όμως να αποδειχθεί εξίσου ευάλωτη; Αυτό είναι το ερώτημα που θέτουν οι αγορές και επιχειρούν να απαντήσουν οι αναλυτές.
Με μία μικρή βουτιά λίγο πάνω από 10%, όπως αυτή που βίωσε η Deutsche Bank σήμερα, η οποία στη συνέχεια ακολουθήθηκε από ελεύθερη πτώση των μετοχών τους, είχε γραφτεί η αρχή του τέλους τόσο για την αμερικανική πιστώτρια των startups όσο και για τη δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας. Η Deutsche Bank θα μπορούσε να είναι στο επίκεντρο για τον ίδιο λόγο που ήταν η Credit Suisse μέχρι τη διάσωσή της από την UBS το περασμένο Σαββατοκύριακο: Οι επενδυτές αναρωτιούνται ποιο είναι το επόμενο θύμα της νέας κανονικότητας: μίας κανονικότητας διαρκούς αναταραχής.
Τα CDS της Deutsche Bank -το κόστος ασφάλισης έναντι της χρεοκοπίας της- εκτινάχθηκαν σε επίπεδα που είχαμε να δούμε από την έναρξη της πανδημίας Covid-19. Ακολούθησαν οι ρευστοποιήσεις των μετοχών. Αυτό, σημειώνει σε ανάλυσή της η Wall Street Journal, έχει μία λογική με έναν κυκλικό τρόπο: οι ανήσυχοι πιστωτές αυξάνουν το κόστος χρηματοδότησης της Deutsche Bank και κάνουν τους αντισυμβαλλομένους της επενδυτικής τραπεζικής πιο απρόθυμους να το αντιμετωπίσουν. Δεν έχουμε να κάνουμε με εκροές καταθέσεων όπως στην SVB ή περιουσιακών στοιχείων όπως στην Credit Suisse. Παρόλα αυτό ο φαύλος κύκλος που άνοιξε μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνος για τη Deutsche Bank.
Deutsche Bank: Πώς ο γερμανικός γίγαντας έγινε ο νέος στόχος των αγορών
Τα AT-1 και οι τραπεζικές μετοχές
Ένας σχετικός παράγοντας είναι η αγορά των ομολόγων bail-in, γνωστών ως AT1. Τα AT1 της Credit Suisse είδαν την αξία τους να μηδενίζεται στον γάμο σωτηρίας, που οργάνωσαν οι ρυθμιστικές αρχές με τη UBS. Μετά την εξέλιξη αυτή και παρά τις διαβεβαιώσεις ρυθμιστικών αρχών ότι στην Ε.Ε. δεν θα συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο, οι τίτλοι σε όλο τον κλάδο έχουν υποβαθμιστεί, γεγονός που συνεπάγεται υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης για τις τράπεζες στο μέλλον.
Για αυτό και βρίσκονται στο στόχαστρο συνολικά οι τραπεζικές μετοχές. Οι μετοχές των Barclays και BNP Paribas υποχώρησαν έκαστη περίπου 5% σήμερα. Η Deutsche Bank προσφέρθηκε να εξαγοράσει ένα junior ομόλογο την Παρασκευή στην ονομαστική αξία σε μια προφανή προσπάθεια να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Αυτό που δεν μπορούν να καταλάβουν αρκετοί αναλυτές είναι το πώς μία τράπεζα, η οποία έχει καταγράψει 10 συνεχόμενα τρίμηνα κερδών και διαθέτει ισχυρούς δείκτες κεφαλαίου και φερεγγυότητας, έγινε ο νέος στόχος των αγορών.
Τα στηρίγματα
Ίσως αυτό να έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο κορυφαίος πιστωτικός οργανισμός της Γερμανίας πριν από όχι και τόσο πολλά χρόνια ήταν ο μεγάλος ασθενής της ευρωπαϊκής τραπεζικής. Σήμερα ωστόσο είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Τα καθαρά κέρδη ύψους 6,1 δισ. δολαρίων πέρυσι ήταν η καλύτερη επίδοσή του από το 2007 και ήρθαν σε πλήρη αντίθεση με σχεδόν 8 δισεκατομμύρια δολάρια σε καθαρές ζημίες της Credit Suisse.
Επιπλέον η Deutsche Bank, που ταλαιπωρήθηκε επί χρόνια από τα αρνητικά επιτόκια, επωφελείται από την αύξηση των επιτοκίων. Τα καθαρά έσοδα από τόκους -το χάσμα μεταξύ των χρημάτων που κερδίζει από τον δανεισμό και του κόστους πληρωμής των καταθετών- αυξήθηκαν 39% πέρυσι στο τμήμα εταιρικών δανειοδοτήσεων.
Η Deutsche Bank υποβλήθηκε σε αναδιάρθρωση πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ τα τελευταία χρόνια με στόχο τη μείωση του κόστους και τη βελτίωση της κερδοφορίας.
Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας CET1 διαμορφώθηκε στο 13,4% στο τέλος του 2022, ενώ ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας ήταν 142% και ο καθαρός δείκτης σταθερής χρηματοδότησής της διαμορφώθηκε στο 119%. Αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας σχετικά με τη φερεγγυότητα ή τη ρευστότητα της τράπεζας.
Οι αδυναμίες
Αλλά και η Deutsche Bank δεν είναι απολύτως υγιής. Ο λόγος κόστους προς κέρδη ήταν στο 75% το 2022, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν κοντά στο 61%. Ο «πυρήνας» δραστηριοτήτων της Deutsche Bank φαίνεται ισχυρός, αλλά οι αριθμοί της σύρονται προς τα κάτω από τη «μονάδα αποδέσμευσης κεφαλαίου» – την κακή τράπεζα που δημιούργησε το 2019 για να κλείσει ανεπιθύμητα περιουσιακά στοιχεία- προκαλούν πονοκέφαλο. Η μόχλευση της, όπως μετράται με το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων έναντι των ιδίων κεφαλαίων, είναι επίσης σε υψηλά επίπεδα.
Και ο φόβος του… φόβου
Αυτές οι αδυναμίες οδήγησαν σε μια επίμονη μείωση της τιμής των μετοχών. Μετά τις κινήσεις της Παρασκευής, η μετοχή διαπραγματεύεται για μόλις το 30% της υλικής λογιστικής της αξίας, σε σύγκριση με 44% και 61% για την Barclays και την BNP Paribas, αντίστοιχα. «Σε έναν τομέα όπου μια νευρική αγορά μπορεί να μετατρέψει μια χαμηλή αποτίμηση σε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, τα παλιά προβλήματα της Deutsche Bank επιστρέφουν για να την στοιχειώσουν» σχολιάζει η WSJ και καταλήγει, αναφερόμενη στο πόσο ισχυρή μπορεί να είναι η αρνητική ψυχολογία στις αγορές: «Η Deutsche Bank αυτές τις μέρες μπορεί να μην φοβάται πολλά, πέρα από τον φόβο αυτόν καθεαυτό».