CGTN think tank, Πελαγία Καρπαθιωτάκη
Τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα μετά το 2013, η Κίνα έχει δώσει μια νέα διάσταση στη διεθνή συνεργασία και συνδεσιμότητα μεταξύ των χωρών σε όλο τον κόσμο. Το 2013, ο Κινέζος Πρόεδρος Xi Jinping ανακοίνωσε την πρωτοβουλία Belt and Road (BRI), η οποία είναι μοναδική στην παγκόσμια οικονομική ιστορία και στοχεύει στην ενίσχυση της διασυνδεσιμότητας των υποδομών, του εμπορίου και μεταξύ των κοινωνιών ώστε να δημιουργηθούν νέες ευκαιρίες για κοινή ανάπτυξη όλων των χωρών. Το BRI, μεταξύ άλλων προτεραιοτήτων, επιδιώκει να καλύψει το μεγάλο κενό υποδομών που περιορίζει το εμπόριο και τη μελλοντική ευημερία. Η συνδεσιμότητα των υποδομών είναι το θεμέλιο της ανάπτυξης μέσω της συνεργασίας. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, η πρωτοβουλία BRI προωθεί τη χερσαία, θαλάσσια, εναέρια συνδεσιμότητα και επικεντρώνει τις προσπάθειες της Κίνας σε βασικούς διαδρόμους και συνδέει δίκτυα αυτοκινητοδρόμων, σιδηροδρόμων και θαλάσσιων λιμένων.
Όλα αυτά τα χρόνια η Κίνα έχει κάνει και συνεχίζει να κάνει σημαντικές επενδύσεις σε έργα υποδομών σε διάφορα μέρη του κόσμου. Σύμφωνα με την «OECD Business Finance Report 2018», τα επενδυτικά έργα του BRI εκτιμάται ότι θα προσθέσουν πάνω από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια σε υποδομές εκτός Κίνας για την δεκαετία που θα ακολουθήσει από το 2017, κάτι που αναμφίβολα έχει θετικό αντίκτυπο στις χώρες που λαμβάνουν τη χρηματοδότηση, κι ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα δεν δείχνει πλέον ιδιαίτερο ενδιαφέρον να χρηματοδοτήσει τέτοια έργα υποδομών (Brookings).
Μία από τις χώρες που επωφελήθηκαν από το BRI είναι η Ελλάδα, η οποία ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που τον Αύγουστο του 2018 εντάχθηκε επίσημα στην Πρωτοβουλία Belt and Road της Κίνας και αποτελεί την πρώτη ευρωπαϊκή «στάση» στο θαλάσσιο δρόμο του BRI (21st Century Maritime Silk Road).
Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά την ανακοίνωση της πρωτοβουλίας, οι διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Κίνας βρίσκονται σε συνεχή ανοδική τροχιά. Οι εισαγωγές της Κίνας από την Ελλάδα αυξήθηκαν φτάνοντας σχεδόν το 1 δισεκατομμύριο δολάρια το 2021, αυξημένες σχεδόν κατά 26% σε ετήσια βάση και 244% περισσότερο από ό,τι πριν από πέντε χρόνια. Το ελαιόλαδο, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, το κρασί και άλλα προϊόντα υψηλής ποιότητας κερδίζουν ολοένα και μεγαλύτερη δημοτικότητα μεταξύ των Κινέζων καταναλωτών.
Όσον αφορά τις επενδύσεις, η Κίνα έχει γίνει η έκτη μεγαλύτερη πηγή ξένων επενδύσεων για την Ελλάδα. Δύο πολύ σημαντικές επενδύσεις BRI στην Ελλάδα είναι η εξαγορά του 67% του ΟΛΠ (Οργανισμός Λιμένος Πειραιά) από την COSCO Pacific Limited το 2016 με συνολική δαπάνη (μετοχές και επενδύσεις αναβάθμισης) περίπου 1,5 δισ. ευρώ και η εξαγορά του 24% του ΑΔΜΗΕ. (Independent Power Transmission Operator) από την State Grid Europe Limited το 2017 έναντι 320 εκατ. ευρώ. Σε αυτή την κρίσιμη επένδυση στον ενεργειακό τομέα, η κινεζική εταιρεία, εκτός από κεφάλαια, συνεισφέρει με την ιδιαιτέρως προηγμένη τεχνολογία που διαθέτει στον κλάδο του ενεργειακού εφοδιασμού. Επιπλέον, η εταιρεία είχε από την αρχή δηλώσει την επιθυμία της να αναλάβει την ηλεκτρική διασύνδεση της ηπειρωτικής Ελλάδας με τα νησιά της, διασφαλίζοντας σημαντικά χαμηλότερο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές των περιοχών αυτών.
