Μεγάλες αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας, υψηλός πληθωρισμός και μείωση της ανάπτυξης: Από την έναρξη του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, οι επιπτώσεις ήταν δραματικές στην ευρωπαϊκή οικονομία. Η αύξηση των τιμών της ενέργειας, των τροφίμων και των καταναλωτικών αγαθών επιβάρυνε τόσο τη βιομηχανία όσο και τα νοικοκυριά.
Λόγω της μεγάλης εξάρτησής της από τις εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία, η ΕΕ επηρεάστηκε ιδιαίτερα. Οι τιμές του πετρελαίου εκτοξεύτηκαν τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου. Οι τιμές της βενζίνης έφτασαν κατά καιρούς σε επίπεδα ρεκόρ.
Η διακοπή των παραδόσεων φυσικού αερίου από τη Ρωσία το περασμένο καλοκαίρι οδήγησε σε δραστική αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου στη Δυτική Ευρώπη. Πρόσφατα, οι τιμές του φυσικού αερίου μειώθηκαν και πάλι -αν και παραμένουν ακόμη διπλάσιες σε σχέση με τα προπολεμικά επίπεδα.
Οι συνέπειες του πολέμου και η ακριβή ενέργεια οδήγησαν σε μείωση της κατανάλωσης και των επενδύσεων στην Ευρώπη, γεγονός που επηρέασε το ΑΕΠ όλων των χωρών. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει καθορίσει την πολιτική και τη ζωή στην Ευρώπη το 2022 και θα συνεχίσει να το κάνει το 2023.
Αυτή η κρίση θα έχει μόνιμες συνέπειες στην ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία θα πρέπει να διπλασιάσει τις προσπάθειές της για να αποφύγει να μείνει ανεπανόρθωτα πίσω από την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες στον βιομηχανικό μετασχηματισμό που θα ακολουθήσει.
«Ασύμμετρο σοκ»
Εκτός από τους δύο πρωταγωνιστές της σύγκρουσης, πάνω από όλα είναι η ευρωπαϊκή οικονομία που έχει επηρεαστεί περισσότερο , «ιδιαίτερα λόγω της εξάρτησής της από το ρωσικό αέριο» , αναλύει ο Γάλλος οικονομολόγος Τομά Τζεμπίν , επικεφαλής του Κέντρου Διεθνών Οικονομικών Ερευνών (CEPII).
Από την άλλη πλευρά, ο πόλεμος στην Ουκρανία είχε περιορισμένο αντίκτυπο στην κινεζική ή την αμερικανική οικονομία.
Έτσι, «το 2023, η ανάπτυξη θα πρέπει να είναι δύο φορές πιο αδύναμη στη ζώνη του ευρώ από ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με το ΔΝΤ», αναφέρει ο Γάλλος οικονομολόγος «Το οικονομικό σοκ της σύγκρουσης στην Ουκρανία, σε αντίθεση με την κρίση του Covid, είναι ασύμμετρο».
Η τιμωρία του πληθωρισμού
Η μείωση της ευρωπαϊκής ανάπτυξης στο μισό, οφείλεται στον πληθωρισμό, ο οποίος παραμένει πολύ υψηλός στην Ευρώπη. Έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αγοραστικής δύναμης και, εν τέλει της κατανάλωσης, τον κύριο φορέα ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ.
Αυτό ώθησε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να λάβουν ισχυρά μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου. «Έκαναν πολλά. Το ερώτημα είναι σε ποιο βαθμό μετακυλίεται το κόστος της αύξησης των τιμών της ενέργειας στα νοικοκυριά ή στις επιχειρήσεις» .
Αλλά με αυτές τις άνευ προηγουμένου δαπάνες, αμέσως μετά από την περίοδο του Covid που είχε ήδη υπονομεύσει την ευρωπαϊκή οικονομία, τα περιθώρια ελιγμών για την τόνωση της ανάκαμψης είναι περιορισμένα. «Υπολογίζεται ότι σχεδόν 50 δισεκατομμύρια ευρώ έχουν επενδυθεί σε ορυκτά καύσιμα στην Ευρώπη αυτόν τον χειμώνα », σημειώνει ο Τομά Τζεμπίν. Ωστόσο, αυτά τα χρήματα που δαπανώνται, μειώνουν την πιθανότητα επένδυσης σε άλλους τομείς και κινδυνεύουν «να χάσει η ΕΕ το τρένο των βιομηχανιών του μέλλοντος».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες -με τον λεγόμενο νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού- και η Κίνα -υιοθετούν πολύ επιθετικές στρατηγικές για να βρεθούν σε καλύτερη θέση, στον αγώνα για βιομηχανίες που έχουν ταυτόχρονα υψηλή προστιθέμενη αξία και στρατηγικές για την αντιμετώπιση της οικολογικής μετάβασης»
Η ικανότητα των ευρωπαϊκών χωρών να προσελκύουν επίσης επενδυτές από όλο τον κόσμο, θα είναι καθοριστική τα επόμενα χρόνια, για να μην «εκτροχιαστεί ή ακόμη και υποβαθμισθεί η ευρωπαϊκή οικονομία.»
