Θυμάστε τα σύνθετα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, τις ριψοκίνδυνες τιτλοποιήσεις που ήταν “δεμένες” με ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια υψηλού ρίσκου (supbrime mortages), τα cds και το κερδοσκοπικό παιχνίδι των hedge funds; Ήταν όλα συστατικά της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Μίας κρίσης που άρχισε με την κατάρρευση μίας χρηματιστηριακής εταιρείας, μόλυνε μικρές και μεγάλες τράπεζες, για να εξελιχθεί σε παγκόσμια πιστωτική ασφυξία και τελικά σε βαθιά ύφεση, που αντιμετωπίστηκε με «γενναία» δημοσιονομικά σχέδια τόνωσης και εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική.
Κατά κάποιον τρόπο οι ρίζες της σημερινής κρίσης, που έχει πυροδοτήσει η Silicon Valley Bank, βρίσκονται στο 2008. Οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές. Δεν έχουμε σύνθετα, ριψοκίνδυνα προϊόντα, ούτε παράγοντες που να γεννούν μεγάλους φόβους για διάχυση του κινδύνου από την Καλιφόρνια στον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά η εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική, που εφαρμόστηκε ως φάρμακο στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και διατηρήθηκε στη συνέχεια για πάνω από μία δεκαετία, καθώς ο πλανήτης αντιμετώπιζε τη μία κρίση μετά την άλλη, ήταν η παγίδα στην οποία έπεσε η αμερικανική πιστώτρια των τεχνολογικών startups.
Το στοίχημα των ομολόγων
Στις 10 Μαρτίου η SVB με 212 δισ. δολάρια ενεργητικό και 180 δισ. σε καταθέσεις κατέρρευσε από ένα… λάθος στοίχημα. Ένα στοίχημα που φαινόταν απολύτως ασφαλές. Οι περισσότεροι από τους καταθέτες της SVB ήταν τεχνολογικές startups της Bay Area tech με καταθετικούς λογαριασμούς δεκάδων ή και εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων, δηλαδή καταθέσεις που υπερέβαιναν κατά πολύ το εγγυημένο όριο των 250.000 δολαρίων. Το άφθονο αυτό ρευστό με το οποίο τροφοδοτούσαν οι πελάτες της τη Silicon Valley Bank, ήταν ο παράγοντας που την ώθησε να «φορτώσει» το χαρτοφυλάκιό της με αμερικανικά κρατικά ομόλογα- ένα ασφαλές στοιχείο ενεργητικού, του οποίου η τιμή κάλπαζε όσο τα επιτόκια της Fed και των άλλων μεγάλων κεντρικών τραπεζών παρέμεναν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Τι πήγε στραβά; Η SVB πόνταρε ότι τα επιτόκια θα συνεχίσουν να μένουν χαμηλά για πολύ ακόμη. Οι κεντρικές τράπεζες δεν της έκαναν τη χάρη. Η μάχη για τον πληθωρισμό μπήκε πάνω από όλα και οι αυξήσεις των επιτοκίων ήταν οι πιο επιθετικές των τελευταίων 40 ετών. Με το ποσοστό των ομολόγων να ανέρχεται στο 80% των καταθέσεων (την ώρα που για παράδειγμα το αντίστοιχο ποσοστό στις ελληνικές συστημικές τράπεζες είναι κοντά στο 15%), o μεγαλύτερος πιστωτής των startups λύγισε.
Δείχνει αυτό κάποια αδυναμία στο χρηματοπιστωτικό σύστημα; «Όχι» είναι η απάντηση του Economist. «Το γεγονός ότι οι μέτοχοι έχασαν τα πάντα και οι ομολογιούχοι θα εγγράψουν μεγάλες ζημίες δεν είναι αποτυχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Είναι αυτό που είναι λογικό να συμβαίνει όταν μία κακή επιχείρηση χρεοκοπεί».
