Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας βιώνει το μεγαλύτερο κύμα διαμαρτυριών εδώ και δεκαετίες. Δεδομένου ότι η κινεζική οικονομία πλήττεται επίσης από την πολιτική του «μηδενικού covid», οι επενδυτές σε όλον τον κόσμο γίνονται πολύ προσεκτικοί. Ειδικά στην Ευρώπη που η γεωπολιτική και οικονομική κατάσταση λόγω της πανδημίας και των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία, γίνεται όλο και πιο αβέβαιη για τις εθνικές οικονομίες.
Λόγω της αυξανόμενης εξάρτησης των χωρών μελών της ΕΕ από τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού-ιδίως στην ενέργεια – τα προβλήματα εντάθηκαν απότομα στις με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και τις επακόλουθες δυσκολίες στην απόκτηση πρώτων υλών. Σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο άλλωστε, που χαρακτηρίζεται από πληθωρισμό και λιγότερη διαθεσιμότητα πρώτων υλών και φυσικού αερίου, δεν είναι τυχαία η μείωση του εμπορικού ισοζυγίου των περισσότερων χωρών. Σε συνδυασμό μάλιστα με τη δέσμευση για περιορισμό της εξάρτησης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας από το ρωσικό αέριο κατά 15%, είναι φυσικό να μειώνεται και η παραγωγή αγαθών που απαιτούν υψηλή κατανάλωση ενέργειας.
Αύξηση εισαγωγών από Κίνα
Η μείωση αυτή αντισταθμίστηκε από την αντίστοιχη αύξηση των εισαγωγών από την Κίνα. Τα νούμερα είναι εντυπωσιακά στην περίπτωση της Γερμανίας για παράδειγμα: η εξάρτηση από τις κινεζικές εισαγωγές αυξήθηκε κατά 106% τον Μάιο του 2022 σε σύγκριση με τον Μάιο του 2019 και περισσότερο από το 60% αυτής της αύξησης οφείλεται σε εισαγωγές χημικών προϊόντων.
Σε διάστημα λίγων μηνών, η Κίνα κατάφερε έτσι να τετραπλασιάσει το μερίδιο αγοράς της σε χημικά προϊόντα που καταναλώνονται στη Γερμανία: από λιγότερο από 4% τον Νοέμβριο του 2021 σε 7% τον επόμενο μήνα και στο υψηλότερο ποσοστό 17% τον Μάιο του 2022 .Η θέση του Πεκίνου ως κύριος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας, σίγουρα έπαιξε ρόλο υπέρ αυτής της επιλογής.
Οι μεγαλύτεροι γερμανικοί βιομηχανικοί όμιλοι χημικών προϊόντων, όπως η BASF, η Evonik και η Covestro, έχουν θυγατρικές στην Κίνα, γεγονός που τους επιτρέπει να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε διακοπή της παραγωγικής διαδικασίας στην Ευρώπη αυξάνοντας την παραγωγή στην Κίνα και στη συνέχεια εισάγοντας το τελικό προϊόν στην Ευρώπη.
Γεωπολιτική των Ημιαγωγών
Δεν είναι όμως μόνο η χημική βιομηχανία. Οι τεχνολογικοί κολοσσοί όπως IBM, Amd, Intel, Nvidia, Qualcomm, Apple, Tsmc και πολλοί άλλοι, χρειάζονται τις σπάνιες γαίες της Κίνας για την κατασκευή ημιαγωγών.
Να γιατί, το εσωτερικό ενός υπολογιστή ή ενός κινητού τηλεφώνου, δίνουν ένα μεγάλο μάθημα γεωπολιτικής. Ο επεξεργαστής, το μυαλό του υπολογιστή, CPU στα αγγλικά, που αποτελείται από διάφορους «πυρήνες» που καθορίζουν τον υπολογισμό ισχύος η οποία μετράται σε Gigahertz (Ghz) και μνήμη RAM, εκφρασμένη σε GB (gigabyte).
Μια απλή ματιά αποκαλύπτει ότι, στον τομέα αυτόν η Αμερική και η Ασία έχουν σχεδόν απόλυτη υπεροχή. Ο σχεδιασμός των μικροεπεξεργαστών κυριαρχείται από μερικούς μακροχρόνιους αμερικανικούς κολοσσούς: η Intel, που ιδρύθηκε το 1968, παραμένει ο κορυφαίος κατασκευαστής ημιαγωγών στον κόσμο. Αλλά η εταιρεία με έδρα τη Σάντα Κλάρα, στην Καλιφόρνια, προβληματίζεται τώρα από παλιούς ανταγωνιστές και ορισμένους νεοφερμένους, όχι απαραίτητα Αμερικανούς. Η Intel, η Samsung και η TSMC της Ταιβάν ξεχωρίζουν ως οι τρεις μεγαλύτεροι επενδυτές σε αυτόν τον τομέα. Αντίθετα, ουδείς Ευρωπαίος κατασκευαστής microchip, βρίσκεται στην πρώτη δεκάδα.
Οι κινεζικές εταιρείες, από την άλλη πλευρά, επιδεικνύουν σημαντική τεχνολογική δύναμη. Στον τομέα των επεξεργαστών, η Zhaoxin ή η Huawei έχουν αναπτύξει τα δικά τους τσιπ Kaixian και Kunpeng. Μια άλλη εταιρεία, η Longsoon, που ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 2010,κυκλοφόρησε στο εμπόριο έναν τετραπύρηνο, τον Dragon Core 3A4000.
Αμερικανική επίθεση
Η κυβέρνηση Μπάιντεν, επικαλούμενη έναν «μη αποδεκτό κίνδυνο» για την εθνική ασφάλεια, απαγόρευσε την εισαγωγή και πώληση εξοπλισμού επικοινωνίας που κατασκευάζουν οι κινεζικές εταιρείες Huawei και ZTE . Αποφάσισε επίσης να περιορίσει τη χρήση ορισμένων συστημάτων βιντεοπαρακολούθησης που κατασκευάζονται επίσης στην Κίνα.
Πρόκειται για την πιο πρόσφατη κλιμάκωση των περιορισμών που επιβάλλει η Ουάσινγκτον στην κινεζική τεχνολογία-κάτι που ξεκίνηςσε από τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και συνεχίζεται από την κυβέρνηση Μπάιντεν.
Στις 3 Δεκεμβρίου 2020, η κυβέρνηση Τραμπ αποφάσισε να επιβάλει κυρώσεις στη Smic (Semiconductor Manufacturing International Corporation), η οποία προμηθεύει κυρίως την κινεζική εταιρεία Huawei και την οποία οι Αμερικανοί κατηγορούν για κατασκοπεία. Ο στόχος που δηλώθηκε από το Πεντάγωνο ήταν να αντιμετωπιστεί η στρατηγική πολιτικοστρατιωτικής ανάπτυξης της Κίνας, η οποία υποστηρίζει τους στόχους εκσυγχρονισμού του στρατού της διασφαλίζοντας πρόσβαση σε προηγμένες τεχνολογίες και δεξιότητες που αποκτήθηκαν και αναπτύχθηκαν από εταιρείες, πανεπιστήμια και ερευνητικά προγράμματα.
Το 2020, οι Ηνωμένες Πολιτείες υιοθέτησαν μια σειρά μέτρων που απέτρεπαν την πώληση ημιαγωγών που παράγονται με μηχανές ή σχεδίασης που ενσωματώνουν αμερικανικά στοιχεία, ακόμη και αν αυτή η παραγωγή γίνεται μακριά από το αμερικανικό έδαφος.
Κινεζική υπεροχή σε σπάνιες γαίες
Σιγά σιγά, διαμορφώνεται ένα τεχνολογικό εμπάργκο κατά της Κίνας. Η αλληλεξάρτηση στις αλυσίδες παραγωγής έχει ως αποτέλεσμα μια τρομερή δύναμη έλξης. Όμως το παιχνίδι είναι πολύπλοκο και έχει πολλές πτυχές. Στον αγώνα της για τεχνολογική υπεροχή σε υλικό υπολογιστών και ημιαγωγούς, η Κίνα κατέχει σχεδόν πλήρη ηγετική θέση στον τομέα της παραγωγής «σπάνιων γαιών». Πρόκειται για μέταλλα που βρίσκονται σε μπαταρίες ηλεκτρικών αυτοκινήτων, εξαρτήματα υπολογιστών, συσκευές ακτίνων Χ ή στα smartphones.
Η εξόρυξη αυτών των ορυκτών προϊόντων που υπάρχουν σε πολύ περιορισμένες ποσότητες στο στρώμα της γης (εκτός από σπάνια, δεν είναι ανανεώσιμα: ο σχηματισμός τους διαρκεί δισεκατομμύρια χρόνια) είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου προνόμιο της της Κίνας. Η χώρα παράγει το 67% του γερμανίου, απαραίτητο συστατικό για ηλιακούς συλλέκτες και 55% του βανάδιου.
Το παράδοξο είναι ότι αυτές οι σπάνιες γαίες βρίσκονται στο επίκεντρο της ενεργειακής μετάβασης, αλλά η βιομηχανική τους εκμετάλλευση προκαλεί πολύ βαριά ρύπανση. Ως εκ τούτου, αναδύεται ένα πραγματικό έργο βιομηχανικής καινοτομίας που θα επιτρέψει τόσο την ανάπτυξη της βιομηχανίας ημιαγωγών όσο και την ενσωμάτωσή της σε έργα ενεργειακής ανανέωσης και φιλόδοξα προγράμματα ανάπτυξης υψηλής τεχνολογίας, μειώνοντας παράλληλα τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις αυτού του τομέα. Σε αυτό το παιχνίδι, η Ευρώπη δυστυχώς, είναι ακόμη πολύ μακριά από την επίτευξη συγκεκριμένων αποτελεσμάτων.
Οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να εργαστούν σκληρά εάν θέλουν πραγματικά να αναπτύξουν μια σαφή στρατηγική στο επίκεντρο του τεχνολογικού ψυχρού πολέμου μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον.