Η παγκόσμια οικονομία έχει βρεθεί μπροστά σε πολλές δυσκολίες τα τελευταία χρόνια, από τον «εκκωφαντικό» πληθωρισμό και τις γεωπολιτικές εντάσεις μέχρι τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα και το «αναγκαίο κακό» της αυστηρής νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών που απειλεί ωστόσο να καταλήξει σε ύφεση.
Μέσα από αυτές τις ζυμώσεις, ο κόσμος ενδέχεται να βιώνει σημαντικές διαρθρωτικές και κοσμικές αλλαγές που θα διαρκέσουν περισσότερο από τον τρέχοντα οικονομικό κύκλο, παρατηρεί σε άρθρο του στο Foreign Affairs ο κορυφαίος οικονομολόγος Mohamed El-Erian.
«Ο κόσμος δεν βρίσκεται απλώς στο χείλος της επόμενης ύφεσης. Βρίσκεται εν μέσω μιας βαθιάς οικονομικής και χρηματοπιστωτικής αλλαγής», υποστηρίζει τονίζοντας πως είναι κομβικής σημασίας να οι αλλαγές αυτές να γίνουν αντιληπτές και να βρεθεί ένα τρόπος «μετακίνησης» σε αυτό τον νέο κόσμο υπό μετασχηματισμό.
Τον μετασχηματισμό αυτού του είδους- εξηγεί- υποδηλώνουν τρεις νέες τάσεις, οι οποίες είναι πιθανό να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των οικονομικών αποτελεσμάτων τα επόμενα χρόνια:
- η μετάβαση από την ανεπαρκή ζήτηση στην ανεπαρκή προσφορά ως σημαντική πολυετής επιβράδυνση της ανάπτυξης,
- το τέλος της απεριόριστης ρευστότητα από τις κεντρικές τράπεζες, και
- η αυξανόμενη ευθραυστότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών.
«Αυτές οι αλλαγές βοηθούν να εξηγηθούν πολλές από τις ασυνήθιστες οικονομικές εξελίξεις των τελευταίων ετών και είναι πιθανό να οδηγήσουν σε ακόμη μεγαλύτερη αβεβαιότητα στο μέλλον καθώς οι κρίσεις γίνονται πιο συχνές και πιο βίαιες. Αυτές οι αλλαγές θα επηρεάσουν άτομα, εταιρείες και κυβερνήσεις—οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά», αναφέρει.
Το πρόβλημα της προσφοράς
Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008, οι περισσότεροι οικονομολόγοι απέδωσαν την υποτονική οικονομική ανάπτυξη στην έλλειψη ζήτησης… Όμως, εν αγνοία πολλών, η παγκόσμια οικονομία υφίστατο μια σημαντική διαρθρωτική αλλαγή που καθιστούσε την προσφορά και όχι τη ζήτηση το πραγματικό πρόβλημα, εξηγεί ο El-Erian αναφέροντας πώς εξελίχθηκε η σχέση προσφοράς και ζήτησης κατά την διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού.
Η πανδημία ανέδειξε τους περιορισμούς της προσφοράς αλλά γρήγορά έγινε αντιληπτό πως οι περιορισμοί δεν οφείλονταν μόνο στον κορωνοϊό, όπως σημειώνει αναφέροντας τις μετακινήσεις στο εργατικό δυναμικό και την μείωση των αλλοδαπών εργαζομένων.
Παράλληλα, ο πόλεμος και ο τρόπος που έχουν αντιδράσει οι χώρες της Δύσης και η κλιματική αλλαγή δημιουργούν νέους κανόνες, οι οποίοι γράφονται τώρα.
«Η ουσία είναι ότι οι αλλαγές στη φύση της παγκοσμιοποίησης, οι εκτεταμένες ελλείψεις εργατικού δυναμικού και οι επιταγές της κλιματικής αλλαγής έχουν δημιουργήσει δυσκολίες στον εφοδιασμό και έχουν θέσει υπό ακόμη μεγαλύτερη πίεση τα ήδη αμφισβητούμενα μοντέλα ανάπτυξης», σημειώνει εκτιμώντας ότι αυτές οι μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές εξηγούν σε μεγάλο βαθμό τα υπάρχοντα οικονομικά προβλήματα: γιατί η ανάπτυξη επιβραδύνεται στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, ο πληθωρισμός παραμένει υψηλός, οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι ασταθείς και το ενισχυμένο δολάριο και τα επιτόκια έχουν προκαλέσει πονοκεφάλους σε τόσες πολλές χώρες.
