Η λέξη «σχέδιο διάσωσης», το περιβόητο «bailout», ήταν μία «κατάρα» για την οποία κανείς δεν ήθελε να ακούει μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Τράπεζες και εταιρείες έσπευδαν σε κάθε στιγμή να πίεσης να διαβεβαιώσουν πως δεν θα χρειαστούν ποτέ κάτι τέτοιο και η κοινή γνώμη κάθε φορά που άκουγε για την προοπτική του εξοργιζόταν στη σκέψη πως οι σανίδες αυτές σωτηρίας χορηγούνται με χρήματα φορολογουμένων και μάλιστα μόνο σε λίγους και εκλεκτούς: σε κολοσσούς η κατάρρευση των οποίων θα ήταν απειλή για το σύστημα.
Μέχρι και χθες η Credit Suisse διαβεβαίωνε πως δεν θα ζητήσει ποτέ bailout. Η παροχή φθηνών δανείων έως 50 δισ. φράγκων από την ελβετική κεντρική τράπεζα, όμως, μπορεί να μην αποτελεί απευθείας κρατική κεφαλαιακή ένεση, αλλά είναι αναμφίβολα κάποιας μορφής σχέδιο διάσωσης. Το ίδιο και η ασφάλιση του 100% των καταθέσεων των Silicon Valley Bank και Signature Bank. Δεν απέφυγαν την πτώχευση οι δύο περιφερειακές τράπεζες, αλλά οι καταθέτες δεν χάνουν τα χρήματά τους και οι ρυθμιστικές αρχές που τις έχουν υπό τον έλεγχό τους αναζητούν αγοραστές για να διατηρήσουν τη λειτουργία τους. Η «κακιά λέξη» από B ακούγεται και πάλι στα δελτία ειδήσεων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, συνοδεύοντας την άλλη λέξη από το ίδιο γράμμα που πρωταγωνίστησε και το 2008: Banks (τράπεζες).
Μία «κακή» λέξη που πυροδοτεί αντισυστημικά αντανακλαστικά
Μαζί με τις αναφορές σε αυτές έρχονται και τα ερωτήματα για το εάν μία διάσωση είναι θεμιτή, αλλά και για το ποιους πρέπει μία κυβέρνηση ή μία κεντρική τράπεζα να προστατεύσει και ποιους να αφήσει χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Η συζήτηση αυτή είναι που επαναφέρει στο προσκήνιο και τα λεγόμενα «αντισυστημικά» αισθήματα και αντανακλαστικά.
«Ένα μέρος αυτού που συμβαίνει πηγάζει από την πεποίθηση ότι το σύστημα είναι στημένο υπέρ των ισχυρών και εναντίον των μικρών», εξηγεί στο CNN ο Τζέραλντ Έπστιν, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης Amherst και συνδιευθυντής του Ινστιτούτου Πολιτικής Οικονομίας του πανεπιστημίου. «Γι’ αυτό γίνεται τόση συζήτηση. Ο κόσμος έχει μία αίσθηση ότι επιστρέφουμε σε εκείνες τις λογικές».
Ένα από τα προβλήματα βεβαίως είναι πως δεν υπάρχει συγκεκριμένος ορισμός του bailout, δεν συμφωνούν όλοι στους όρους που πρέπει να πληρούνται ώστε να έχουμε μία διάσωση. Όταν η κατάρρευση ενός οργανισμού μπορεί να επιφέρει αλυσιδωτές σοβαρές αντιδράσεις, τότε σίγουρα οι αρχές εξετάζουν τη διάσωση. Για την κοινή γνώμη ωστόσο ο όρος ταυτίζεται με το σωσίβιο που παρέχεται ύστερα από μία απερίσκεπτη, ανεύθυνη συμπεριφορά, από ριψοκίνδυνα στοιχήματα, κακοδιαχείριση, ακόμη και απληστεία. Πολιτικά και κοινωνικά η λέξη παραμένει αρνητικά φορτισμένη. «Η διάσωση είναι μια βρώμικη λέξη. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι υπάρχει κάτι κακό ή άδικο σε αυτό», σχολιάζει ο Έπστιν. «Όταν οι ιδιοκτήτες κατοικιών στην Καλιφόρνια εξαφανίζονται από μια πυρκαγιά και η κυβέρνηση έρχεται να τους βοηθήσει, κανείς δεν το αποκαλεί αυτό διάσωση».
Credit Suisse: Πώς η τραπεζική καταιγίδα και τα «σωσίβια» επέστρεψαν στην Ευρώπη
Είναι bailout οι περιπτώσεις των SVB, Signature και Credit Suisse;
Οι διασώσεις της τελευταίας εβδομάδας είχαν μεγάλες διαφορές με εκείνες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Όταν Federal Reserve, FDIC και υπουργείο Οικονομικών στις ΗΠΑ ανακοίνωσαν την παρέμβασή τους την περασμένη Κυριακή, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έσπευσε να υπογραμμίσει: «Καμία ζημιά δεν θα βαρύνει τους φορολογούμενους. Επιτρέψτε μου να επαναλάβω ότι: Καμία απώλεια δεν θα βαρύνει τους φορολογούμενους. », Η διοίκηση αυτών των τραπεζών θα απολυθεί. Εάν η τράπεζα πουληθεί από τον FDIC σε αγοραστή, οι άνθρωποι που διευθύνουν την τράπεζα δεν θα πρέπει να εργάζονται πλέον εκεί». Οι φορολογούμενοι δεν θα πληρώσουν και οι υπαίτιοι θα «πληρώσουν», έστω και με την απόλυσή τους ήταν το μήνυμα που θέλησε να στείλει. Δεν συμφωνούν όλοι με αυτό. Οι Ρεπουμπλικάνοι έσπευσαν να δέσουν τον Μπάιντεν με προηγούμενα προγράμματα διάσωσης που χρηματοδοτήθηκαν από τους φορολογούμενους. «Ο Τζο Μπάιντεν προσποιείται ότι αυτό δεν είναι μια διάσωση. Είναι», είπε η Νίκι Χέιλι, πρώην κυβερνήτρια της Νότιας Καρολίνας και υποψήφια των Ρεπουμπλικάνων για την προεδρία του 2024.
Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Τι συνέβη τις τελευταίες ημέρες; Στις ΗΠΑ η κυβέρνηση -ο δανειστής της έσχατης ανάγκης- παρενέβη και έδωσε στους καταθέτες κάτι που δεν μπορούσαν να πάρουν από την αγορά. Κάτι παρόμοιο συνέβη και στην Ελβετία, στην περίπτωση της Credit Suisse, με τον ρόλο του δανειστή έσχατης ανάγκης να αναλαμβάνει η κεντρική τράπεζα. Αυτό είχαμε πράγματι να το δούμε από το 2008.