Το 2022, μια χρονιά γεμάτη γεγονότα στις αγορές, φτάνει στο τέλος της. Με την εποχή της χαλαρής νομισματικής πολιτικής να έχει τελειώσει, οι αγορές από τις ΗΠΑ, την Ευρώπη έως την Κίνα και την Ιαπωνία, περιστρέφονται γύρω από ένα ερώτημα: Πόσο θα αυξηθούν τα επιτόκια; Καθώς οι κεντρικές τράπεζες – από την Fed ως την ΕΚΤ και την Τράπεζα της Αγγλίας – συσφίγγουν όλο και περισσότερο την νομισματική πολιτική τους τελευταίους μήνες, με μια σαφή προτεραιότητα: τον περιορισμό του πληθωρισμού.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για την Fed, ο στόχος δεν έχει επιτευχθεί ακόμη, ακόμη κι αν η δυναμική των αυξήσεων των τιμών φαίνεται να επιβραδύνεται σταδιακά. Τον Οκτώβριο o πληθωρισμός ήταν 7,7% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ενώ στις αρχές του καλοκαιριού ήταν ακόμα πάνω από το 9%.
Ωστόσο, ο πληθωρισμός εξακολουθεί να είναι πολύ πάνω από τον στόχο του 2% που έχει θέσει η Fed. «Τα επιτόκια δεν βρίσκονται ακόμη σε μια ζώνη που είναι αρκετά περιοριστική», δήλωσε ο Τζέιμς Μπούλαρντ, Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας του Σεντ Λούις. «Το να σπάσει η …σκάλα των επιτοκίων είναι εκτός συζήτησης», δήλωσε η Μαίρη Ντέιλι, Πρόεδρος της Fed στο Σαν Φρανσίσκο.
Στην Ευρωζώνη, ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Λουίς ντε Γκίντος, επιβεβαίωσε ότι βραχυπρόθεσμα θα είναι «κανόνας η αύξηση κατά 50 μονάδες βάσης». Μιλώντας στη γαλλική Le Monde, ο ντε Γκίντος είπε ότι «παρά τις προβλέψεις για ύφεση στην ευρωζώνη, η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής πρέπει να συνεχιστεί. Θα πρέπει να αυξάνουμε τα επιτόκια με αυτόν τον ρυθμό για μια χρονική περίοδο, καθώς συνεχίζεται μάχη με τον πληθωρισμό», πρόσθεσε.
Χρονιά για ριψοκίνδυνους επενδυτές
Αυτή η χρονιά δεν ήταν για τον λιπόψυχους επενδυτές στην Αμερική. Μετά την σταθερή άνοδο του Dow Jones από το 2020, ο δείκτης -βαρόμετρο της Γουόλ Στριτ άλλαξε κατεύθυνση τον Ιανουάριο και έκτοτε είχε μια σειρά από νευρικές εκρήξεις. Ο υψηλός πληθωρισμός και οι φόβοι για ύφεση, βύθισαν τον Dow Jones ακόμη και σε χαμηλό δύο ετών στα τέλη Σεπτεμβρίου.
Μετά τις ενδιάμεσες εκλογές της 8ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ, οι αγορές φαίνεται πάντως να έχουν ηρεμήσει κάπως. Τουλάχιστον η πολιτική κρίση έχει τελειώσει και οι επενδυτές δεν χρειάζεται πλέον να φοβούνται τυχόν εκπλήξεις. Στις αγορές μπορεί να αρέσει το αποτέλεσμα – ένα διχασμένο Κογκρέσο με πλειοψηφία Ρεπουμπλικανών στη Βουλή και Δημοκρατικών στη Γερουσία – επειδή αυτό αποτρέπει ακραίες αλλαγές..
