Οι πρώτες 100 ημέρες της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ αποδεικνύονται ιδιαίτερα επώδυνες για τις χρηματιστηριακές αγορές, σηματοδοτώντας την χειρότερη εκκίνηση από τη δεκαετία του 1970.
Ο δείκτης S&P 500 καταγράφει πτώση περίπου 8% από την ορκωμοσία του στις 20 Ιανουαρίου μέχρι τις 30 Απριλίου, ενώ το δολάριο υποχωρεί κατά σχεδόν 9%, δείχνοντας ότι η αβεβαιότητα γύρω από την εμπορική πολιτική και τη νομισματική ανεξαρτησία έχει βαθιά επίδραση στο επενδυτικό κλίμα.
Σύμφωνα με την CFRA Research χειρότερη επίδοση είχε σημειωθεί μόνο κατά τη δεύτερη θητεία του Ρίτσαρντ Νίξον, όταν το 1973 ο S&P 500 είχε υποχωρήσει κατά 9,9%, ως αποτέλεσμα των οικονομικών μέτρων που έλαβε ο Νίξον για την καταπολέμηση του πληθωρισμού και τα οποία οδήγησαν στην ύφεση της περιόδου 1973–1975. Ο Νίξον αναγκάστηκε να παραιτηθεί το 1974 λόγω του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ.
Κατά μέσο όρο, ο S&P 500 ενισχύεται κατά 2,1% στις πρώτες 100 ημέρες κάθε νέου προέδρου, βάσει στοιχείων από το 1944 έως το 2020, όπως δείχνει η CFRA.
Η εξαίρεση Τραμπ
Όμως η εποχή Τραμπ αποδεικνύεται εξαίρεση. Μετά τον ενθουσιασμό των αγορών τον Νοέμβριο του 2024 —όταν ο δείκτης είχε ενισχυθεί 3,7% χάρη σε ελπίδες για φορολογικές περικοπές και απορρύθμιση— ακολούθησε ένας επικίνδυνος κατήφορος.
Η απρόβλεπτη εμπορική πολιτική του Τραμπ, με δασμούς σε παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ, οδήγησε σε σοβαρούς κλυδωνισμούς. Οι επενδυτές αιφνιδιάστηκαν από τις συνεχείς ανακοινώσεις νέων δασμών και την αβεβαιότητα γύρω από τις εξαιρέσεις, με αποτέλεσμα τον Απρίλιο ο S&P 500 να βυθιστεί πάνω από 10% μέσα σε δύο ημέρες και να περάσει προσωρινά σε «bear market».
«Ήταν ένα ακραίο, κλασικό παράδειγμα συστημικού κινδύνου», σχολιάζει στο Bloomberg ο Mark Malek, επικεφαλής επενδύσεων στη Siebert. «Η μεταβλητότητα ήταν διαφορετική από οτιδήποτε έχουμε ζήσει μέχρι σήμερα και εξαπλώθηκε αδιακρίτως σε όλους τους κλάδους και τα περιουσιακά στοιχεία.»
Το σοκ στις αγορές και το ερωτηματικό για το δολάριο
Η αβεβαιότητα δεν περιορίζεται μόνο στις μετοχές. Σύμφωνα με την Oxford Economics και την Exante Data, υπάρχει σαφής ένδειξη μετακίνησης κεφαλαίων από τις ΗΠΑ σε διεθνείς αγορές.
Η συμμετοχή του δολαρίου στα παγκόσμια συναλλαγματικά αποθέματα έχει υποχωρήσει στο 57,8% από 66% πριν από δέκα χρόνια, ενώ οι πωλήσεις αμερικανικών μετοχών από ξένους επενδυτές ξεπερνούν τα 60 δισεκατομμύρια δολάρια από τον Μάρτιο.
