Skip to main content

Ενεργειακή κρίση: Πώς η συμπεριφορά της φύσης καθορίζει την οικονομία

Φωτ. αρχείου (EPA/HANNIBAL HANSCHKE)

Τα καιρικά φαινόμενα μπορούν να επιφέρουν πραγματικούς κραδασμούς σε μια οικονομία, μετατρέποντας τους κεντρικούς τραπεζίτες σε… βροχοποιούς.

Σημαντική ήταν η αποκλιμάκωση στις ευρωπαϊκές τιμές φυσικού αερίου τις τελευταίες ημέρες, δημιουργώντας ένα αισιόδοξο αλλά εύθραυστο περιβάλλον στις αγορές.

Ενδεικτικά, την περασμένη Παρασκευή, η τιμή του δείκτη αναφοράς στην Ευρώπη, για παραδόσεις τον Ιανουάριο στην αγορά του Άμστερνταμ (TTF) υποχώρησε σε επίπεδα που είχε να δει από τον Μάιο, πέφτοντας στα 85 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Την προηγούμενη εβδομάδα οι τιμές υποχωρούσαν επί έξι συνεχόμενες ημέρες, καταγράφοντας μία συνολική πτώση σχεδόν 50 ευρώ ή 37%, ενώ η πτώση ανήλθε σε 26% σε εβδομαδιαία βάση.

Για σήμερα Τρίτη, ο ολλανδικός δείκτης TTF κινείται ακόμη χαμηλότερα κοντά στα 82,50 ευρώ ανά μεγαβατώρα.

Η αποκλιμάκωση των τιμών έχει αποδοθεί σε μια σειρά παραγόντων, εξέχουσα θέση μεταξύ των οποίων έχει ο καιρός και η μεταβλητότητά του. Οι ήπιες θερμοκρασίες που έχουν επικρατήσει σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης τις τελευταίες ημέρες του έτους δημιουργούν μια ανακούφιση που φαίνεται να συνεχίζεται μέχρι τις πρώτες μέρες του 2023. Μάλιστα υψηλότερες θερμοκρασίες φαίνεται ότι θα επικρατήσουν ακόμη και στις σκανδιναβικές χώρες.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την Maxar Technologies, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στη Φρανκφούρτη το θερμόμετρο θα δείξει 16 βαθμούς Κελσίου και θα είναι 10 βαθμούς πάνω από τον μέσο όρο των τελευταίων 30 ετών. Στο Ελσίνκι το θερμόμετρο θα δείξει θερμοκρασίες κατά 6,2 βαθμούς υψηλότερη από το συνηθισμένο για την εποχή, στη Μασσαλία η θερμοκρασία θα φτάσει τους 17,5 βαθμούς και η νότια Ευρώπη θα συνεχίσει να απολαμβάνει έναν πολύ ήπιο χειμώνα.

Ο ασυνήθιστα ζεστός καιρός αναμένεται να συνεχιστεί μέχρι την πρώτη εβδομάδα του Ιανουαρίου, κάτι που θα μειώσει την πίεση στα ενεργειακά συστήματα της Ευρώπης, τα οποία πιέστηκαν στις αρχές Δεκεμβρίου από το πρώτο κρύο του χειμώνα, σχολιάζει το πρακτορείο Bloomberg προσθέτοντας ότι αναμένεται επίσης να αυξηθεί η αιολική ενέργεια σε ολόκληρη τη δυτική Ευρώπη αυτή την εβδομάδα.

Την ίδια ώρα ωστόσο η «αρκτική εισβολή» που πλήττει τις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελεί μια υπενθύμιση του πόσο άσχημα θα μπορούσαν να γίνουν τα πράγματα εάν αλλάξει μία από τις μεταβλητές στην εξίσωση, όπως ο καιρός, σημειώνει το Politico.

Πολλά έχουν ειπωθεί για τον αντίκτυπο που θα μπορούσαν να έχουν στις αγορές εμπορευμάτων το 2023 οι αυξήσεις των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών, η ύφεση στις οικονομίες της Δύσης και οι πολιτικές επιπτώσεις από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Κάτι που θα μπορούσε επίσης να ασκήσει μεγαλύτερη επιρροή βραχυπρόθεσμα στις τιμές των πρώτων υλών, ιδιαίτερα της ενέργειας, είναι ο καιρός.

Η ενεργειακή κρίση της Ευρώπης έφερε την επιστροφή της οικονομίας που βασίζεται στις καιρικές συνθήκες. Κατέστησε δηλαδή τον καιρό ικανό να καθορίζει τις οικονομικές προοπτικές, υποστηρίζει από την πλευρά του ο Economist σημειώνοντας ότι ακόμα και οι πλούσιες οικονομίες πρέπει να βασίζονται στην… ευγένεια της φύσης.

