Μετά τη νέα εμπορική συμφωνία που υπογράφηκε μεταξύ ΗΠΑ-Μ. Βρετανίας μπορούμε πια να μιλήσουμε ξεκάθαρα για μία μετά – Brexit και μετά – Τραμπ εποχή. Όμως, όπως και να έχει και οι δυο εποχές έχουν αφήσει κατάλοιπα στον κατάλογο των διαπραγματεύσεων.
Το 2018 αναμφίβολα υπήρξε διαταραχή στις εμπορικές σχέσεις των δύο παραδοσιακών συμμάχων. Τότε ο πρόεδρος Τραμπ,στο όνομα της εθνικής ασφάλειας, είχε επιβάλλει δασμούς όχι μόνο σε προϊόντα της Βρετανίας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ιαπωνίας. Συγκεκριμένα, είχε επιβάλει φόρο 25% στις εισαγωγές του βρετανικού χάλυβα και ένα 10% στις εισαγωγές του βρετανικού αλουμινίου.
Βέβαια το Λονδίνο δεν έμεινε άπραγο στις κινήσεις της Ουάσινγκτον. Ως αντίποινα, επέβαλλε αντίστοιχους δασμούς σε διάφορα αμερικανικά προϊόντα όπως το bourbon και τα Levi’s jeans.
Τώρα όμως αυτό τελειώνει καθώς από την 1η Ιουνίου κιόλας θα μπει σε εφαρμογή η νέα εμπορική συμφωνία Ηνωμένων Πολιτειών και Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία θα χαλαρώσει τους δασμούς που είχαν επιβάλλει οι δύο χώρες από το 2018.
Αν και είναι ένα μεγάλο βήμα για τους δυο συμμάχους δε φαίνεται να είναι η αρχή ενός πλήρους ελεύθερου εμπορίου. Παρά τη διακαή επιθυμία του Μπόρις Τζόνσον να κάνει ομαλότερη τη μετά – Brexit εποχή και να στηρίξει την επιλογή της εξόδου της χώρας από την ενιαία αγορά της Ευρώπης, υπάρχουν πολλά τρωτά σημεία στη νέα αυτή συμφωνία.
Είναι η αρχή ενός ελεύθερου εμπορίου; Μάλλον όχι
Αρχικά, η Αμερική μπορεί να αποφάσισε να καταργήσει το σύστημα δασμών που παρέμεινε για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, αλλά ουσιαστικά απλά το αντικατέστησε με το σύστημα των ποσοτικών περιορισμών (quota). Τι σημαίνει αυτό; Πρακτικά, η Βρετανία μπορεί να εξάγει χωρίς δασμούς μέχρι 500.000 τόνους χάλυβα τον χρόνο και μέχρι 21.600 τόνους αλουμινίου αντίστοιχα.
Μάλιστα αν κάποιος συγκρίνει αυτούς τους αριθμούς με τις αντίστοιχες συμφωνίες που έκλεισε η Αμερική με Ευρώπη και Ιαπωνία τα πράγματα είναι λίγο χειρότερα. Σύμφωνα με αυτές το ευρωπαϊκό όριο είναι 4 εκατομμύρια τόνοι ενώ της Ιαπωνίας είναι 1,25 εκατομμύρια τόνοι. Βέβαια δεν παραβλέπεται το γεγονός ότι το όριο των 500.000 τόνων χάλυβα είναι λίγο πιο πάνω από τον ετήσιο μέσο όρο των εξαγωγών του Ηνωμένου Βασιλείου προς την Αμερική προ πανδημίας.
Από τη πλευρά της η Βρετανία προέβη σε πλήρη άρση των δασμών σε αμερικανικά προϊόντα. Η συμφωνία περιέχει και μια ρήτρα από την πλευρά, πάλι της Αμερικής, σύμφωνα με την όποια θα πρέπει όλες οι βρετανικές εταιρείες χάλυβα και αλουμινίου που ανήκουν σε κινεζικά συμφέροντα να υποστούν έναν οικονομικό έλεγχο ώστε να βεβαιωθεί ότι είναι ανεξάρτητες από την κινεζική κυβέρνηση.
Στο πολιτικό παρασκήνιο της συμφωνίας, οι συζητήσεις ξεκίνησαν μόλις τον Ιανουάριο, καθώς σύμφωνα με τους Financial Times, η αμερικανική πλευρά ήταν διστακτική λόγω της σκληρής στάσης του Λόρδου Φροστ στο ζήτημα του πρωτοκόλλου της Β. Ιρλανδίας. Η παραίτησή του και η αντικατάσταση του από την πιο «ήπια» Λιζ Τρας συνέπεσε με την αρχή των εμπορικών συζητήσεων.
Πάντως, βρετανικές εταιρείες του κλάδου αν και χαιρέτισαν τη συμφωνία, λένε ότι οι καταναλωτές δεν θα δουν καμία απολύτως διαφορά.