«Η ερώτηση αν έχει επέλθει ανεπανόρθωτη ζημιά στις αμερικανικές αγορές και το οικονομικό σύστημα είναι υπαρξιακή, αλλά ακόμα δεν έχουμε οριστική απάντηση», σχολιάζει η Liz Ann Sonders της Charles Schwab στο Reuters.
Αν και θεωρείται δύσκολο το δολάριο να χάσει το καθεστώς του ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, η τάση αποδολαριοποίησης ενισχύεται. Ο Kenneth Griffin της Citadel προειδοποιεί ότι «χρειάζεται σεβασμός στη φήμη των ΗΠΑ, αλλιώς κινδυνεύουν τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα».
Οι φόβοι για ύφεση
Η αστάθεια χτύπησε όλους τους κλάδους, με τις μεγαλύτερες απώλειες να εντοπίζονται στους τομείς των καταναλωτικών αγαθών, της τεχνολογίας και των ταξιδιών. Μετοχές όπως της Tesla, της United Airlines και της Norwegian Cruise Line βρίσκονται σε τροχιά βουτιάς, καθώς οι φόβοι για ύφεση και πληθωρισμό αποδυναμώνουν την καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Ο πρώτος κύκλος εταιρικών αποτελεσμάτων του 2025 αποκαλύπτει το μέγεθος της αβεβαιότητας: πολλές εταιρείες αποσύρουν τις εκτιμήσεις τους για τα κέρδη, υποβαθμίζουν τις προβλέψεις ή εκδίδουν δύο διαφορετικά σενάρια —ένα σε περίπτωση σταθερότητας και ένα σε περίπτωση ύφεσης.
«Όταν οι εταιρείες σταματούν να προσλαμβάνουν, να ξοδεύουν και αρχίζουν να απολύουν, ξεκινούν οι υφέσεις», τονίζει ο Malek.
Το δίλημμα των επενδυτών και η άμυνα έναντι της αβεβαιότητας
Οι διαχειριστές κεφαλαίων προσαρμόζονται. Πολλοί στρέφονται σε χρυσό, μετοχές υγείας και βασικών αγαθών ή μετοχές που θεωρούνται αδικαιολόγητα πιεσμένες. Η Bank of America προειδοποιεί ότι «λείπουν οι συνθήκες για βιώσιμη ανάκαμψη» και καλεί σε ρευστοποίηση στα πρόσφατα ράλι.
«Η κατάσταση θυμίζει περισσότερο μια αγορά αρκούδας παρά μια υγιή διόρθωση», σχολιάζει ο Dave Lutz της JonesTrading. «Κάθε νέα ανακοίνωση από τον Λευκό Οίκο δημιουργεί σοκ και νέες μεταβολές.»
Παρά τις δυσκολίες, ορισμένοι παραμένουν αισιόδοξοι για τη μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητα της αμερικανικής οικονομίας. Η Tara Hariharan της NWI Management επισημαίνει ότι οι διαρθρωτικές προσαρμογές και η φιλική προς τις επιχειρήσεις πολιτική θα μπορούσαν να ενισχύσουν εκ νέου την ελκυστικότητα των ΗΠΑ.
Το μέλλον παραμένει αβέβαιο
Η Wall Street, ωστόσο, προσεγγίζει το μέλλον με επιφυλακτικότητα. Οι κερδοσκόποι αυξάνουν τις αρνητικές θέσεις τους στα συμβόλαια του S&P 500, ενώ οι περισσότεροι στρατηγικοί αναλυτές παραδέχονται ότι δεν είναι ακόμα σαφές αν οι πολιτικές του Τραμπ θα οδηγήσουν σε διαρκή ζημιά ή αν πρόκειται για προσωρινή αναταραχή.
«Δεν έχουμε τελειώσει με την αναταραχή», σημειώνει ο Eric Diton της Wealth Alliance στο Bloomberg. «Και δύσκολα θα την ξεπεράσουμε σύντομα —ο Τραμπ είναι αυτός που είναι.»