Οι αντιμονοπωλιακές ρυθμιστικές αρχές της ΕΕ κατέληξαν σε τελική συμφωνία με την Amazon , τρία χρόνια αφότου αξιωματούχοι στις Βρυξέλλες ξεκίνησαν έρευνα για το αν η εταιρεία χρησιμοποιεί δεδομένα για να συμμετέχει σε αντιανταγωνιστικές πρακτικές, σύμφωνα με τους Financial Times.
Η Amazon συμφώνησε να δώσει στα ανταγωνιστικά προϊόντα μεγαλύτερη ορατότητα στο “buy box”, το οποίο ωθεί την πλειοψηφία των αγορών του ιστότοπου, ανέφεραν οι Financial Times. Και οι καταναλωτές φέρεται να βλέπουν μια πρόσθετη προτεινόμενη προσφορά σε περιπτώσεις όπου η ταχύτητα της παράδοσής τους δεν είναι τόσο σημαντική.
Σύμφωνα με το άρθρο, οι πωλητές που χρησιμοποιούν τη συνδρομή Prime της Amazon δεν θα δεσμεύονται από τις υπηρεσίες εφοδιαστικής της Amazon και θα μπορούν να διαπραγματεύονται απευθείας τους όρους με τις διάφορες υπηρεσίες.
Η συμφωνία αναμένεται να ανακοινωθεί στις 20 Δεκεμβρίου, ανέφερε η βρετανική εφημερίδα, σημειώνοντας ότι η ημερομηνία μπορεί να αλλάξει. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δήλωσε στο CNBC ότι οι έρευνες βρίσκονται σε εξέλιξη.
Σημαντική νίκη για την ΕΕ η συμφωνία
Η συμφωνία θα είναι μια σημαντική νίκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και δείχνει πώς οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας θα πρέπει να συμμορφώνονται με τη νέα νομοθεσία για τις ψηφιακές αγορές που εγκρίθηκε τον Σεπτέμβριο. Η νομοθεσία αυτή είναι ένα σαρωτικό σύνολο κανόνων που αποσκοπεί στον περιορισμό της ισχύος στην αγορά των εταιρειών που έχουν σφιχτό έλεγχο της οικονομίας του διαδικτύου. Βασικός στόχος των μεταρρυθμίσεων είναι να αποτρέψουν τους τεχνολογικούς κολοσσούς από το να καταχραστούν τη θέση τους στην αγορά και να βλάψουν τους μικρότερους ανταγωνιστές.
«Παρόλο που έχουμε σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη νομοθεσία για τις ψηφιακές αγορές που στοχοποιεί άδικα την Amazon και μερικές άλλες αμερικανικές εταιρείες και διαφωνούμε με αρκετά συμπεράσματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έχουμε συνεργαστεί εποικοδομητικά με την Επιτροπή για να αντιμετωπίσουμε τις ανησυχίες τους», ανέφερε εκπρόσωπος της Amazon σε δήλωσή του στο CNBC.
Οι συνέπειες για την παραβίαση των κανόνων της νομοθεσίας μπορεί να είναι σοβαρές. Οι εταιρείες μπορούν να αντιμετωπίσουν δυνητικά πρόστιμα έως και 10% των παγκόσμιων εσόδων τους, ενώ για τους επαναλαμβανόμενους παραβάτες, αυτό θα αυξηθεί στο 20%.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από CNBC