Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 είχε βαθιά επίδραση στις παγκόσμιες αγορές ενέργειας. Η αστάθεια των τιμών, οι ελλείψεις εφοδιασμού, τα ζητήματα ασφάλειας και η οικονομική αβεβαιότητα συνέβαλαν σε αυτό που ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) αποκαλεί «την πρώτη πραγματικά παγκόσμια ενεργειακή κρίση, με επιπτώσεις που θα γίνονται αισθητές για αρκετά ακόμη χρόνια».
Όπως πάντα, οι φτωχότερες χώρες – πολλές από τις οποίες ακόμα ανακάμπτουν από τις επιπτώσεις της παγκόσμιας πανδημίας – θα φέρουν το κύριο βάρος των αρνητικών συνεπειών της ενεργειακής κρίσης. Τα πάντα όμως αλλάζουν και στον ανεπτυγμένο κόσμο, που καλείται να αναθεωρήσει την ενεργειακή του στρατηγική ή και να αλλάξει συνήθειες. Οι αμέτρητες συνέπειες μιας παγκόσμιας ενεργειακής επανεκκίνησης σημαίνουν ότι ενδέχεται να υπάρξουν και κάποιες θετικές εξελίξεις. Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πού ακριβώς θα οδηγηθούμε, αλλά όλοι αντιλαμβάνονται ότι τα πράγματα δεν θα είναι ξανά ποτέ τα ίδια. Όπως σημειώνει και ο ΔΟΕ, «πολλά από τα περιγράμματα αυτού του νέου κόσμου δεν έχουν ακόμη καθοριστεί πλήρως, αλλά δεν υπάρχει επιστροφή».
Oι αρμόδιοι για τη χάραξη της ενεργειακής πολιτικής καλούνται ουσιαστικά να ισορροπήσουν ανάμεσα σε έναν τριπλό στόχο: ενεργειακή επάρκεια, προσιτές τιμές και βιωσιμότητα. Η τελευταία είχε αναρριχηθεί στην κορυφή της ατζέντας πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, με τις κυβερνήσεις να έχουν ανέβει στο άρμα της πράσινης μετάβασης. Τώρα πια κορυφαία προτεραιότητα για όλους είναι η επάρκεια, η οποία συνιστά προϋπόθεση και για τις προσιτές τιμές. Μόνο που για την Ευρώπη η επάρκεια πρέπει να έρθει κόντρα στον δραστικό περιορισμό της εξάρτησης από τα ρωσικά καύσιμα – και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση ούτε μπορεί να επιτευχθεί εν μία νυκτί. Απαιτεί χρονοβόρες διαδικασίες για ενίσχυση των ενεργειακών υποδομών, αλλά και επώδυνες αρχικά προσαρμογές στο επίπεδο της κατανάλωσης.
Υψηλές τιμές η νέα κανονικότητα
Καθώς οι ρωσικές στρόφιγγες κλείνουν και η Ευρώπη αναζητά εναλλακτικούς προμηθευτές, από τις ΗΠΑ έως τη Λιβύη και το Κατάρ, οι τιμές αναπόφευκτα ανεβαίνουν. Οι υψηλότερες τιμές είναι ίσως η πιο αξιοσημείωτη αλλαγή, αφού γίνεται αισθητή σε όλους. Οι επιπτώσεις του υψηλού ενεργειακού κόστους σε συνδυασμό με τις συνέπειες της πανδημίας, που εξακολοθούν να είναι ορατές, σημαίνουν όπως αναφέρει το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, πως 70 εκατομμύρια άνθρωποι που απέκτησαν πρόσφατα πρόσβαση σε ηλεκτρικό ρεύμα, δεν μπορούν πλέον να το πληρώσουν. Και επιπλέον 100 εκατ. άνθρωποι δεν θα μπορούν να στηριχθούν στα καθαρά καύσιμα και θα επιστρέψουν στη βιομάζα. Ο πόλεμος ήρθε ως μία βίαιη υπενθύμιση πως οι διακηρύξεις περί πράσινης ενέργειας δεν αλλάζουν το δεδομένο ότι ο κόσμος εξακολουθεί να στηρίζεται στα ορυκτά καύσιμα, δηλαδή σε πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακα, για το 80% των ενεργειακών του αναγκών. Και οι τιμές των ορυκτών καυσίμων θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα και τα επόμενα χρόνια. Η Wood Mackenzie μάλιστα προβλέπει ότι οι τιμές του φυσικού αερίου, παρά την προσωρινή τους πτώση στα τέλη του 2022, θα παραμείνουν ουσιαστικά υψηλές έως και το 2026.
Οι νέες εμπορικές συμμαχίες
Οι ρωσικές ροές φυσικού αερίου έχουν μειωθεί κατά περίπου 80% από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο του 2022, με αποτέλεσμα οι πηγές προμηθειών της Ευρώπης να αλλάζουν. Και ενώ και άλλοι πρώην παραδοσιακοί εμπορικοί εταίροι της Ρωσίας, περιορίζουν τους δεσμούς τους, το Κρεμλίνο έχει καταφέρει εν πολλοίς να διατηρήσει τα επίπεδα παραγωγής και εξαγωγών κοντά σε προ πολέμου επίπεδα. Τα ρωσικά καύσιμα δεν σταμάτησαν να ταξιδεύουν. Απλά τώρα κατευθύνονται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στην Κίνα, την Ινδία, αλλά και την Τουρκία.
Και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας
Το 2022 είδαμε την Ευρώπη να επιστρέφει στον άνθρακα. Παρόλα αυτά οι περισσότεροι αναλυτές επιμένουν πως η σημερινή κρίση μάλλον θα επιταχύνει, παρά θα σταματήσει την μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας. Το κλειδί για την ενεργειακή επάρκεια ουσιαστικά θα το κρατούν όσες χώρες πετύχουν να διαθέτουν ένα διαφοροποιημένο ενεργειακό μείγμα, αντί της αποκλειστικής εξάρτησης από μία – δύο πηγές.