Εξήντα δολάρια το βαρέλι: Οι χώρες της ΕΕ συμφώνησαν σε αυτό το ανώτατο όριο τιμής για το ρωσικό πετρέλαιο. Για να αποτρέψουν τη Ρωσία να έχει κέρδη δισεκατομμυρίων από τις εξαγωγές πετρελαίου.
Η συμφωνία που επετεύχθη από τους εκπροσώπους των 27 στις Βρυξέλλες,προβλέπει ένα αρχικό πλαφόν στα 60 δολάρια το βαρέλι, όπως επιβεβαίωσε η πρωθυπουργός της Εσθονίας Κάγια Κάλλας. Η τιμή θα είναι έως και 9 ευρώ χαμηλότερη από την πιο πρόσφατη τιμή αγοράς για το ρωσικό πετρέλαιο Urals.
Η απόφαση προβλέπει την αναθεώρηση του ανώτατου ορίου τιμών κάθε δύο μήνες. Θα πρέπει πάντα να είναι τουλάχιστον 5% κάτω από μια μέση τιμή που καθορίζεται από τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (IEA). Εκτός από την ΕΕ, στο πλαφόν θα συμμετέχουν χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, ο Καναδάς, η Ιαπωνία και η Αυστραλία.
Το ανώτατο όριο τιμής έχει στόχο να συμπληρώσει το εμπάργκο πετρελαίου κατά της Ρωσίας που αποφάσισε η ΕΕ τον Ιούνιο . Μεταξύ άλλων, αυτό προβλέπει την απαγόρευση της αγοράς, εισαγωγής ή αποστολής αργού πετρελαίου και ορισμένων προϊόντων πετρελαίου από τη Ρωσία στην ΕΕ. Οι περιορισμοί ισχύουν από τις 5 Δεκεμβρίου για το αργό πετρέλαιο και από τις 5 Φεβρουαρίου 2023 για τα άλλα προϊόντα πετρελαίου.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε ότι το πλαφόν θα μειώσει σημαντικά τα έσοδα της Ρωσίας. Θα βοηθήσει επίσης στη σταθεροποίηση των παγκόσμιων τιμών της ενέργειας, κάτι που θα ωφελήσει τις αναδυόμενες αγορές σε όλο τον κόσμο.Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν η κύρια πηγή εσόδων της Ρωσίας, ακριβώς λόγω των εισαγωγών ορυκτών καυσίμων, κυρίως φυσικού αερίου και πετρελαίου.
Από τις 24 Φεβρουαρίου 2022 και την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η Ρωσία έχει κερδίσει πάνω από 122 δισεκατομμύρια δολάρια από τις εξαγωγές σε ευρωπαϊκές χώρες.
Πλαφόν από τη Δευτέρα
Σύμφωνα με τα σχέδια της ΕΕ, το πλαφόν θα ισχύει από τη Δευτέρα. Προκειμένου να επιβληθεί το ανώτατο όριο τιμής, θα πρέπει να ρυθμιστεί ότι στο μέλλον οι εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου μπορούν να παρέχονται ατιμώρητα, μόνο εάν η τιμή του δεν υπερβαίνει το πλαφόν.
Οι δυτικές ναυτιλιακές εταιρείες θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα πλοία τους για να συνεχίσουν να μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο σε τρίτες χώρες όπως η Ινδία. Ο κανονισμός θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται σε άλλες σημαντικές υπηρεσίες, όπως η ασφάλιση, η τεχνική βοήθεια και η χρηματοδότηση και οι υπηρεσίες μεσιτείας.
Οι ασφαλιστικές εταιρείες θα χρειάζονται πάντως μόνο πιστοποιητικό από τη ναυτιλιακή εταιρεία ότι το φορτίο τους δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο της τιμής του πετρελαίου. Δεν ελέγχεται και η ασφαλιστική εταιρεία δεν θα ευθύνεται για το γεγονός ότι τα στοιχεία είναι σωστά. Θα είναι επίσης πολύ δύσκολο για τις ναυτιλιακές εταιρείες να ελέγξουν εάν τηρείται το ανώτατο όριο της τιμής του πετρελαίου.
Οι μεγάλες ναυτιλιακές εταιρείες θα μπορούσαν να κάνουν ασφάλιση στα πλοία τους από άλλες χώρες. Ακόμη και οι ίδιοι οι Ρώσοι θα μπορούσαν να προσφέρουν ασφάλιση για να παρακάμψουν το ανώτατο όριο της τιμής του πετρελαίου, με αποτέλεσμα να αμβλύνουν το μέτρο με την πάροδο του χρόνου.
Ωστόσο, οι μεγάλοι παίκτες είναι συνήθως εξαιρετικά προσεκτικοί. Ιδιαίτερα οι ναυτιλιακές εταιρείες ανησυχούν ότι οι κυρώσεις θα μπορούσαν να επηρεάσουν την εταιρεία τους. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ ελέγχουν πολύ σημαντικά τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας, τα οποία δεν θέλει κανείς να χάσει ως πελάτες ή επιχειρηματικούς εταίρους. Η επίδραση του μέτρου θα μπορούσε να είναι αισθητή, ειδικά στην αρχή, αλλά θα μειώνεται πάντως με την πάροδο του χρόνου, καθώς δεν αποκλείεται να υπάρξει τρόπος παράκαμψης των κανόνων με διάφορες ερμηνείες.
Η αντίδραση της Μόσχας
Η Μόσχα αντέδρασε υποστηρίζοντας ότι η ΕΕ, μαζί με τους διεθνείς εταίρους της, θέλει να αναγκάσει τη Ρωσία να πουλάει πετρέλαιο κάτω από την τιμή της αγοράς σε πελάτες σε άλλες χώρες. Σύμφωνα με τον επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Κρατικής Δούμας, Λεονίντ Σλούτσκι, οι αποφάσεις της ΕΕ θέτουν σε κίνδυνο τη δική της ενεργειακή ασφάλεια και παραβιάζουν επίσης τους νόμους της αγοράς. Και όλα αυτά για να ικανοποιηθούν οι φιλοδοξίες των εταίρων στο εξωτερικό», είπε ο Σλούτσκι, αναφερόμενος στις Ηνωμένες Πολιτείες .
«Αλλά οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν να περιμένουν καμία βοήθεια από εκεί», υποστήριξε ο Ρώσος αξιωματούχος.Για να αντισταθμίσει τις απώλειες των εξαγωγών της από την Ευρώπη, η Ρωσία στρέφεται σε άλλες αγορές, κυρίως στην Ασία. Η Ρωσία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου στον κόσμο και έχει εκτρέψει μεγάλο μέρος των εξαγωγών της στην Ινδία, την Κίνα και άλλες ασιατικές χώρες σε μειωμένες τιμές.
Οι εξαγωγές μειώθηκαν ελαφρώς, αλλά τα κέρδη διατηρήθηκαν υψηλά λόγω των υψηλών τιμών. Ο πρόεδρος Πούτιν προειδοποίησε πρόσφατα ότι ένα ανώτατο όριο στην τιμή του πετρελαίου θα μπορούσε να έχει «σοβαρές συνέπειες» για την αγορά ενέργειας.
Το σενάριο που προτείνει ο Πούτιν είναι ότι η Ρωσία είτε δεν μπορεί πλέον να πουλάει το πετρέλαιο της είτε δεν θέλει να το πουλήσει σε κράτη που συμμετέχουν στο πλαφόν. Η ρωσική πλευρά έχει επανειλημμένα τονίσει ότι θα σταματήσει τις πωλήσεις σε αυτές τις χώρες.
Ποιος είναι ο στόχος;
Εάν η ΕΕ θέλει να πλήξει τους Ρώσους μειώνοντας τα έσοδά τους από το αργό, η τιμή θα πρέπει να ωθηθεί κάτω από το επίπεδο που χρειάζεται η Ρωσία για να χρηματοδοτήσει τον προϋπολογισμό της με έσοδα από το πετρέλαιο. Το όριο εκτιμήθηκε περίπου στα 60 δολάρια. Αλλά μόνο αν η τιμή ήταν πολύ κάτω από αυτό το όριο, θα προκαλούσε πραγματικές δυσκολίες στον ρωσικό κρατικό προϋπολογισμό. Η Ρωσία έχει αντιμετωπίσει σοβαρά κρατικά ελλείμματα και σοβαρή ύφεση σε περιόδους όπου η τιμή αγοράς του πετρελαίου είχε πέσει κάτω από αυτό το όριο. Για τον λόγο αυτό η Ουκρανία και τα «γεράκια» στην Ανατολική Ευρώπη,ζητούσαν ένα σημαντικά χαμηλότερο ανώτατο όριο-ακόμη και στα 35 δολάρια το βαρέλι.
Ο ειδικός στις πρώτες ύλες Κλάους Γιόυργκεν Γκερμ εξηγεί ότι «το ανώτατο όριο τιμών έχει σκοπό να μειώσει τις δυνατότητες της Ρωσίας να επωφεληθεί από τις υψηλές τιμές της ενέργειας και να βελτιώσει έτσι τα δημόσια οικονομικά της, χωρίς ταυτόχρονα, να περιορίζεται μαζικά η προσφορά πετρελαίου στον κόσμο. Αυτός είναι ο κίνδυνος επιβολής εμπάργκο. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει πετρέλαιο στην παγκόσμια αγορά, αυτό οδηγεί σε μεγάλες εντάσεις στις αγορές και αύξηση των τιμών. Αυτό πρέπει να αποφευχθεί επιτρέποντας στους Ρώσους να πουλούν πετρέλαιο, αλλά σε τιμή που δεν είναι πολύ υψηλή.
Φόβοι ότι δεν θα λειτουργήσει το πλαφόν
Ο Γερμανός ειδικός λέει πάντως ότι ένα πλαφόν στα 60 δολάρια δεν θα είχε καμία επίδραση αυτή τη στιγμή. Γιατί οι Ρώσοι πουλάνε το πετρέλαιό τους αυτή τη στιγμή σε χαμηλότερες τιμές. Η τιμή spot για το πετρέλαιο Urals είναι σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη χαμηλότερη. Τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια με μεγάλους πελάτες έχουν έκπτωση και δεν θα επηρεαστούν καθόλου από ένα ανώτατο όριο τιμής του ρωσικού πετρελαίου. Η εισαγωγή του ανώτατου ορίου ούτως ή άλλως μπορεί να έχει νόημα απλώς για να φανεί πώς θα αντιδράσει η Ρωσία σε αυτό.
Παρά τις κυρώσεις, δεν είναι εύκολο για την ΕΕ να αντικαταστήσει ξαφνικά τις εισαγωγές φυσικού αερίου και πετρελαίου της Ρωσίας. Ακόμη και σήμερα, τον Δεκέμβριο του 2022, η Ευρωπαϊκή Ένωση ξοδεύει πάνω από 700 εκατομμύρια ευρώ την ημέρα για να προμηθεύεται φυσικό αέριο και πετρέλαιο.
Οι κυρώσεις δημιούργησαν παράδοξα αποτελέσματα: για παράδειγμα, η Ιταλία μείωσε σημαντικά την εξάρτησή της από το ρωσικό αέριο, αλλά το πετρέλαιο συνέχισε να φθάνει επίσης λόγω ενός από τα κύρια διυλιστήρια της χώρας, του Lukoil Isab στο Πριόλο
Ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν ότι το εμπάργκο πετρελαίου δεν θα λειτουργήσει,όπως αναμένεται.Οι ευρωπαϊκές χώρες προσπαθούν να βρουν μια δύσκολη ισορροπία μεταξύ της επιθυμίας περιορισμού των ρωσικών εσόδων και της αποφυγής κρίσης στην αγορά.
Μόνο η Κίνα θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη ρωσική δυναμική, λόγω της πολιτικής του «μηδενικού Covid». Ωστόσο, παρά τους περιορισμούς, η Κίνα εξακολουθεί να αγοράζει περίπου 2 εκατομμύρια βαρέλια ρωσικού πετρελαίου την ημέρα, τους τελευταίους μήνες, σε σύγκριση με 1,6-1,8 εκατομμύρια στις αρχές του 2022.
Επιπλέον, όσο περισσότερο χάνεται το ρωσικό πετρέλαιο στις παγκόσμιες αγορές, τόσο πιο πιθανό είναι να αυξηθούν οι τιμές, προς όφελος της Ρωσίας και άλλων μεγάλων χωρών εξαγωγής πετρελαίου. Ταυτόχρονα,τιμωρούνται οι καταναλωτές, που έχουν ήδη συντριβεί εν μέσω της χειρότερης πληθωριστικής κρίσης των τελευταίων δεκαετιών, κυρίως λόγω των αυξήσεων των τιμών της ενέργειας και των συνεπειών της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία.