Η αισιοδοξία είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του Όλαφ Σολτς. Πριν από μερικές εβδομάδες επισκέφθηκε το Σβαρτσχάιντε, έδρα της BASF, όπου ο καγκελάριος ξετύλιξε το επενδυτικό όραμά του μέχρι το 2045. «Μέχρι τότε θέλουμε να γίνουμε ένα από τα πιο επιτυχημένα βιομηχανικά κράτη του κόσμου” είπε. Στην περιοχή κατασκευάζεται εργοστάσιο παραγωγής καθοδικού υλικού, ενός σημαντικού συστατικού για την παραγωγή ηλεκτρονικών αυτοκινήτων. Η τοπική επένδυση είναι ένα καλό σημάδι ότι ο μεγάλος βιομηχανικός εκσυγχρονισμός της Γερμανίας θα πετύχει”, δήλωσε ο ο Σολτς.
Φαίνεται όμως ότι σύμφωνα με οικονομολόγους η κατάσταση δεν είναι τόσο αισιόδοξη, όσο θέλει να την εμφανίσει. Γιατί η Γερμανία έχει χάσει την ελκυστικότητά της ως τόπος του επιχειρείν από το εξωτερικό. Μετά βίας μπορεί να ανταγωνιστεί άλλους κορυφαίους επιχειρηματικούς προορισμούς της βόρειας Αμερικής, της δυτικής Ευρώπης και της Σκανδιναβίας.
Υψηλές τιμές ενέργειας, υψηλοί φόροι
Τουλάχιστον αυτό προκύπτει από μια νέα κατάταξη που παρουσίασε το Κέντρο Ευρωπαϊκών Οικονομικών Ερευνών Leibnitz (ZEW) για λογαριασμό του Ιδρύματος Οικογενειακών Επιχειρήσεων για το 2022. Σε αυτή την κατάταξη, η Γερμανία βρίσκεται σε χειρότερη θέση από το 2006, όταν το Ίδρυμα ξεκίνησε την πρώτη έρευνα κατάταξης. Αλλά και άλλες μελέτες δεν αφήνουν πολλές ελπίδες.
Πιο συγκεκριμένα, ανάμεσα σε 21 χώρες η Γερμανία διολίσθησε στην 18η θέση πίσω από τη Γαλλία. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε χειρότερη θέση βρίσκονται μόνο η Ουγγαρία, η Ισπανία και η Ιταλία. Στις πρώτες θέσεις οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Σουηδία και η Ελβετία. Συνολικά η έκθεση αποτυπώνει μια απογοητευτική εικόνα της Γερμανίας ως τόπου εγκατάστασης επιχειρηματικής δραστηριότητας. Συνολικά η χώρα έχει υποχωρήσει έξι θέσεις στην κατάταξη τα τελευταία 13 χρόνια. Καμία άλλη χώρα που εξετάστηκε δεν είχε χειρότερες επιδόσεις κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ο Ράινερ Κιρχντέρφερ, πρόεδρος του Ιδρύματος Οικογενειακών Επιχειρήσεων, ανέφερε ότι η «Γερμανία έχει χάσει δραματικά σε ποιότητα ως βιομηχανικός τόπος. Η κατάταξη στο τέλος του διεθνούς πίνακα δεν μας αρμόζει».
