Μεταξύ των ξένων εταιρειών που εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στη Ρωσία, το 19,5% είναι γερμανικές, το 12,4% είναι αμερικανικές και το 7% ιαπωνικές, σύμφωνα με μελέτη του Ελβετικού Ινστιτούτου διαχείρισης επιχειρήσεων IMD.
«Πολλές εταιρείες που έχουν έδρα στα τρία αυτά κράτη έχουν αντισταθεί στις πιέσεις από κυβερνήσεις, μέσα ενημέρωσης και ΜΚΟ να εγκαταλείψουν τη Ρωσία, μετά την εισβολή στην Ουκρανία», σύμφωνα με την έρευνα που διεξήχθη από τους καθηγητές Σιμόν Εβενετ και Νικολό Πισανί.
Πριν από την εισβολή στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο, δραστηριοποιούνταν στην Ρωσία 2.405 θυγατρικές που ανήκαν σε 1.404 εταιρείες από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις χώρες της G7. Στα τέλη Νοεμβρίου, μόλις το 9% των εταιρειών αυτών είχαν πουλήσει τουλάχιστον μία ρωσική θυγατρική. Η αποχώρηση από τη Ρωσία αφορούσε κυρίως αμερικανικές εταιρείες και όχι ευρωπαϊκές ή ιαπωνικές εταιρείες, σύμφωνα με την μελέτη.
Μέχρι εκείνη την ημερομηνία, λιγότερο από το 18% των θυγατρικών που ανήκουν σε εταιρείες με έδρα τις ΗΠΑ είχαν ολοκληρώσει πλήρως την πώληση των ρωσικών θυγατρικών τους, σε σύγκριση με 15% για εκείνες που ανήκουν σε ιαπωνικές εταιρείες και 8,3% για θυγατρικές που ανήκουν σε εταιρείες με έδρα την ΕΕ.
Σύμφωνα με τους ερευνητές,120 δυτικές εταιρείες είχαν εγκαταλείψει τη Ρωσία μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου. Από αυτές που εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται εκεί, το 19,5% είναι Γερμανικές το 12,4% είναι Αμερικανικές και το 7% Ιαπωνικές.
Διάφοροι παράγοντες μπορούν να εξηγήσουν γιατί οι εταιρείες δεν έχουν εγκαταλείψει τη Ρωσία. Η δραστηριότητά τους μπορεί, για παράδειγμα, να μην εμπίπτει στις κυρώσεις. «Άλλες εταιρείες μπορεί να μην θέλουν να αποχωρήσουν λόγω της «κοινωνικής» χρησιμότητας των προϊόντων τους, αναφέρουν τους συγγραφείς της μελέτης, αναφέροντας ως παράδειγμα, κάποιες φαρμακοβιομηχανίες.
Μερικές δυτικές εταιρείες μπορεί επίσης να μην έχουν βρει αγοραστές σε καλή τιμή. Άλλες, ακόμη και όταν έχουν βρει αγοραστή, συναντούν εμπόδια που μπορεί να έχει θέσει η ρωσική κυβέρνηση «για να εμποδίσει» ή «να καθυστερήσει την πώληση» και να αποτρέψει τον επαναπατρισμό των εσόδων από την πώληση των επιχειρήσεων.