Επαναξιολόγηση της Ostpolitik της Ε.Ε.
Αν και είναι πρωτίστως ο λαός της Ουκρανίας που υφίσταται τις συνέπειες του πολέμου του Βλαντιμίρ Πούτιν, οι επιπτώσεις γίνονται αισθητές σε όλη την Ευρώπη. Το εμπόριο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ρωσίας έχει μειωθεί ως αποτέλεσμα των δυτικών κυρώσεων. Οι ευρωπαϊκές εξαγωγές στη Ρωσία έχουν επίσης περιοριστεί δραστικά. Σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, οι πόλεμοι στους οποίους εμπλέκονται μεγάλες δυνάμεις, δεν μπορούν πλέον να περιοριστούν μόνο στις δυο εμπόλεμες πλευρές.
Για τους Ευρωπαίους, η ρωσική εισβολή προκάλεσε επανεξέταση και επανεκτίμηση της Ostpolitik τους, που χρονολογείται από τη μετακομμουνιστική μετάβαση από το 1989.
Ακόμη και πριν από τον πόλεμο της Ουκρανίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετώπιζε ένα παράδοξο ασφαλείας: Η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΠΑΑ) ήταν ο πιο αδύναμος κρίκος στο σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η Ένωση αντιμετωπίζει σήμερα ένα τόξο αστάθειας που εκτείνεται από το Σαχέλ έως το Κέρας της Αφρικής, μέσω της Μέσης Ανατολής και του Καυκάσου έως τις νέες γραμμές του μετώπου στην Ανατολική Ευρώπη. Η φιλόδοξη ιδέα του Προέδρου Μακρόν για μια «στρατηγική αυτονομία» της Ευρώπης στην πολιτική ασφάλειας, απέχει πολύ από το να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις ασφάλειας και στρατιωτικής προστασίας που επέφερε ο πόλεμος.
«Οικονομικό ΝΑΤΟ»
Ο ρόλος του ΝΑΤΟ και των Ηνωμένων Πολιτειών στην ευρωπαϊκή ασφάλεια φαίνεται πλέον αναντικατάστατος. Οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν συσπειρωθεί μπροστά στη ρωσική επιθετικότητα και παρουσιάζουν μια ενότητα που φαινόταν απίθανη πριν από μερικά χρόνια. Προτείνουν μάλιστα τη σύσταση ενός «οικονομικού ΝΑΤΟ» που θα παρατείνει τη στρατιωτική συμμαχία και απευθύνουν έκκληση για να μεταφερθούν οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού σε «φιλικές χώρες». Ο διακηρυγμένος στόχος είναι να αντιμετωπίσουν την Κίνα, η οποία περιγράφεται ως «συστημικός αντίπαλος» από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την ΕΕ
Ο πόλεμος έβαλε οριστικό τέλος στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο που κατοχυρώθηκε στη Χάρτα του Παρισιού το 1990. Γίνεται ολοένα και πιο σαφές ότι η Ευρώπη πληρώνει υψηλό τίμημα επειδή δεν έκανε αρκετά για να αναπτύξει μια κοινή πολιτική για τη Ρωσία.
«Ρωσικός κόσμος»
Ο Πούτιν στήριξε την εξωτερική του σε εθνικιστές στοχαστές που συνδύαζαν τις πανσλαβικές ιδέες με τον αντιδυτικό, νεοϊμπεριαλιστικό ρωσικό εθνικισμό.
Αυτοί οι στοχαστές ζητούν έναν «ρωσικό κόσμο» (Russkiy mir) που θέλει να αποκαταστήσει ουσιαστικά μια νέα «Σοβιετική Ένωση» με διαφορετικά ιδεολογικά, πολιτικά, πολιτιστικά, και γεωπολιτικά χαρακτηριστικά.
Αυτή η προσέγγιση πλαισιώνεται από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία θέλει να μετατρέψει τον «ρωσικό κόσμο» σε θρησκευτικό της προγεφύρωμα. Η έννοια του «Russkiy mir» έχει ήδη χρησιμοποιηθεί από τον Πούτιν για να νομιμοποιήσει την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ερώτημα εάν η ασφάλεια στην ευρωπαϊκή ήπειρο μπορεί να οργανωθεί με ή εναντίον της Ρωσίας, αποκτά ένα εντελώς διαφορετικό νόημα. Η ειρηνική συνύπαρξη με τον ρωσικό κόσμο του Πούτιν, καθίσταται πιο δύσκολη.
Την ίδια ώρα όμως, θα ήταν είναι κρίσιμο να μάθει η Ευρώπη από τα σοβαρά λάθη της νεοφιλελεύθερης μετάβασης από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 στις μετασοβιετικές κοινωνίες και στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Μόνο έτσι η ανοικοδόμηση της Ουκρανίας αυτή τη φορά θα γίνει ένας δρόμος «για τους πολλούς, όχι για τους λίγους».