Η αστοχία στην αρχιτεκτονική του συστήματος
Παρόλα αυτά υπάρχει ένα πρόβλημα στην αρχιτεκτονική του συστήματος, που δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει. Η χρεοκοπία της «κακής επιχείρησης» πάγωσε τα κεφάλαια εκατοντάδων άλλων εταιρειών (η Roku, κολοσσός του streaming είχε για παράδειγμα καταθέσεις σχεδόν 500 εκατ. δολαρίων στην SVB), με αποτέλεσμα να υπάρξουν ανησυχίες για μαζικές απολύσεις ή και ντόμινο πτωχεύσεων. Και οι αμερικανικές αρχές φοβήθηκαν ξεκάθαρα και κάτι επιπλέον: πως οι πολίτες θα έχουν την εμπιστοσύνη τους και σε άλλες τράπεζες, αποσύροντας μαζικά καταθέσεις και οδηγώντας στον γκρεμό και άλλα πιστωτικά ιδρύματα. Για αυτό και αποφάσισαν να διασφαλίσουν το σύνολο των καταθέσεων, κρίνοντας ότι η 16η μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας αποτελεί «συστημικό κίνδυνο». Δεν έχουν πετύχει απόλυτα τον στόχο τους, αφού η First Republic έχει χάσει το 73% της αξίας της σε τρεις συνεδριάσεις. Παρόλα αυτά άλλο bank run δεν είδαμε.
Οι επόμενες κινήσεις των κεντρικών τραπεζών
Το μεγάλο ερώτημα τώρα δεν αφορά το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ούτε τις κυβερνητικές παρεμβάσεις, αλλά τις κεντρικές τράπεζες. Μπορούν ύστερα από όσα όλα έγιναν να συνεχίσουν με την ίδια επιθετικότητα την μάχη του πληθωρισμού; Εδώ οι αναλυτές, αλλά και οι ίδιοι οι αξιωματούχοι της νομισματικής πολιτικής, εμφανίζονται προς το παρόν διχασμένοι σε δύο στρατόπεδα.
Το πρώτο υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατόν η Fed και η ΕΚΤ να επιμείνουν στα σχέδιά τους σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, αφού υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν ακόμη μεγαλύτερη αιμορραγία στις αγορές και κυρίως αχρείαστο πόνο στην οικονομία. Οι επενδυτές ήδη θεωρούν ότι οι κεντρικές τράπεζες θα κάνουν πίσω. Ενώ πριν από μία εβδομάδα έβλεπαν το αμερικανικό επιτόκιο να φτάνει στο 5,5% φέτος, τώρα θεωρούν ότι ελάχιστα προς τα επάνω θα κινηθεί, ενώ περιμένουν… μειώσεις επιτοκίων σε 6 μήνες.
Το δεύτερο στρατόπεδο υπογραμμίζει τον ηθικό κίνδυνο από μία μεταστροφή στη νομισματική πολιτική. Εάν εγκαταλειφθεί η μάχη κατά του πληθωρισμού υπό τον φόβο χρεοκοπιών, όλοι θα περιμένουν ότι η Fed θα κάνει πίσω μπροστά σε κάθε εμπόδιο, με αποτέλεσμα να χάσει την αξιοπιστία της.
Η Goldman Sachs βρίσκεται κάπου στη μέση. Θεωρεί ότι είναι αναγκαία μία παύση αυτόν και ίσως τον επόμενο μήνα, αλλά περιμένει οι αυξήσεις επιτοκίων να έρθουν διαδοχικά τον Μάιο, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, οδηγώντας πράγματι τα επιτόκια στο 5,5%. Μοιάζει προς το παρόν αυτό να είναι και το πιθανότερο σενάριο – τουλάχιστον εάν δεν έχουμε νέες δυσάρεστες εκπλήξεις μέσα στις επόμενες ημέρες. Στις ΗΠΑ το βλέμμα είναι σταθερό στραμμένο στις περιφερειακές τράπεζες και στην Ευρώπη στην Credit Suisse. Κανείς δεν μπορεί να προδικάσει τις εξελίξεις.