Η κινεζική επένδυση στο λιμάνι του Πειραιά είναι εξαιρετικής σημασίας καθώς βρίσκεται στη διασταύρωση των θαλάσσιων δρόμων που συνδέουν τη Μεσόγειο με τη Βόρεια Ευρώπη και χάρη στη γεωγραφική του θέση επιτρέπει σε μεγάλα πλοία να έχουν πρόσβαση στις εμπορικές διαδρομές της Άπω Ανατολής χωρίς σημαντικές αποκλίσεις. Η σημαντική τοποθεσία του λιμανιού το καθιστά ζωτικό κόμβο μεταφορών, εμπορίου και υλικοτεχνικής υποστήριξης για τον τουρισμό και την επικοινωνία που συνδέει τα ελληνικά νησιά με την ηπειρωτική χώρα και αποτελεί διαμετακομιστικό εμπορικό κόμβο για τις χώρες των Βαλκανίων και της Μαύρης Θάλασσας. Η κινεζική επένδυση στο μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας έχει γίνει όχι μόνο ένα εμβληματικό έργο στη συνεργασία Κίνας-Ελλάδας αλλά κι ένα διεθνώς επιτυχημένο έργο συνεργασίας υπό την «ομπρέλα» του BRI.
Η αρχική σύμβαση παραχώρησης που υπογράφηκε στις 25 Νοεμβρίου 2008 μεταξύ της Αρχής Λιμένος Πειραιώς Α.Ε. και της κινεζικής εταιρείας είχε ως στόχο την ανάπτυξη και εκμετάλλευση των προβλητών 2 και 3 του λιμανιού του Πειραιά στην Ελλάδα. Το 2009, η εταιρεία άρχισε να διαχειρίζεται τους τερματικούς σταθμούς εμπορευματοκιβωτίων του λιμανιού, θέτοντας το υποβαθμισμένο λιμάνι σε μια ανοδική τροχιά και δίνοντας νέα πνοή στην τοπική οικονομία. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι το 2008 το λιμάνι του Πειραιά δεν ήταν αυτό που είναι σήμερα, και γι αυτό οι ξένοι επενδυτές δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον για το λιμάνι καθώς δεν έβλεπαν προοπτικές. Ήταν ένα λιμάνι μεγάλης γεωστρατηγικής σημασίας αλλά υποβαθμισμένο χωρίς σύγχρονες υποδομές.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 2016, και σχεδόν τρία χρόνια αφότου ο Πρόεδρος Xi πρότεινε την BRI, η κινεζική ναυτιλιακή εταιρεία αγόρασε το πλειοψηφικό μερίδιο (67%) του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς Α.Ε. (ΟΛΠ ΑΕ). Η εξέλιξη του λιμανιού από το 2008 και ειδικά από το 2016 αποδεικνύει ότι η Κίνα επιδιώκει να μετατρέψει το λιμάνι του Πειραιά της Ελλάδας στο μεγαλύτερο λιμάνι της Ευρώπης – καθιστώντας το τον πιο κρίσιμο κόμβο διαμετακόμισης για το εμπόριο μεταξύ Ασίας και Ευρώπης.
Το 2020, η πανδημία ήταν μια μεγάλη πρόκληση για ολόκληρο τον πλανήτη και την παγκόσμια οικονομία που προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στις παγκόσμιες θαλάσσιες μεταφορές, και όπως αναμενόταν επηρέασε σημαντικά όλα τα λιμάνια σε όλο τον κόσμο. Παρόλα αυτά, ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ Α.Ε.) κατάφερε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις αντικειμενικές δυσκολίες που προκάλεσε η πανδημία και να παράγει θεαματικά οικονομικά αποτελέσματα τόσο για την ίδια την εταιρεία όσο και για την ελληνική οικονομία και την κοινωνία.