Αλλά με ποιο τρόπο οι ερευνητές καταρτίζουν τη λίστα; Με την ανάλυση 6 τομέων της οικονομικής πολιτικής, φόροι, εργασία, ρυθμίσεις, χρηματοδότηση, υποδομές, επενδύσεις και ενέργεια. Σύμφωνα με τη μελέτη, η Γερμανία έχει χάσει έδαφος ιδίως στους φόρους, τις ρυθμίσεις και τις υποδομές. Ακόμη η σχέση ανάμεσα στο κόστος εργασίας και την παραγωγικότητα καταγράφει δυσμενή τάση σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές. Στον τομέα ενέργειας η Γερμανία λόγω των υψηλών τιμών ρεύματος αγγίζει την 18η θέση και την προτελευταία μάλιστα στη φορολογική επιβάρυνση των οικογενειακών επιχειρήσεων. Αυτό οφείλεται κυρίως στην αδράνεια της γερμανικής φορολογικής πολιτικής, όπως γράφει ο συγγραφέας της μελέτης και οικονομολόγος του ZEW Φρίντριχ Χάινεμαν. Ενώ πολλές άλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ ή η Γαλλία, έχουν μειώσει τους φόρους, στη Γερμανία παρέμειναν στο επίπεδο της μεταρρύθμισης του 2008. Το αποτέλεσμα είναι η φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων να είναι πλέον από τις υψηλότερες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Κρίση ως ευκαιρία”
Το Ίδρυμα Οικογενειακών Επιχειρήσεων, το οποίο δημοσιεύει τη μελέτη, εξέτασε ιδίως τη μείωση των φόρων. “Η Γερμανία εξακολουθεί να κατατάσσεται στην προτελευταία θέση όσον αφορά τη φορολογική επιβάρυνση των οικογενειακών επιχειρήσεων”, εξήγησε το ίδρυμα. Σύμφωνα με το ZEW, η Γερμανία κατέρρευσε σε αυτόν τον τομέα με τη μεταρρύθμιση του φόρου κληρονομιάς το 2016 και έκτοτε δεν έχει ανακάμψει λόγω της “επίμονης παθητικότητας της γερμανικής φορολογικής πολιτικής όλα αυτά τα χρόνια”.
Αλλά υπάρχουν και καλές ειδήσεις σε αυτήν την κατάταξη. Όπως ότι η Γερμανία καταλαμβάνει την πρώτη θέση σε ότι αφορά στην χρηματοδότηση. Τόσο το γερμανικό κράτος όσο και τα ιδιωτικά νοικοκυριά έχουν συγκριτικά μικρό χρέος. Άρα η Γερμανία έχει την πολυτέλεια να αντιδρά σε μεγάλες κρίσεις με μεγάλα προγράμματα κρατικών δαπανών για να αμβλύνει τις επιπτώσεις των κρίσεων. «Αλλά ακόμη και αυτή η θέση δεν είναι δεδομένη και εξασφαλισμένη», προειδοποιεί ο Χάινεμαν. «Στη σημερινή κρίση, η αίσθηση των προτεραιοτήτων και η στοχευμένη βοήθεια έχουν μείνει στο περιθώριο. Ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός με τους πολλούς παράπλευρους προϋπολογισμούς του δεν είναι πλέον αρκετά διαφανής”.
Ο Χάινεμαν σημειώνει επίσης ότι εκτός από τη σταθερή δημοσιονομική της πολιτική η Γερμανία κατατάσσεται επίσης ανάμεσα στις πρώτες θέσεις στον τομέα των «υποδομών και θεσμών», αλλά κατά τα άλλα βρίσκεται σταθερά στην τελευταία ομάδα χωρών. «Επομένως οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να δουν την τρέχουσα κρίση ως μια ευκαιρία για να αλλάξουν τα πράγματα, ιδίως για να μειώσουν τις εξουθενωτικές ρυθμιστικές επιβαρύνσεις, σημειώνουν οι συντάκτες της μελέτης.
«Οι φορολογικές συνθήκες, για παράδειγμα, πρέπει επειγόντως να βελτιωθούν και για την έλλειψη εξειδικευμένων εργαζομένων είναι αναγκαία η αλλαγή της εκπαιδευτικής πολιτικής. Η έγκριση και η υλοποίηση δημόσιων επενδυτικών σχεδίων θα πρέπει να επιταχυνθεί σε όλους τους τομείς». Από την πλευρά του o Ράινερ Κιρχντέρφερ, πρόεδρος του Ιδρύματος Οικογενειακών Επιχειρήσεων, επισημαίνει ότι ο μόνος τρόπος για να δημιουργηθούν περιθώρια για μελλοντικά έργα και δραστηριότητες είναι μεταρρυθμίσεις στους τομείς υγείας και συντάξεων. «Ειδικά οι υψηλές τιμές ενέργειας, για τις οποίες δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά, θα πρέπει να αποτελέσουν κίνητρο για τη βελτίωση του πλαισίου για επενδύσεις».
Πηγή: Deutsche Welle