Στα υπόλοιπα δύο χρόνια του προέδρου Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο, δεν μπορούν πλέον να αναμένονται τεράστια προγράμματα δαπανών, όπως τα τρισεκατομμύρια που δόθηκαν για μέτρα στήριξης για τον κορωνοϊό, τις υποδομές και το κλίμα. Οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται να βοηθήσουν τον Πρόεδρο να εφαρμόσει την ατζέντα του. Το αντίθετο: Θα πρέπει να κάνουν τα πάντα με τις ανακριτικές επιτροπές και τις διαδικασίες παραπομπής για να πιέσουν όσο το δυνατόν περισσότερα τον Μπάιντεν.
Υπάρχει όμως και ένας τεράστιος κίνδυνος για τη χώρα και την παγκόσμια οικονομία. Κάποια στιγμή την άνοιξη του 2023, οι ΗΠΑ είναι πιθανό να φτάσουν το ανώτατο όριο του χρέους τους. Στη χειρότερη περίπτωση, η Αμερική απειλείται τότε με «χρεοκοπία», όπως στην κρίση του 2011, όταν η κατάρρευση αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή, αν και παρέσυρε τις αγορές προς τα κάτω. Προκειμένου να αποφευχθεί μια τέτοια δραματική κατάσταση, οι Δημοκρατικοί θέλουν να αυξήσουν το ανώτατο όριο του χρέους, ενώ το Κογκρέσο με την απερχόμενη σύνθεσή του είναι ακόμη στην εξουσία, πριν από την αλλαγή του έτους. Δεν είναι σαφές εάν θα το πετύχουν.
Μέχρι στιγμής πάντως, η αμερικανική οικονομία έχει αποδειχθεί εντυπωσιακά σταθερή. «Η οικονομία πηγαίνει πολύ καλύτερα από το αναμενόμενο», λέει ο Ράιαν Σουίτ από την Oxford Economics. Η Goldman Sachs υποθέτει ότι οι ΗΠΑ θα αποφύγουν ελάχιστα την ύφεση, την επόμενη χρονιά. Οι Αμερικανοί ανταποκρίνονται στη φήμη τους ως καταναλωτικό έθνος: οι λιανικές πωλήσεις αυξήθηκαν σημαντικά τον Οκτώβριο. Πολλά νοικοκυριά εξακολουθούν να ζουν από ένα οικονομικό μαξιλάρι και η αγορά εργασίας εξακολουθεί να είναι πιο «σφιχτή» από ό,τι θα ήθελε η Fed.
Ο τομέας της τεχνολογίας αναμένει πάντως ήδη την ύφεση: η Amazon, η Meta, το Twitter και άλλοι έχουν ξεκινήσει μαζικές απολύσεις. «Ο δρόμος μπροστά είναι πολύ πιο αβέβαιος από ό,τι ήταν πριν από ένα χρόνο και πιθανότατα θα χρειαστεί μερικές στροφές», λέει ο στρατηγικός αναλυτής της Morgan Stanley, Μάικλ Γουίλσον.
Γερμανία: «Τα παλιά βάρη επιστρέφουν»
Στη Γερμανία, πολλοί οικονομολόγοι προβλέπουν οικονομική ύφεση το επόμενο έτος, αν και το εύρος ποικίλλει. Ο ΟΟΣΑ εκτιμά μείωση του ΑΕΠ 0,7%, το Ινστιτούτο της Κολωνίας, πτώση 1,75% ,ενώ η κυβέρνηση Σολτς είναι συγκριτικά πιο αισιόδοξη, βλέποντας ύφεση 0,4%.
Ο ανανεωμένος κορυφαίος γερμανικός δείκτης Dax 40 είχε μια δύσκολη χρονιά. Ξεκίνησε καλά τον Ιανουάριο του 2022, σκαρφαλώνοντας στις 16.271 μονάδες στην αρχή του χρόνου. Αλλά, στη συνέχεια τα πράγματα δεν πήγαν καλά», λέει ο Σβεν Στράιμπελ, επικεφαλής στρατηγικός αναλυτής της DZ Bank στη Φρανκφούρτη. Και το περιβάλλον παραμένει δύσκολο.
