Πρόσφατα, οι από καιρό ξεχασμένες φωνές συνεργασίας ακούστηκαν και πάλι στη σύνοδο κορυφής των χωρών της ομάδας G20 καθώς και σε άλλες διεθνείς συσκέψεις. Ταυτόχρονα, με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να ανακοινώνει πριν λίγο καιρό την επιβράδυνση των αυξήσεων των επιτοκίων, επήλθε κάποια χαλάρωση στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα και η παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη έδειξε σημάδια βελτίωσης.
Στις 16 Νοεμβρίου ολοκληρώθηκε η σύνοδος κορυφής της G20 στο Μπαλί της Ινδονησίας. Η σύνοδος ενέκρινε τη «Διακήρυξη των G20 του Μπαλί» δηλώνοντας ότι, σε αυτή την κρίσιμη στιγμή για την παγκόσμια οικονομία, η ομάδα των G20 πρέπει να λάβει άμεσα στοχευμένες, ακριβείς, γρήγορες και απαραίτητες ενέργειες «χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα πολιτικά εργαλεία, συμπεριλαμβανομένης και της κοινής αντιμετώπισης των προκλήσεων μέσω της διεθνούς μακροοικονομικής και έμπρακτης συνεργασίας». Κατά τη διάρκεια της συνόδου πραγματοποιήθηκε η πρώτη κατ’ ιδίαν συνάντηση μετά από τρία χρόνια, ιδίως λόγω της πανδημίας, των προέδρων της Κίνας και των ΗΠΑ, προσελκύοντας το παγκόσμιο ενδιαφέρον.
Στις 19 Νοεμβρίου ολοκληρώθηκε επίσης η 29η σύνοδος του φόρουμ Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας – Ειρηνικού (APEC). Η σύνοδος ενέκρινε τη «Διακήρυξη των ηγετών της APEC για το 2022» και τους «Στόχους της Μπανγκόκ για τη βιοκυκλική οικονομία», δηλώνοντας ότι όλα τα μέρη πρέπει να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στους τρεις τομείς προτεραιότητας (ολοκληρωμένο άνοιγμα, ολοκληρωμένη συνδεσιμότητα και συνολική ισορροπία) για την προώθηση μιας μακροπρόθεσμης, ισχυρής, καινοτόμου και χωρίς αποκλεισμούς οικονομικής και βιώσιμης ανάπτυξης στην περιοχή της Ασίας – Ειρηνικού.
Ορισμένοι αναλυτές επισημαίνουν ότι υπό τη ζοφερή κατάσταση των πολλαπλών παγκόσμιων κρίσεων, οι σύνοδοι της ομάδας G20 και της APEC αντίστοιχα προσέφεραν ευκαιρίες στις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου για να αποσαφηνίσουν τις θέσεις τους, να συζητήσουν τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν και να εργαστούν σκληρά για να καθορίσουν πεδία συνεργασίας. Η πολυμερής δέσμευση για την αντιμετώπιση των παγκόσμιων προκλήσεων είναι ιδιαιτέρως σημαντική καθώς, ως απάντηση στην απειλή της ύφεσης, θα έχει θετικό αντίκτυπο στη μεταβολή της παγκόσμιας οικονομίας.
Εκτός από τα θετικά αποτελέσματα που ανακοίνωσαν κάποιες χώρες, ορισμένοι αρνητικοί παράγοντες επίσης υποχώρησαν. Πιο συγκεκριμένα, οι αυξημένες προσδοκίες για επιβράδυνση της αύξησης των επιτοκίων στις ΗΠΑ μείωσαν βραχυπρόθεσμα τις εντάσεις στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική αγορά.
Στις 14 Νοεμβρίου η αντιπρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ Λάελ Μπρέιναρντ δήλωσε ότι θα ήταν σκόπιμο η Τράπεζα να μετριάσει σύντομα τον ρυθμό αύξησης των επιτοκίων της, υπογραμμίζοντας πάντως ότι οι αυξήσεις δεν πρόκειται να σταματήσουν πλήρως. Ανώτατα στελέχη της Τράπεζας έχουν χρησιμοποιήσει συχνά παρόμοιες μεθόδους για να κατευθύνουν τις προσδοκίες της αγοράς, τονίζοντας τόσο τη συνέχιση των αυξήσεων των επιτοκίων όσο και την επιβράδυνση της αύξησης αυτής. Για παράδειγμα, στις αρχές Νοεμβρίου, μετά από συνεδρίαση για τη νομισματική πολιτική, ο Πρόεδρος της Τράπεζας Τζερόμ Πάουελ έκανε παρόμοιες δηλώσεις. Η εναλλαγή αυτή των δηλώσεων της Τράπεζας αντικατοπτρίζει τους αντικρουόμενους πολιτικούς στόχους των αρχών των ΗΠΑ καθώς η απότομη αύξηση των πιέσεων στην αγορά κρατικών ομολόγων πρόκειται να καταστεί σημαντικότατο πρόβλημα στο εγγύς μέλλον.
