«Οι Ευρωπαίοι πολίτες έχουν χάσει κατά μέσο όρο, σχεδόν 3.000 ευρώ ετησίως, λόγω των μέτρων λιτότητας που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις της ΕΕ μετά την οικονομική κρίση του 2007»!
Στη διαπίστωση αυτή καταλήγει έρευνα της βρετανικής δεξαμενής σκέψης New Economics Foundation (NEF) και του εδρεύοντος στις Βρυξέλλες ινστιτούτου Finance Watch. «Η τελευταία δεκαετία λιτότητας πλήγωσε τις ευρωπαϊκές οικονομίες και εμπόδισε τη βελτίωση του βιοτικού μας επιπέδου», λέει ο Φρανκ φαν Λέρβεν, διευθυντής προγράμματος για τη Μακροοικονομία στο ινστιτούτου NEF, τονίζοντας ότι «τα μέτρα λιτότητας έχουν αποτύχει» «Η εμμονή στη μείωση του ελλείμματος δεν προωθεί την οικονομική ανάπτυξη ούτε διατηρεί το χρέος σε χαμηλά επίπεδα. Αντίθετα, η λιτότητα έχει κρατήσει τις ευρωπαϊκές χώρες κάτω από τις δυνατότητές τους».
Η μελέτη του NEF και του Finance Watch υποστηρίζει επίσης ότι οι χώρες που επεδίωκαν μεγαλύτερη λιτότητα και περικοπές των δημοσίων δαπανών, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, κατέληξαν στην πραγματικότητα με υψηλότερο δημόσιο χρέος.
Διαπιστώθηκαν επίσης διαφορές μεταξύ των 27 χωρών μελών στον αντίκτυπο των μέτρων, σε ότι αφορά το διαθέσιμο εισόδημα. Για παράδειγμα, οι μισθοί στη Γερμανία μειώθηκαν μόλις 1% σε σχέση με πριν την οικονομική κρίση. Αντίθετα, στην Ιρλανδία, την Ισπανία, την Ελλάδα και άλλες χώρες που επλήγησαν περισσότερο, οι μέσοι μισθοί μειώθηκαν κατά 25-29%.
Στην έρευνα των δύο ινστιτούτων, διαπιστώθηκε ότι το 70% των Ευρωπαίων ανησυχούν για το τι θα μπορούσε να συμβεί αν οι κυβερνήσεις επαναφέρουν τα μέτρα λιτότητας. Την ίδια στιγμή, επίσης το 70% των ερωτηθέντων, εξέφρασε επίσης ανησυχία για το αυξανόμενο εθνικό χρέος.
Η «αντίδραση» της Κομισιόν
Η μελέτη των δύο ινστιτούτων έρχεται σε μια στιγμή που η Κομισιόν αποφάσισε να «αναθεωρήσει» τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Η Επιτροπή θα παρουσιάσει ένα λεπτομερές κείμενο «εντός του πρώτου τριμήνου» του 2023, είπε ο Επίτροπος για τα Οικονομικά, Πάολο Τζεντιλόνι. Μέχρι τότε, θα έχουν ακουστεί οι απόψεις των κρατών μελών. Το ερώτημα που απασχολεί τους Ευρωπαίους, πάντως είναι αν η λιτότητα θα συνεχιστεί και με το νέο Σύμφωνο.
Το προηγούμενο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης είχε σκοπό να υποχρεώσει τα κράτη της ΕΕ να ασκήσουν οικονομική πειθαρχία, αλλά έχει ανασταλεί από τον Μάρτιο του 2020, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού. Προβλέπεται ότι θα τεθεί ξανά σε ισχύ από το 2024.
Καθώς τα κράτη μέλη αναγκάστηκαν να συσσωρεύσουν βουνά χρεών για να μετριάσουν τις επιπτώσεις από την πανδημία, αλλά και τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία, θα περίμενε κανείς ότι η Κομισιόν θα υιοθετούσε ρηξικέλευθες αποφάσεις για να σταθεί στο ύψος των δύσκολων περιστάσεων. Φευ! Οι βασικοί κανόνες του «ζουρλομανδύα», που ακούει στο όνομα «Σύμφωνο Σταθερότητας», δεν αλλάζουν. Για παράδειγμα, η πρόταση της Επιτροπής δεν αλλάζει το περίφημο 60% (μέγιστο λόγο χρέους προς το ΑΕΠ) και 3% (μέγιστο έλλειμμα), που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Καταργεί βέβαια την υποχρεωτική ταχύτητα μείωσης του χρέους κατά 1/20 το χρόνο, καθώς αυτό θεωρείται ως μη ρεαλιστικό για χώρες με χρέη πάνω από το 150% του ΑΕΠ, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία.
