Η συμφωνία ανάμεσα στους δύο πυλώνες του ελβετικού τραπεζικού συστήματος, UBS και Credit Suisse, δεν αφορά μόνο την Ελβετία ή την Ευρώπη. Σε παγκόσμιο επίπεδο ξύπνησε μνήμες από τις τραπεζικές διασώσεις του 2008, αλλά και έδωσε μία πρώτη γεύση του τι συμβαίνει όταν μία συστημική τράπεζα διεθνούς εμβέλειας φτάνει στο χείλος του γκρεμού στη σημερινή εποχή. Αυτό που ζούμε σήμερα δεν είναι μία κρίση πιστωτικής ασφυξίας, όπως εκείνη που λύγισε το σύστημα προ 15 ετών. Είναι μία νέου είδους κρίση που απαιτεί και διαφορετικούς χειρισμούς.
Στα τέλη της περασμένης εβδομάδας η Credit Suisse είχε χρηματιστηριακή αξία 8 δισ. δολαρίων και απτή λογιστική αξία 45 δισ. δολαρίων. 571 δισ. δολάρια το συνολικό ενεργητικό μείον 522 οι υποχρεώσεις και 4 δισ. τα άυλα στοιχεία. «Το μέγεθος της απτής λογιστικής αξίας, που οι επενδυτές χρησιμοποιούν ως μέτρο της αξίας μίας τράπεζας ακόμη και όταν η μετοχή της δέχεται επίθεση, δεν είναι και τόσο “απτό” τελικά αν κρίνουμε από τη συμφωνία» σχολιάζει σήμερα η Wall Street Journal. Πράγματι η UBS εξαγοράζει την ανταγωνίστριά της σε λιγότερο από το ήμισυ της κεφαλαιοποίησής της και μόλις στο 7% της λογιστικής αξίας. Και παρόλα αυτά δεν έλεγε το οριστικό «ναι» για τον γάμο της με την Credit Suisse, αν το κράτος δεν παρείχε εγγυήσεις 9 δισ. δολαριών και η κεντρική τράπεζα δεν έσπευδε να επισημάνει ότι μπορεί να της διαθέσει ρευστότητα έως και 100 δισ. δολαρίων.
Ένα άλλο μάθημα της συμφωνίας είναι πως τα ομόλογα θα μπορούσαν να αποδειχθούν πιο ριψοκίνδυνα από τις μετοχές – κάτι που ανατρέπει την παραδοσιακή χρηματοοικονομική ιεραρχία. Αν και οι μέτοχοι της Credit Suisse θα λάβουν έστω ένα μικρό μέρος της αξίας των τίτλων τους, οι κάτοχοι των ομολόγων ΑΤ1 χάνουν τα πάντα. Το αποτέλεσμα ήταν οι επενδυτές να γυρίσουν σήμερα την πλάτη στα συγκεκριμένα ομόλογα που αποτελούν βασικό συστατικό των bail -ins.
Ένα τρίτο μάθημα είναι πως σε αντίθεση με το 2008, στο νέο αυτό είδος κρίσης που αντιμετωπίζουμε σήμερα η κατάρρευση μίας τράπεζας λειτουργεί ως ιός που μπορεί να μολύνει μία άλλη τράπεζα ακόμη και εάν αυτή έχει πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά και προβλήματα. Η Silicon Valley Bank – με την κατάρρευση της οποίας ξεκίνησαν όλα – και η Credit Suisse δεν «μοιράζονταν» κάποια έκθεση σε επικίνδυνα σύνθετα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και τιτλοποιήσεις, ούτε ακολούθησαν ποτέ παρόμοια πορεία. Η αμερικανική τράπεζα που δάνειζε τις τεχνολογικές startups της Σίλικον Βάλεϊ κάηκε από την επιλογή της να επενδύσει μεγάλο μέρος των καταθέσεών της σε αμερικανικά κρατικά ομόλογα, οι τιμές των οποίων έκαναν βουτιά όταν άρχισαν οι επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων. Η ελβετική τράπεζα ταλανιζόταν από σκάνδαλα και νομικές περιπέτειες επί χρόνια και πάλευε να ανακτήσει πελάτες που την είχαν εγκαταλείψει, αποσύροντας μαζικά κεφάλαια τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 2021. Εμφάνισε μεγάλες ετήσιες ζημιές, αλλά δεν είχε πρόβλημα ρευστότητας. Όταν η SVB κατέρρευσε και ο ιός του πανικού “ξέφυγε”, ένα «όχι» του μεγαλύτερου μετόχου της Credit Suisse στο ενδεχόμενο νέας κεφαλαιακής ένεσης ήταν αρκετό να πυροδοτήσει και πρόβλημα ρευστότητας. Σύμφωνα με στοιχεία της WSJ την περασμένη εβδομάδα η τράπεζα είχε εκροές 10 δισ. δολαριών ημερησίως.
Η έκταση των εκροών μας οδηγεί στο τέταρτο μάθημα και αυτό είναι κοινό για όλες τις τράπεζες. Το digital banking καθιστά πολύ πιο εύκολο και γρήγορο το να αποσύρουν τα χρήματά τους οι πελάτες από μία τράπεζα, στην οποία έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους. Στην περίπτωση της SVB απέσυραν 42 δισ. δολάρια σε 36 ώρες.
Και τώρα τι;
Τώρα μαζί με τη νέου τύπου τραπεζική κρίση βλέπουμε να επιστρέφουν και τα σενάρια της ύφεσης. Τα είχαμε εν πολλοίς ξεχάσει, αφού η παγκόσμια οικονομία είχε αποδειχθεί πιο ανθεκτική των εκτιμήσεων στην ενεργειακή κρίση. Τώρα οι τιμές ενέργειας δεν απασχολούν κανέναν. Μάλιστα το πετρέλαιο βυθίζεται κοντά στα 70 δολάρια το βαρέλι, αφού ακριβώς οι φόβοι της ύφεσης ενισχύονται. Είναι τα τραπεζικά σοκ, αλλά και η επιμονή των κεντρικών τραπεζών στις επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων οι παράγοντες, που θα μπορούσαν να ασκήσουν σοβαρή πίεση στην πραγματική οικονομία.
Morgan Stanley: «Κάθε κύκλος αύξησης των επιτοκίων τα τελευταία 70 χρόνια έχει καταλήξει σε ύφεση»
Τα ξαφνικά σοκ οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε ύφεση, προειδοποιούν αναλυτές. Το ζήσαμε με την εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ το 1990, με τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου το 2001, την κατάρρευση της Lehman Brother το 2008 και την πανδημία του Covid το 2020. Στις τρεις πρώτες περιπτώσεις, όπως σημείωνουν αναλυτές στη WSJ, η οικονομία ήδη αδύναμη και το σοκ ήταν αυτό που έδινε το τελειωτικό χτύπημα. Η Goldman Sachs πρόσφατα αναβάθμισε τις πιθανότητες της ύφεσης σε 35% από 25%. Μετά και το σοκ της Credit Suisse ίσως έχουν αυξηθεί κι άλλο.