Στις 17 Νοεμβρίου το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ δημοσίευσε την «Έκθεση Διεθνούς Ροής Κεφαλαίων » για τον Σεπτέμβριο, σύμφωνα με την οποία το συνολικό ποσό ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου που κατέχουν ξένοι επενδυτές μειώθηκε στα 7.296,9 δισεκατομμύρια δολάρια, πέφτοντας πιο χαμηλά από το ήδη χαμηλότερο επίπεδο του Ιουνίου 2021. Οι μηνιαίες πωλήσεις ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου για τον Σεπτέμβριο έφτασαν τα 212,1 δισεκατομμύρια δολάρια. Μεταξύ των 10 κορυφαίων κατόχων των ομολόγων αυτών οι 8, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας και της Κίνας, επέλεξαν να πουλήσουν ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου.
Ορισμένοι αναλυτές επισημαίνουν ότι η επιθετική αύξηση των επιτοκίων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ οδήγησε σε αύξηση των αποδόσεων των αμερικανικών ομολογιών, σε μείωση των τιμών και σε αύξηση του κινδύνου κατοχής τους. Το γεγονός αυτό οδήγησε τις αρχές των ΗΠΑ να επικεντρωθούν στους κινδύνους ρευστότητας που αντιμετωπίζει η αγορά ομολογιών του δημοσίου, επηρεάζοντας στη συνέχεια τον ρυθμό αύξησης των επιτοκίων. Αυτή ήταν ακριβώς η επίπτωση των επιθετικών αυξήσεων των επιτοκίων της Τράπεζας.
Αξιοσημείωτες είναι επίσης και οι εξελίξεις για την κρίση στην Ουκρανία. Στις 15 Νοεμβρίου, στη διάρκεια της συνόδου κορυφής της G20, τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία αναφέρθηκαν στο ζήτημα των μεταξύ τους διαπραγματεύσεων. Αν και οι όροι διαπραγματεύσεών τους διίστανται, η σύνοδος αποτέλεσε μια καλή ευκαιρία για να αρθεί το αδιέξοδο. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, οι ΗΠΑ, οι ηθικοί αυτουργοί της κρίσης στην Ουκρανία, έκαναν πρόσφατα μια ανεπαίσθητη αλλαγή στις δηλώσεις τους. Για παράδειγμα, ο αρχηγός του αμερικανικού επιτελείου Μαρκ Μίλεϊ δήλωσε σε συνέντευξη τύπου που πραγματοποιήθηκε στις 16 Νοεμβρίου στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας των ΗΠΑ ότι θεωρεί απίθανο η Ουκρανία να καταφέρει μια στρατιωτική νίκη κατά της Ρωσίας βραχυπρόθεσμα και ότι «εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα επίλυσης της μεταξύ τους σύγκρουσης μέσω πολιτικών διαπραγματεύσεων». Απομένει να δούμε πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση. Εάν οι γεωπολιτικές εντάσεις αντιστραφούν, τότε οι εξελίξεις θα παραμείνουν ευοίωνες για την παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη.
Σήμερα η πανδημία της COVID-19 συνεχώς εξελίσσεται και μάλιστα επιδεινώνεται. Η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνεται, η φτώχεια αυξάνεται και η παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη εξακολουθεί να αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες. Ως εκ τούτου, όλα τα μέρη πρέπει να αδράξουν απαρέγκλιτα τις σπάνιες ευκαιρίες που τώρα προσφέρονται, να προασπιστούν την πραγματική πολυμέρεια, να ενισχύσουν τον συντονισμό των μακροοικονομικών πολιτικών τους και να ανταποκριθούν στις παγκόσμιες προκλήσεις όπως τον πληθωρισμό, την επισιτιστική και ενεργειακή ασφάλεια, αντιστρέφοντας τη δυσμενή κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας το συντομότερο δυνατόν.