Στις 28 Δεκεμβρίου 2022, ο Πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι είχε τηλεδιάσκεψη με τον Λάρι Φινκ, τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της BlackRock, εκ των κορυφαίων διαχειριστών επενδύσεων στον κόσμο. Ζελένσκι και Φινκ συμφώνησαν ότι ομάδα της BlackRock θα αρχίσει να εργάζεται για την εκπόνηση ενός σχεδίου που θα επέτρεπε στο Κίεβο να βρει τα απαραίτητα κεφάλαια για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, μετά το τέλος του πολέμου.
Στο πλαίσιο αυτό, η BlackRock Financial Markets Advisory και το Υπουργείο Οικονομίας της Ουκρανίας υπέγραψαν μνημόνιο συνεργασίας για την προώθηση δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, μετά τον πόλεμο. Το μνημόνιο προβλέπει ότι η BlackRock θα παράσχει «συμβουλευτική υποστήριξη για το σχεδιασμό ενός επενδυτικού πλαισίου», με στόχο τη δημιουργία «ευκαιριών για δημόσιους και ιδιώτες επενδυτές να συμμετάσχουν στη μελλοντική ανασυγκρότηση και ανάκαμψη της ουκρανικής οικονομίας».
Η BlackRock δεν είναι η μόνη εταιρεία της Wall Street που δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία, ώστε να ξεκινήσει η ανοικοδόμηση.
Στις 13 Φεβρουαρίου, η κυβέρνηση του Κιέβου έκλεισε συμφωνία με μια από τις τέσσερις μεγάλες Αμερικανικές τράπεζες-την JP Morgan. Η αμερικανική επενδυτική τράπεζα προσλήφθηκε από τον Ζελένσκι για συμβουλές με στόχο να βοηθήσει το Κίεβο για να βρει τα απαραίτητα κεφάλαια για την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης από τον πόλεμο χώρας.
«Οι πόροι της JPMorgan Chase είναι στη διάθεση της Ουκρανίας καθώς χαράζει την πορεία ανάπτυξής της, μετά τον πόλεμο», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος Τζέιμι Ντάιμον, προσθέτοντας ότι «η JPMorgan«είναι περήφανη για την υποστήριξή της στην Ουκρανία». Η επενδυτική τράπεζα συνέταξε ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης του Ουκρανικού χρέους 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων και υποσχέθηκε εκατομμύρια δολάρια για τη στήριξη των προσφύγων.
Ο Σόρος επιλέγει υπουργούς στο Κίεβο
Το Αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν ενδιαφέρθηκε βέβαια τώρα για την τύχη της Ουκρανίας. Το 2014,,λίγους μήνες μετά την «Επανάσταση» του Μεϊντάν, η τότε κυβέρνηση του Κιέβου συγκροτήθηκε μέσω «επιλογής» των πολιτικών από δύο εταιρείες επιλογής προσωπικού-την Pedersen & Partners και την Korn Ferry. Οι δύο εταιρείες εντόπισαν 185 πιθανούς υποψήφιους υπουργούς, κυρίως μεταξύ Ουκρανών που εργάζονταν τότε στον Καναδά, τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Μετά τις συνεντεύξεις, οι «headhunters» βρήκαν 24 υποψήφιους με τα απαιτούμενα προσόντα για να γίνουν υπουργοί ή να αναλάβουν υψηλά καθήκοντα στον δημόσιο τομέα. Η πρωτοβουλία υποστηρίχθηκε από το Renaissence Foundation, ένα ίδρυμα πολιτικών συμβούλων που χρηματοδοτείται από τον χρηματοδότη και φιλάνθρωπο Τζορτζ Σόρος. Ο ίδιος ο Σόρος παραδέχτηκε επίσης, σε συνέντευξη στο CNN και τον Φαρίντ Ζακάρια ότι συνέβαλε το 2014 στην ανατροπή του φιλορωσικού καθεστώτος στο Κίεβο, υποστηρίζοντας οικονομικά ορισμένες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών για να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για να γεννηθεί μια φιλοδυτική δημοκρατία στην Ουκρανία.
Συμφωνίες δισεκατομμυρίων
Ο Ζελένσκι επαίνεσε τις συνεργασίες με μεγάλες αμερικανικές εταιρείες, μιλώντας στις 23 Ιανουαρίου στην Αμερικανική Ένωση Επιμελητηρίων, στη Φλόριντα. «Έχουμε ήδη καταφέρει να προσελκύσουμε την προσοχή και να έχουμε συνεργασίες με κολοσσούς του διεθνούς, χρηματοοικονομικού και επενδυτικού κόσμου όπως η BlackRock, η JP Morgan, η Goldman Sachs και εταιρείες, όπως η Starlink ή η Westinghouse».
Όπως σημειώνει πάντως η New York Post, ωστόσο, υπάρχουν πολλά εμπόδια ακόμη, στον δρόμο του Ζελένσκι. Πρώτα από όλα, ο ίδιος ο πόλεμος που δεν φαίνεται να τελειώνει σύντομα. «Παρά όλα τα προφανή ταλέντα του Ζελένσκι ως ηγέτη, δεν έχει ακόμη επιδείξει κατανόηση – ή ίσως προθυμία – να καταπολεμήσει τη διαφθορά στην κλίμακα που απαιτείται για να δείξουν εμπιστοσύνη οι επενδυτές και οι τραπεζίτες», γράφει η New York Post. Οι αμερικανικές τράπεζες εξήγησαν στον Ουκρανό ηγέτη ότι τα χρήματα από ιδιωτικές επενδύσεις δεν θα φτάσουν στο Κίεβο, μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. «Θα ήθελαν ο Ζελένσκι να συμβιβαστεί, ακόμη και να εγκαταλείψει την εκ νέου κατάκτηση της Κριμαίας ή να επιτρέψει στον Πούτιν να σώσει τα προσχήματα και να κρατήσει ορισμένα τμήματα της περιοχής του Ντονμπάς στα ανατολικά, τα οποία εξακολουθούν να ελέγχονται από τη Μόσχα», τονίζουν αναλυτές της Wall Street.
Οι μετοχές των όπλων
Υπάρχουν βέβαια και εταιρείες της Wall Street που ευνοούνται από τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία. Ανάμεσά τους, φυσικά, οι λεγόμενοι «Big Five» από τις ΗΠΑ: Lockheed Martin, Boeing, Northrop Grumman, Raytheon και General Dynamics.Από την αρχή του πολέμου, οι τιμές των μετοχών τους έχουν αυξηθεί σημαντικά: Της Lockheed Martin αυξήθηκε κατά 37%, της Northrop Grumman, 41% της Raytheon, 17% και η μετοχή της General Dynamics κατέγραψε άνοδο 19%.
Αυτό οφείλεται επίσης στο μέγεθος και τη δύναμη του στρατιωτικού-βιομηχανικού συμπλέγματος. Σε τελική ανάλυση, πρόκειται για τη διανομή ενός γιγαντιαίου αμυντικού προϋπολογισμού, ύψους 800 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Τα μισά από αυτά, περίπου 400 δισεκατομμύρια, πήγαν πέρυσι απευθείας σε εταιρείες όπλων.
Το ίδιο άλλωστε συνέβη και με τις μετοχές των Ευρωπαϊκών αμυντικών βιομηχανιών. Η μετοχή της γερμανικής Rheinmetall ανέβηκε κατά 93%. Οι αναλυτές πιστεύουν μάλιστα ότι οι πωλήσεις της Rheinmetall θα εκτιναχθούν στα 8,7 δισεκατομμύρια ως το 2024. Τα καθαρά κέρδη αναμένεται να υπερδιπλασιαστούν.
Άλλες αμυντικές βιομηχανίες, όπως η Leonardo από την Ιταλία, ο όμιλος Thales στη Γαλλία ή η Elbit Systems από το Ισραήλ κατέγραψαν επίσης μεγάλες αυξήσεις στην τιμή της μετοχής. Ο λόγος; οι αντίστοιχες κυβερνήσεις ανακοίνωσαν ότι θα αυξήσουν κατακόρυφα τις στρατιωτικές δαπάνες λόγω του ρωσικού πολέμου στην Ουκρανία.
Η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση αποφάσισε να δαπανήσει επιπλέον 100 δισ. Ευρώ σε οπλικά συστήματα, η Γαλλία από 40 έως 60 δισ. ευρώ. Για τους κατασκευαστές όπλων, ωστόσο, ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι απλώς μια ευκαιρία για υπερκέρδη.« Υπάρχει και μια ευπρόσδεκτη παρενέργεια για την αμυντική βιομηχανία», γράφει η Frankfurter Rundschau . «Ο πόλεμος προσφέρει στη Δύση μια σπάνια ευκαιρία να δοκιμάσει τα οπλικά της συστήματα στο πεδίο της μάχης». Κατά κάποιο τρόπο, η Ουκρανία είναι και ένα «εργαστήριο δοκιμών για τα δυτικά όπλα».