Παρόλα αυτά, δεν είναι εντελώς απαισιόδοξος για το 2023 και πιστεύει ότι ο κορυφαίος γερμανικός δείκτης θα φτάσει στο υψηλό των 15.000 μονάδων προς το τέλος του έτους. Ωστόσο, ο Στράιμπλε λέει επίσης: «Δεν πιστεύω ότι θα φτάσουμε τα παλιά υψηλά όλων των εποχών στο χρηματιστήριο το επόμενο έτος, γιατί για αυτό θα χρειαζόμασταν υπέρογκη ανάπτυξη και εξωτερική ώθηση». Αλλά αυτό δεν φαίνεται – αλλά τουλάχιστον «ότι τα παλιά βάρη επιστρέφουν».
Οι εξελίξεις στον Dax είναι «μια αντανάκλαση της παγκόσμιας οικονομίας και το παραδοσιακό επιχειρηματικό μας μοντέλο έχει δεχθεί επίθεση από δύο πλευρές», λέει ο Ρόμπερτ Χάλβερ, επικεφαλής αναλυτής κεφαλαιαγοράς στη Baader Bank με έδρα τη Φρανκφούρτη. Από τη μια, η Γερμανία δεν έχει πλέον «απεριόριστα φθηνή ενέργεια», από την άλλη, οι παγκόσμιες αγορές πωλήσεων έχουν επίσης καταρρεύσει.
Το πώς θα εξελιχθεί η οικονομική πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης το 2023 είναι ασαφές. Εν όψει των πολλών οικονομικών επιβαρύνσεων που πρέπει να αντισταθμίσει το κράτος μεταξύ των πολιτών, το SPD και οι Πράσινοι θα σκέφτονταν ήδη να αυξήσουν τον ανώτατο φορολογικό συντελεστή. Αλλά το FDP είναι αυστηρά εναντίον μιας τέτοιας κίνησης. Το Συμβούλιο των «Σοφών» που συμβουλεύει την κυβέρνηση, υποστήριξε πρόσφατα την αύξηση του ανώτατου φορολογικού συντελεστή για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Αλλά ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ (FDP) καθησύχασε αμέσως τις επιχειρηματικές ενώσεις. «Δεν θα γίνει κάτι τέτοιο. Γιατί τα πρόσθετα βάρη αυξάνουν τον κίνδυνο ύφεσης και αποδυναμώνουν διαρθρωτικά τη Γερμανία ως επιχειρηματική βάση», τόνισε ο Λίντνερ.
Ανησυχία στο City
«Σημαντική ανακούφιση, σοβαρή ανησυχία», με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να περιγραφεί η διάθεση στο City του Λονδίνου. Όπως και ολόκληρη η Βρετανία, οι επενδυτές στο πιο σημαντικό διεθνές χρηματοπιστωτικό κέντρο της Ευρώπης, παρακολούθησαν έντρομοι το πολιτικό χάος στην Ντάουνιγκ Στριτ.
Η παραίτηση του πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον, η εσωκομματική εκλογή της εντελώς ακατάλληλης και οικονομικά «αγράμματης» Λιζ Τράς, προκάλεσαν χάος και σχεδόν, οικονομική κρίση. Τελικά, με την παραίτηση της Τρας μετά από 44 ημέρες στην εξουσία και ο διορισμός του πρώην υπουργού Οικονομικών Ρίσι Σούνσακ στην πρωθυπουργία, έδωσε σε πολλούς επενδυτές την ελπίδα για μια λιγότερο ταραχώδη φάση.
«Επιτέλους υπάρχουν και πάλι δύο ενήλικες στο τιμόνι», αναστενάζει ανακουφισμένος ένας έμπειρος αναλυτής στο City, αναφερόμενος τόσο στον Σουνάκ όσο και στον διάδοχό του Τζέρεμι Χαντ στο υπουργείο Οικονομικών. Λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του στα μέσα Οκτωβρίου, ο Τζέρεμι Χαντ έφερε ηρεμία στις αγορές ομολόγων και συναλλάγματος ρίχνοντας στη …Μάγχη όλα τα μέτρα που σχεδίαζε η Τρας. Με τον συμπληρωματικό προϋπολογισμό του τον Νοέμβριο, ο Χαντ σηματοδότησε την επιστροφή σε μια υγιή οικονομική πολιτική.
Οι Βρετανοί αντιμετωπίζουν πάντως ζοφερούς καιρούς τους επόμενους μήνες. Σύμφωνα με την εθνική στατιστική υπηρεσία, το ΑΕΠ ήταν ήδη αρνητικό το τρίτο τρίμηνο. Η χώρα βρίσκεται εδώ και καιρό σε ύφεση που δεν είναι πιθανό να τελειώσει μέχρι το 2024. Το βιοτικό επίπεδο θα μειωθεί κατά 4,3% στο φορολογικό έτος έως τον Απρίλιο του 2023 και κατά άλλο 2,8% την επόμενη χρονιά. Πρόκειται για την μεγαλύτερη πτώση, από τότε που οι στατιστικολόγοι άρχισαν να το υπολογίζουν, το 1956. Το εθνικό χρέος ήταν 98% του ΑΕΠ στα τέλη Σεπτεμβρίου. Η κυβέρνηση πρέπει ήδη να δαπανήσει το 4,8% του ΑΕΠ αντί για το 1,2%, όπως έκανε πριν από δύο χρόνια, μόνο για να εξυπηρετήσει τους οφειλόμενους τόκους.
Αν και η πολιτική μπορεί να ηρεμεί, η οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται «σε καταιγίδα», όπως είπε ο Χαντ. Τα μεταρρυθμιστικά σχέδια της κυβέρνησης προσθέτουν στις οικονομικές ανησυχίες. Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, ο Χαντ έχει δεσμευτεί ρητά για την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας της Αγγλίας, που ήδη μετράει 328 χρόνια ζωής. Ωστόσο, μια σύγκρουση σχετικά με τον ρόλο των εποπτικών αρχών των τραπεζών, εξακολουθεί να σιγοκαίει.
Κίνα: Υψηλό το κόστος του μηδενικού Covid
Η χρονιά για τις αγορές ήταν αρκετά κακή σε όλο τον κόσμο, αλλά ήταν ιδιαίτερα καταθλιπτική στην Κίνα. Ο δείκτης Hang Seng ήταν ακόμα στις 25.000 μονάδες πριν από ένα χρόνο, ενώ έφτασε να υποχωρεί στο χαμηλό των 15.000 μονάδων, πριν από μερικές εβδομάδες. Η μετοχή της Alibaba, του γίγαντα των διαδικτυακών αγορών στην Κίνα, έπεσε από τα 160 δολάρια σε λίγο κάτω από τα 60 δολάρια. Η Tencent, ο δεύτερος μεγάλος τεχνολογικός γίγαντας από την Κίνα, δεν φαίνεται και πολύ καλύτερα.
Το υψηλό κόστος της πολιτικής του μηδενικού Covid γίνεται πλέον όλο και πιο εμφανές. Πόλεις με εκατομμύρια ανθρώπους κλείνουν ξανά και ξανά επειδή ο αριθμός των νέων κρουσμάτων κορωνοϊού αυξάνεται πολύ γρήγορα. Πολλά εργοστάσια είναι κλειστά, ειδικά κοντά στο Γκουανγκτζού. Στο Σεντζού, στην επαρχία Χενάν, η παραγωγή iPhone σταμάτησε πρόσφατα για μερικές εβδομάδες. Όλα αυτά έχουν αντίκτυπο στην οικονομία: η κινεζική οικονομία θα αναπτυχθεί μόνο κατά 2,9% φέτος, σύμφωνα με εκτίμηση της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Στην Κίνα, ωστόσο, υπάρχουν πρόσθετοι κίνδυνοι: Η κρίση των ακινήτων σιγοκαίει για πάνω από ένα χρόνο. Η γιγάντια εταιρεία Evergrande είναι στην πραγματικότητα χρεοκοπημένη και διατηρείται στη ζωή τεχνητά, από την κυβέρνηση. Αυτό γίνεται για να αποφευχθεί μια πυρκαγιά. Το αποτέλεσμα του πειράματος είναι ακόμα αβέβαιο. Η κατασκευαστική βιομηχανία είναι υπεύθυνη για έως και 30% της οικονομικής παραγωγής της Κίνας.
Τέλος, υπάρχει επίσης ο κίνδυνος γεωπολιτικών αναταραχών: η κρίση στην Ταϊβάν και ο κίνδυνος στρατιωτικής εισβολής στο νησί από το Πεκίνο ήταν υψηλότεροι φέτος από ό,τι ήταν εδώ και δεκαετίες. Το εμπάργκο στους ημιαγωγούς που επέβαλε η κυβέρνηση Μπάιντεν τον Οκτώβριο, πλήττει επίσης σκληρά τις κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας.
Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, ότι οι ξένοι επενδυτές προτίμησαν να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους από την ηπειρωτική χώρα το 2022. Μόνο τους πρώτους τρεις μήνες του τρέχοντος έτους, μη Κινέζοι έμποροι πούλησαν μετοχές αξίας 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το υψηλότερο από το 2014.
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι το 2023 μπορεί μόνο να γίνει καλύτερο. Υπάρχει τώρα μια ισχυρή απόκλιση μεταξύ των κινεζικών μετοχών και των παγκόσμιων αγορών. Ενώ ο δείκτης Shanghai CSI 300 είναι μόλις 3% υψηλότερος από ό,τι στο τέλος του 2019, ο αμερικανικός S&P 500 σημειώνει άνοδο περισσότερο από 30%.
Οι πρώτες λάμψεις ελπίδας φάνηκαν πρόσφατα: υπήρξε ένα ράλι στις αρχές Νοεμβρίου, δημιουργώντας ελπίδες ότι τα χειρότερα μπορεί να έχουν ήδη τελειώσει. Καθώς οι φήμες διαδόθηκαν ότι η Κίνα τερμάτιζε σιγά σιγά την πολιτική της για μηδενικό Covid, ο δείκτης Hang Seng εκτινάχθηκε 10% σε μια μέρα. Οι ειδικοί αναμένουν ότι η πρώτη χαλάρωση θα γίνει το νωρίτερο τον Μάρτιο του επόμενου έτους. Εάν η παγκόσμια οικονομία, οι τιμές της ενέργειας και η γεωπολιτική παίξουν τον ρόλο τους, οι επενδυτές θα μπορούσαν πράγματι να δουν ένα ράλι στις κινεζικές μετοχές.
Η Ιαπωνία ανταμείβεται
Η Ιαπωνία ξεχώρισε πάντως με έναν ιδιαίτερο τρόπο: Σε αντίθεση με την Fed και την ΕKT, η Τράπεζα της Ιαπωνίας μπόρεσε να διατηρήσει το βασικό επιτόκιο στο μείον 0,1% και καθόρισε την απόδοση των δεκαετών κρατικών ομολόγων γύρω στο μηδέν. Αν και ο ρυθμός πληθωρισμού ανέβηκε στο υψηλό του 3% το φθινόπωρο, ο τιμάριθμος συγκρατήθηκε σε σύγκριση με την ΕΕ και τις ΗΠΑ.
Το χρηματιστήριο του Τόκιο υπέστη σχετικά μικρές ζημιές εφέτος. Στα μέσα Νοεμβρίου, ο κορυφαίος δείκτης Nikkei 225 ήταν μόλις 4% κάτω από το επίπεδο στην αρχή του έτους.
Η Ιαπωνία είχε καλύτερες επιδόσεις από τον παγκόσμιο χρηματιστηριακό δείκτη MSCI World και τον Dow Jones. Ωστόσο, η ιαπωνική αγορά είχε πέσει πολύ πίσω από τις αμερικανικές μετοχές τα προηγούμενα χρόνια. Το 2022, αυτό το χάσμα αρχικά μειώθηκε απότομα, αλλά διευρύνθηκε ξανά καθώς η Γουολ Στριτ ανέκαμψε προς το τέλος του έτους.
Η υψηλή διαφορά των τεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ των κρατικών ομολόγων της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ, αποδυνάμωσε το ιαπωνικό νόμισμα με δραματικό τρόπο: από την αρχή του έτους, το γεν έχει χάσει περίπου το ένα τέταρτο της αξίας του έναντι του δολαρίου. Το αδύναμο γιεν έκανε τις ιαπωνικές εισαγωγές τροφίμων και καυσίμων πιο ακριβές πέρα από τις παγκόσμιες αυξήσεις των τιμών των εμπορευμάτων και των υλικών.
Στο παρελθόν, βέβαια, Ιάπωνες εξαγωγείς, όπως η Panasonic και η Toyota, ωφελήθηκαν από την υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος, επειδή τα ξένα κέρδη από τον επαναπατρισμό στην Ιαπωνία αυξάνονται όταν υπολογίζονται σε γιεν.
Η κυβέρνηση στηρίζει την οικονομία
Παρά το αδύναμο γιεν, η ιαπωνική κεντρική τράπεζα μπόρεσε να επιμείνει στην εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική της επειδή η κυβέρνηση παρενέβη πολλές φορές στην αγορά συναλλάγματος.
Την ίδια στιγμή, ο πρωθυπουργός Φούμιο Κισίντα, υιοθέτησε πολλά πακέτα τόνωσης με άμεσες επιδοτήσεις τιμών για τη βενζίνη, το ντίζελ, το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια. Με αυτόν τον τρόπο, ο Κισίντα, περιόρισε την επίδραση του αδύναμου γιεν στον πληθωρισμό. Η κυβέρνηση και η κεντρική τράπεζα ενήργησαν παράλληλα, επειδή η ιαπωνική οικονομία δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει τα υψηλότερα επιτόκια: το 70% όλων των τραπεζικών δανείων στην Ιαπωνία έχουν επιτόκιο μικρότερο από 1%. «Σημαντικά υψηλότερα επιτόκια δανείων θα προκαλούσαν ένα κύμα αφερεγγυότητας», εξηγεί ο Ιάπωνας οικονομολόγος Ρίτσαρντ Κατς.
Οι ιαπωνικές μετοχές ήταν ασυνήθιστα φθηνές φέτος. Η Ιαπωνία είναι μια αγορά ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμη, επομένως, εάν υπάρξει αναταραχή στη χρηματοπιστωτική αγορά, πολύ ξένο κεφάλαιο ρέει γρήγορα έξω. Ταυτόχρονα, η απότομη υποτίμηση του γιεν επιτάχυνε τις πωλήσεις. Την ίδια στιγμή, οι 500 κορυφαίες εταιρείες στην Ιαπωνία αύξησαν τις αγορές μετοχών τους με ασυνήθιστα μεγάλο ρυθμό, αντισταθμίζοντας σε μεγάλο βαθμό την αποχώρηση των ξένων. Για το οικονομικό έτος που λήγει τον Μάρτιο του 2023, οι αναλυτές της NLI Research αναμένουν ότι οι εξαγορές θα ξεπεράσουν το ρεκόρ του προηγούμενου έτους των οκτώ τρισεκατομμυρίων γιεν (55 δισ. ευρώ).