«Ευρωπαίοι οικονομολόγοι, αναλυτές και υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής παρακολουθούν στενά τις προβλέψεις: ένας ήπιος χειμώνας θα φέρει ανακούφιση, απαιτώντας λιγότερη κατανάλωση αερίου για τη θέρμανση των κατοικιών. Εάν οι θερμοκρασίες δεν είναι πολύ χαμηλές, οι τιμές της ενέργειας θα πέσουν και θα δοθεί ώθηση στην ανάπτυξη. Ένας παγωμένος χειμώνας, από την άλλη πλευρά, θα φέρει δυστυχία: σπρώχνοντας εκατομμύρια στη φτώχεια, αυξάνοντας τις πληθωριστικές πιέσεις και κρατώντας τις βιομηχανίες κλειστές», εξηγεί.

Η σημασία που αποκτά ο καιρός οφείλεται, σύμφωνα με τον Economist, στους εξής παράγοντες:

Το φυσικό αέριο καθιστά ισχυρή την παράμετρο της εποχικότητας, την ανεξαρτησία από την οποία είχαν εξασφαλίσει τα ορυκτά καύσιμα.

Αυτό με τη σειρά του οφείλεται σε δύο άλλους παράγοντες, την φύση του αερίου και την προσπάθεια απεξάρτησης από τις ρωσικές προμήθειες λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.

  • Από κατασκευής, το φυσικό αέριο είναι πολύ πιο δύσκολο να μεταφερθεί και να αποθηκευτεί, συγκριτικά με τον άνθρακα ή το πετρέλαιο.
  • Στο παρελθόν, η Ευρώπη επωφελήθηκε από το άφθονο φυσικό αέριο που παρείχε η Ρωσία, καθώς και από τη δυνατότητα συμπλήρωσης με υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG). Πλέον όμως οι προμήθειες είναι περιορισμένες και οι Ευρωπαίοι πρέπει να βασίζονται κυρίως στις εισαγωγές LNG. Η περιορισμένη προσφορά σημαίνει όμως ότι οι αλλαγές στη ζήτηση καθορίζουν την τιμή της ενέργειας, και ο καιρός είναι ο πιο αβέβαιος καθοριστικός παράγοντας της ζήτησης. Ιστορικά εντοπίζεται μια σχετικά γραμμική σχέση μεταξύ της ζήτησης για φυσικό αέριο και της θερμοκρασίας: όσο πιο κρύος είναι ο καιρός, τόσο περισσότερο αέριο χρειάζεται. Η γραμμική αυτή σχέση φαίνεται να διαταράζεται φέτος με πολλά νοικοκυριά να μην έχουν ανάψει τη θέρμανση για μεγαλύτερο από το συνηθισμένο διάστημα.

Η εποχικότητα αποκτά ιδιαίτερη σημασία δεδομένης της αυξημένης συνεισφοράς στο ενεργειακό μείγμα από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ).

Οι ΑΠΕ παρέχουν πλέον πολύ περισσότερη ενέργεια στην Ευρώπη από ό,τι πριν από λίγα χρόνια, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα εάν οι καιρικές συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές. Για παράδειγμα, η υδροηλεκτρική ενέργεια αποτέλεσε ένα πρόβλημα φέτος για την Ευρώπη, καθώς οι καύσωνες στέρεψαν τις δεξαμενές και τα ποτάμια από τα οποία εξαρτώνται τα φράγματα.

Η βελτίωση και οι επενδύσεις σε τρόπους αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας θα μπορούσαν στο μέλλον να εξομαλύνουν αυτή τη μεταβλητότητα. Για την ώρα όμως η Ευρώπη θα περάσει αρκετά χρόνια, ή και δεκαετίες, παρακολουθώντας νευρικά τον καιρό, εκτιμάει ο Economist αναδεικνύοντας την επίδραση ενός τρίτου παράγοντα, της κλιματικής αλλαγής.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι ελλείψει μετάβασης σε πράσινες μορφές ενέργειας, ο καιρός θα αρχίσει να παίζει ακόμη μεγαλύτερο ρόλο στα οικονομικά. Ένας πιο θερμός πλανήτης οδηγεί ήδη πιο συχνά σε ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως οι καύσωνες στην Ευρώπη το καλοκαίρι ή οι καταστροφικές πλημμύρες που υπέστη το Πακιστάν.

«Αυτά τα γεγονότα ισοδυναμούν με τους λεγόμενους πραγματικούς κραδασμούς σε μια οικονομία: εξωτερικές αλλαγές που μειώνουν την παραγωγική ικανότητα και έτσι προκαλούν υψηλότερο πληθωρισμό και ανεργία», προειδοποιεί.

Για τους κεντρικούς τραπεζίτες- συνεχίζει- είναι πιο δύσκολο να διαχειριστούν αυτή την διπλή απειλή,  και πιθανόν θα καταλήξουν να μοιάζουν με βροχοποιούς που προσπαθούν, μέσα από παλιά κόλπα και ζητώντας περισσότερες θυσίες, να επηρεάσουν τον οικονομικό καιρό.