Είναι εντυπωσιακό ότι το 2021 το λιμάνι κατάφερε να πετύχει τα υψηλότερα επίπεδα κέρδους στην ιστορία του λιμανιού του Πειραιά σε όλους τους κλάδους με διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με το 2020. Το 2021 οι επενδύσεις από την κινεζική εταιρεία σε νέες υποδομές, σε ανακατασκευές κτιρίων, σε αναβαθμίσεις, σε νέο εξοπλισμό και μηχανήματα αυξήθηκαν κατά 120% σε σχέση με το 2020 και ανήλθαν σε 36,7 εκατ. ευρώ. Με τις τρεις προβλήτες του λιμανιού να φτάνουν τα 5,3 εκατομμύρια εμπορευματοκιβώτια ετησίως και λόγω της αποτελεσματικής διαχείρισης κατά την πανδημία, το 2021 το λιμάνι του Πειραιά παρέμεινε το κορυφαίο λιμάνι εμπορευματοκιβωτίων στη Μεσόγειο κι ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια που προσφέρουν ολοκληρωμένες υπηρεσίες στην Ευρώπη, με τερματικούς σταθμούς αυτοκινήτων και ζώνες επισκευής πλοίων ενώ ταυτόχρονα παρέχουν υπηρεσίες κρουαζιέρας και ακτοπλοΐας.
Στις 14 Μαΐου 2021 με την επαναλειτουργία της κρουαζιέρας στην Ελλάδα, ο κλάδος άρχισε σταδιακά να αυξάνεται τόσο σε επιβατική κίνηση. Το λιμάνι του Πειραιά κατάφερε να εξυπηρετήσει σημαντικό αριθμό κρουαζιερόπλοιων εφαρμόζοντας τα υγειονομικά πρωτόκολλα COVID-19. Η συνολική επιβατική κίνηση το 2021 ανήλθε σε 303.665 έναντι 16.640 το 2020, σημειώνοντας αύξηση 1.724,9%. Κατά 398,7% αυξήθηκαν και τα κρουαζιερόπλοια, με 379 πλοία έναντι 76 το προηγούμενο έτος.
Το 2021 η κίνηση του τερματικού σταθμού αυτοκινήτων βελτιώθηκε σημαντικά, σημειώνοντας αύξηση 40,6% λόγω της αύξησης τόσο των τοπικών όσο και των μεταφορτώσεων. Η συνολική κίνηση ήταν 429.213 οχήματα έναντι 305.190 το 2020. Οι όγκοι εγχώριων φορτίων αυξήθηκαν κατά 14,8% (από 87.310 το 2020 σε 100.225 το 2021) ενώ οι όγκοι μεταφόρτωσης αυξήθηκαν σημαντικά κατά 51% (από 28,2801 σε 217).
Ο τερματικός σταθμός εμπορευματοκιβωτίων παρέμεινε πλήρως λειτουργικός καθ’ όλη τη διάρκεια του 2021. Η συνολική κίνηση της προβλήτας Ι αυξήθηκε κατά 13,9% (από 540.591 το 2020 σε 615.510 TEUs το 2021) λόγω της αύξησης του όγκου μεταφορτώσεων και του όγκου εμπορευμάτων εσωτερικού. Οι όγκοι μεταφορτώσεων αυξήθηκαν κατά 7,8% (από 445.949 το 2020 σε 480.912 TEU το 2021), κυρίως λόγω της συνεισφοράς της Κίνας, ενώ το εγχώριο φορτίο αυξήθηκε κατά 42,2% (από 94.642 το 2020 σε 134.598 σε 2021 εισαγωγές TEU).
Το 2021, ο κλάδος επισκευής πλοίων εξυπηρέτησε 141 πλοία έναντι 121 το 2020 (+ 16,5%), ενώ οι συνολικές ημέρες πληρότητας αυξήθηκαν κατά 21,2% (από 958 σε 1161 ημέρες).
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επενδυτές δείχνουν μεγάλη σημασία στην κοινωνική ευθύνη και ιδιαίτερα στην προστασία του περιβάλλοντος παράλληλα με την πραγματική ανάπτυξη. Η συνεχής και αυξανόμενη συμβολή του λιμανιού στην τοπική και εθνική οικονομία αποτυπώνεται στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας για την ελληνική οικονομία το 2021, που υπολογίζεται στο 0,76% του ΑΕΠ της χώρας. Επιπλέον, με 17,4 εκατ. ευρώ σε εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και 27,6 εκατ. ευρώ σε φόρους, η Εταιρεία έχει συνεισφέρει 0,06% στα φορολογικά έσοδα του κράτους.
Το λιμάνι συνεργάζεται με 1.126 προμηθευτές με την πλειοψηφία να προέρχεται από την τοπική κοινωνία ενώ η ετήσια δαπάνη για τους προμηθευτές ξεπέρασε τα 68 εκατ. ευρώ, αυξημένο κατά 10% σε σύγκριση με το 2020. Το 2021 επενδύθηκαν περισσότερα από 5 εκατ. ευρώ για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων του λιμανιού καθώς και στην ασφάλεια και προστασία των χώρων και των εγκαταστάσεων της εταιρείας. Παράλληλα, έχουν διπλασιαστεί τα οφέλη στους υπαλλήλους όσον αφορά την ασφάλιση υγείας, τη φροντίδα των παιδιών και μια σειρά άλλων παροχών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ποσοστό των γυναικών που κατέχουν θέσεις ευθύνης στη διοίκηση λιμανιού, το οποίο το 2021 ξεπέρασε το 38% του συνολικού προσωπικού. Ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο είναι ότι το ποσοστό απασχόλησης του προσωπικού από τους γύρω δήμους έφτασε το 43% το 2021 και συνολικά δημιουργήθηκαν 4.279 άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας, ίσες με το 0,12% της συνολικής απασχόλησης στη χώρα, παρέχοντας έτσι εισόδημα σε περισσότερους από 11 χιλιάδες πολίτες.
Επιπλέον, η διοίκηση του λιμανιού συμβάλει στην κοινωνία μέσα από ένα ευρύ φάσμα δράσεων και παρεμβάσεων μέσω του ολοκληρωμένου προγράμματος στήριξης αδύναμων και ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων. Το 2021, το Πρόγραμμα Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης του λιμανιού αυξήθηκε κατά 5,2% κι έφτασε στα 752.520 ευρώ, γεγονός που αποδεικνύει ότι βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων της Εταιρείας για την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και των επιπτώσεών της σε περιβαλλοντικά, κοινωνικά και επίπεδα διακυβέρνησης.
Επίσης, η διοίκηση του λιμανιού δείχνει ισχυρή δέσμευση στην επιδίωξη της βιώσιμης ανάπτυξης και οι υψηλές ESG επιδόσεις του λιμανιού του Πειραιά δείχνουν να αναγνωρίζονται με την ένταξη του λιμανιού στη λίστα ESG του Χρηματιστήριο Αθηνών που περιλαμβάνει μόνο 35 εταιρείες της χώρας. Κύριος στόχος της διοίκησης είναι η ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον από τις δραστηριοτήτες του λιμανιού και τη δημιουργία ενός «λιμενικού προτύπου». Στο πλαίσιο αυτό, οι συνολικές περιβαλλοντικές επενδύσεις του ΟΛΠ, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών καθαρισμού θάλασσας και ξηράς, καθώς και των υπηρεσιών περιβαλλοντικής προστασίας, ξεπέρασαν το 1,5 εκατ. ευρώ το 2021, σημειώνοντας αύξηση 12,5% σε σχέση με το 2020. Επίσης, η απόφαση του ΟΛΠ για παραγωγή «καθαρής» ενέργειας στο Λιμάνι με την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών πλαισίων οδήγησε σε σημαντική μείωση των εκπομπών CO2 (515 τόνοι).
Η πρωτοβουλία Belt and Road (BRI) είναι μοναδική στην παγκόσμια οικονομική ιστορία τόσο ως προς το μέγεθος της ενίσχυσης όσο κι ως προς τη συμμετοχή των χωρών, η οποία εξελίσσεται στο χρόνο και προσαρμόζεται στις τρέχουσες παγκόσμιες συνθήκες προκειμένου να αντιμετωπίσει τις παγκόσμιες προκλήσεις. Η Ελλάδα είναι μια ανεπτυγμένη ευρωπαϊκή χώρα που σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της, λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι διεθνείς επενδυτές δεν έδειξαν εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία. Εκείνη την εποχή οι κινεζικές εταιρίες, υπό την ομπρέλα του BRI, επένδυσαν σημαντικά κεφάλαια στην Ελλάδα κι ενώ οι οικονομικές προοπτικές δεν ήταν ευνοϊκές. Τα οφέλη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας από τις κινεζικές επενδύσεις είναι αδιαμφισβήτητα και αυτό αποτελεί άλλη μια απόδειξη ότι αφενός η πρωτοβουλία BRI μπορεί να προωθήσει win-win σχέσεις κι ότι αφετέρου το BRI είναι μια πρωτοβουλία που συμβάλλει στην ποιοτική αναβάθμιση έργων υποδομών.