Η Επιτροπή σημειώνει τη διαφορά μεταξύ των χωρών που υπερβαίνουν το 60% του χρέους (14 χώρες το 2021) και το 3% του ελλείμματος (15), έναντι εκείνων που παραμένουν εντός των ορίων. Για τις χώρες που κινδυνεύουν περισσότερο, θα πρέπει να συμφωνηθεί με τις Βρυξέλλες ένα τετραετές εθνικό σχέδιο, με δυνατότητα επέκτασης στα επτά χρόνια, σε μια «τροχιά» που περιλαμβάνει ελάφρυνση ελλείμματος και χρέους αλλά ταυτόχρονα επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις.
Σχέδιο πολλών ταχυτήτων
Το νέο σχέδιο αντικαθιστά την προσέγγιση «μιας ταχύτητας για όλους», με την μείωση του χρέους ανά χώρα και με τρόπο που θα συμφωνηθεί με τις Βρυξέλλες. Η Κομισιόν παραδέχεται δηλαδή ότι ορισμένα κράτη δεν θα μπορέσουν να πετύχουν τη μείωση του χρέους τους στο 60% του ΑΕΠ ούτε σε είκοσι χρόνια, και έτσι κάνει μια υποχώρηση. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, όμως θα υπάρχουν βέβαια και κυρώσεις στις χώρες μέλη. Η Γερμανική Die Welt προειδοποιεί μάλιστα ότι «χωρίς κυρώσεις, ακόμη και ένα νέο σύμφωνο σταθερότητας της ΕΕ δεν έχει αξία».
Η γερμανική εφημερίδα δεν θέλει μάλιστα οι διαπραγματεύσεις να αφεθούν στην Επιτροπή και τις κυβερνήσεις, αλλά «οι νέοι κανόνες για το χρέος να εποπτεύονται από ένα πραγματικά ανεξάρτητο όργανο με την εξουσία να επιβάλλει αυστηρές κυρώσεις. Διαφορετικά, το Σύμφωνο Σταθεροποίησης 2.0 είναι άχρηστο», γράφει η Die Welt .
Τα σχοινιά λίγο μακρύτερα…
Πολύ εύστοχα, η ιταλική Il Manifesto εξηγεί τις αποφάσεις της Κομισιόν: «Τα σχοινιά θα είναι λίγο μακρύτερα, αλλά συγκρατούνται σταθερά μεταξύ του αντίχειρα και του δείκτη, ενώ τα υπόλοιπα τρία δάχτυλα θα προσαρμόζονται στην κίνηση. Η πλάτη παραμένει ίσια, το πηγούνι αγέρωχο και οι αγκώνες πιεσμένοι στο σώμα: αυτή είναι η μετάφραση της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την απαραίτητη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Ανάπτυξης και Σταθερότητας», γράφει η ιταλική εφημερίδα, με μπόλικη δόση ειρωνείας. «Εισάγεται μια ευελιξία, χωρίς να αποκηρύσσονται οι βασικοί κανόνες, για προσαρμογή στην κατάσταση».
Ο δρόμος για την έγκριση της μεταρρύθμισης είναι μακρύς. Ήδη υπάρχουν έντονες επιφυλάξεις από την πλευρά της Γερμανίας: ο υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, χαρακτήρισε την πρόταση της Επιτροπής «όχι σοφή». «Μια ενοποιημένη νομισματική ένωση χρειάζεται επίσης ενοποιημένους δημοσιονομικούς κανόνες», είπε ο Λίντνερ, προσθέτοντας ότι υπάρχει μεγάλος χώρος για συζήτηση μεταξύ των μελών.
«Τζίτζικας και μέρμηγκας»
Το Βερολίνο επαναφέρει τη λογική του «μέρμηγκα» που πρέπει να αντισταθεί στις απαιτήσεις του «τζίτζικα». Στο βάθος υπάρχει επίσης η συνεχιζόμενη διελκυστίνδα μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, η έντονη δυσαρέσκεια μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού σε πολλά μέτωπα, με μια γαλλογερμανική «μηχανή» που έχει παρουσιάσει βλάβη.
Η ιστοσελίδα Politico προειδοποιεί ότι πρέπει να αναμένονται αντιδράσεις από τις χώρες της ΕΕ για την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Οι 27 υπουργοί Οικονομικών αναμένεται να έχουν μια πρώτη συζήτηση σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής στο Ecofin, στις 6 Δεκεμβρίου. Ο επικεφαλής του Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ ενδέχεται να προγραμματίσει μια συζήτηση στη σύνοδο κορυφής των ηγετών της ΕΕ τον Δεκέμβριο, αλλά το πιο πιθανό είναι το θέμα να εξεταστεί τον προσεχή Μάρτιο.