«Δυστυχώς, αυτές οι αλλαγές σημαίνουν επίσης ότι τα παγκόσμια οικονομικά και χρηματοοικονομικά αποτελέσματα γίνονται πιο δύσκολο να προβλεφθούν με υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης. Αντί να σχεδιάζουν για ένα πιθανό αποτέλεσμα – μια βασική γραμμή – οι εταιρείες και οι κυβερνήσεις πρέπει τώρα να σχεδιάζουν πολλά πιθανά αποτελέσματα. Και ορισμένα από αυτά τα αποτελέσματα είναι πιθανό να έχουν μια διαδοχική επίδραση, έτσι ώστε ένα κακό γεγονός να έχει μεγάλη πιθανότητα να ακολουθηθεί από άλλο ένα. Σε έναν τέτοιο κόσμο, η σωστή λήψη αποφάσεων είναι δύσκολη και τα λάθη γίνονται εύκολα», υποστηρίζει.
Οι κεντρικές τράπεζες
Όλες αυτές οι αλλαγές έρχονται σε μια φάση που οι κεντρικές τράπεζες αλλάζουν ριζικά την προσέγγισή τους, την οποία προκάλεσε η έκρηξη του πληθωρισμού που ξεκίνησε το πρώτο εξάμηνο του 2021.
«Αρχικά, η Fed έκανε το λάθος να κρίνει εσφαλμένα ότι το πρόβλημα είναι παροδικό και επέτρεψε να αυξηθούν τόσο οι τιμές κυρίως της ενέργειας και των τροφίμων που εξελίχθηκαν σε ένα ευρύ φαινόμενο για το κόστος ζωής. Παρά τις αυξανόμενες ενδείξεις ότι ο πληθωρισμός δεν θα υποχωρούσε από μόνος του, η Fed συνέχισε να διοχετεύει ρευστότητα στην οικονομία μέχρι τον Μάρτιο του 2022, όταν τελικά άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια, και με μέτριες αυξήσεις στην αρχή.
Αλλά μέχρι τότε ο πληθωρισμός είχε εκτιναχθεί πάνω από το 7% και η Fed είχε στριμωχτεί σε μια γωνία. Ως αποτέλεσμα, αναγκάστηκε να στραφεί σε μια σειρά από πολύ πιο απότομες αυξήσεις επιτοκίων…
Οι αγορές αναγνώρισαν ότι η Fed προσπαθούσε να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο και άρχισαν να ανησυχούν ότι θα διατηρήσει τα επιτόκια υψηλότερα για περισσότερο από ό,τι θα ήταν καλό για την οικονομία.
Το αποτέλεσμα είναι η αστάθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών που, εάν διατηρηθεί, θα μπορούσε να απειλήσει τη λειτουργία των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών και να βλάψει περαιτέρω την οικονομία», αναφέρει.
Οι αγορές
Η τάση των αγορών να περιμένουν πάντα εύκολο χρήμα είχε μια άλλη «διεστραμμένη» επίδραση, κατά τον El-Erian, ενθάρρυναν ένα σημαντικό κομμάτι της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας να απομακρύνεται από τις τράπεζες και να καταφεύγει σε λιγότερο ελεγχόμενες οντότητες, όπως διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων, ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια και αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου.
«Αυτές οι οντότητες έκαναν αυτό για το οποίο πληρώνονται: να επωφεληθούν από τις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες για να αποκομίσουν κέρδη. Αυτό σήμαινε ότι θα αναλάμβαναν περισσότερο χρέος και μόχλευση, θα αποτολμήσουν περισσότερο από τους τομείς της εξειδίκευσής τους και θα διατρέχουν ολοένα μεγαλύτερους κινδύνους με την υπόθεση ότι το εύκολο χρήμα και η αξιόπιστη υποστήριξη της κεντρικής τράπεζας θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν και στο μέλλον», εξηγεί προσθέτοντας πως λίγες από αυτές τις εταιρείες προέβλεπαν μια ξαφνική αλλαγή στο κόστος δανεισμού ή στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση.
«Η ευθραυστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος περιπλέκει επίσης τη δουλειά των κεντρικών τραπεζών. Αντί να αντιμετωπίσει το κανονικό της δίλημμα, πώς να μειώσει δηλαδή τον πληθωρισμό χωρίς να βλάψει την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση, η Fed αντιμετωπίζει πλέον ένα τρίλημμα: πώς να μειώσει τον πληθωρισμό, να προστατεύσει την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας και να διασφαλίσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να γίνουν και τα τρία, ειδικά με τον πληθωρισμό τόσο υψηλό».
naftemporiki.gr