Oι περισσότεροι συμφωνούν πώς ήταν το πρωτοφανές ξεπούλημα των αμερικανικών κρατικών ομολόγων ο παράγοντας εκείνος που ανάγκασε τον Ντόναλντ Τραμπ να κάνει ένα βήμα πίσω στους λεγόμενους «ανταποδοτικούς δασμούς». Ποιος όμως κρύβεται πίσω από τις ρευστοποιήσεις;
Αν και οι υποψίες των περισσότερων στρέφονται στο Πεκίνο, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, που μπορεί να διαδραμάτισαν πολύ πιο καθοριστικό ρόλο σε αυτό που ζήσαμε. Σε μόλις λίγες συνεδριάσεις, η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου εκτοξεύθηκε την Παρασκευή στο 4,592% — το υψηλότερο επίπεδο από τον Φεβρουάριο. Την ίδια στιγμή, η απόδοση του 30ετούς κατέγραφε νέο υψηλό από τον Νοέμβριο του 2023.
Παρότι υπήρξε μικρή αποκλιμάκωση, οι αποδόσεις παραμένουν αυξημένες.
Σύμφωνα με στοιχεία της LSEG, οι αποδόσεις αυξήθηκαν κατά περίπου 50 μονάδες βάσης στις πέντε ημέρες έως τις 11 Απριλίου.
Ποιοι πουλάνε και γιατί;
Κανονικά, σε περιόδους αβεβαιότητας οι επενδυτές στρέφονται προς τα αμερικανικά ομόλογα. Όμως αυτή τη φορά, συμβαίνει το αντίθετο. Και αυτό εγείρει εύλογα ερωτήματα: Ποιος ξεφορτώνεται τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα; Και για ποιο λόγο;
Η Κίνα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος ξένος κάτοχος αμερικανικών τίτλων μετά την Ιαπωνία, με χαρτοφυλάκιο περίπου 760 δισ. δολαρίων. Ο Τσεν Ζάο, επικεφαλής στρατηγικής στην Alpine Macro, μιλώντας στο CNBC εκτιμά ότι το Πεκίνο έχει ήδη αρχίσει να μετατρέπει τα ομόλογα σε όπλο: πουλάει Treasurys και μετατρέπει τα έσοδα σε ευρώ ή γερμανικά Βunds — κάτι που συμφωνεί με την πρόσφατη εικόνα στις αγορές.
Ωστόσο, άλλοι θεωρούν πως η Κίνα δεν πούλησε παρά μικρή ποσότητα αμερικανικών κρατικών ομολόγων. Και τούτο γιατί μια τέτοια στρατηγική επιβαρύνει και την ίδια. «Η μαζική πώληση θα οδηγήσει σε πτώση της αξίας των ομολόγων που διατηρεί ακόμα, προκαλώντας ζημίες», εξηγεί στο CNBC ο Μάικλ Πέτις της Carnegie στο Πεκίνο. «Θα είναι σαν να πυροβολούν τα πόδια τους», σχολιάζει ο Μάικλ Μπράουν από την Pepperstone, τονίζοντας πως η επαναπατριζόμενη ρευστότητα θα οδηγήσει σε ανατίμηση του γουάν — το αντίθετο δηλαδή από αυτό που επιδιώκει το Πεκίνο εν μέσω προσπαθειών τόνωσης της εγχώριας οικονομίας.
Ο αθέατος μοχλός της Ιαπωνίας
Στο στόχαστρο μπαίνει και η Ιαπωνία — ο μεγαλύτερος ξένος κάτοχος αμερικανικών κρατικών ομολόγων. Παρότι η ιαπωνική κυβέρνηση ξεκαθάρισε πως δεν θα χρησιμοποιήσει τα ομόλογα ως διαπραγματευτικό όπλο, κάποιοι αναλυτές βλέπουν αλλού την πηγή της αναστάτωσης: στις ιαπωνικές ασφαλιστικές εταιρείες, που έχουν στα χέρια τους τεράστιο όγκο treasuries.
«Δεν είναι η ιαπωνική κυβέρνηση που κατέχει τα ομόλογα. Είναι η Nippon Life», εξηγεί ο Γκάρι Έβανς της BCA Research. Εάν οι θεσμικοί αυτοί επενδυτές ανησυχούν για τις πολιτικές αναταράξεις στις ΗΠΑ, ενδέχεται να περιορίζουν την έκθεσή τους — και η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει πολλά γι’ αυτό.
Παράλληλα, συνδυαστικές ρευστοποιήσεις από ευρωπαϊκά και ιαπωνικά συνταξιοδοτικά ταμεία φαίνεται πως κατευθύνονται προς την ευρωπαϊκή αγορά σταθερού εισοδήματος, σύμφωνα με τον Πρασάντ Νιουνάχα της TD Securities.
Τα hedge funds και οι «τιμωροί»
Η επιτάχυνση της πτώσης ενδεχομένως να οφείλεται και σε μαζική ρευστοποίηση από hedge funds που αναγκάστηκαν να κλείσουν θέσεις. Αυτές οι στρατηγικές συνίστανται στην αγορά φυσικών ομολόγων και την ταυτόχρονη πώληση προθεσμιακών συμβολαίων πάνω στα ίδια ομόλογα, με στόχο την αποκόμιση κέρδους από τις αποκλίσεις στις τιμές.
Στο κάδρο μπαίνουν και οι αποκαλούμενοι «bond vigilantes» — επενδυτές που αντιδρούν σε πληθωριστικές δημοσιονομικές πολιτικές, ξεφορτώνοντας κρατικό χρέος ως ένδειξη δυσφορίας.
«Οι bond vigilantes (τιμωροί της αγοράς ομολόγων) χτύπησαν ξανά», έγραψε ο βετεράνος αναλυτής Έντ Γιαρντένι. Ο συνδυασμός hedge funds και «τιμωρών» φαίνεται πως έδωσε την καθοριστική βολή στην πτώση των τιμών των ομολόγων.
Το πρόβλημα εμπιστοσύνης
Τα επίσημα στοιχεία για το ποιοι έχουν στην κατοχή τους τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα έχουν καθυστερήσει. Η τελευταία ενημέρωση του Μαρτίου αφορά τον Ιανουάριο, ενώ τα στοιχεία Απριλίου θα δοθούν στη δημοσιότητα τον Ιούνιο. Έτσι, είναι δύσκολο να εντοπιστεί με ακρίβεια ποιος ευθύνεται για το πρόσφατο κύμα πωλήσεων.
Ωστόσο, η βασική ανησυχία πίσω από όλες τις υποθέσεις είναι η φθίνουσα εμπιστοσύνη στην αμερικανική πολιτική.
«Η ασυνάρτητη και ασταθής φύση των αποφάσεων της Ουάσινγκτον υπονομεύει την εικόνα των Treasurys ως ασφαλές καταφύγιο», σχολιάζει ο Μπράουν της Pepperstone.
Οι συνεχείς παλινωδίες γύρω από τους δασμούς έχουν πλήξει την αξιοπιστία των αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων, οδηγώντας ακόμη και το δολάριο σε απώλειες — κάτι σπάνιο σε περιόδους αβεβαιότητας.
«Αν η αγορά συνεχίσει να χάνει την εμπιστοσύνη της προς την αμερικανική διοίκηση, αυτό μπορεί να αποτελέσει τον καταλύτη για το επόμενο κύμα ρευστοποιήσεων», προειδοποιεί ο Νιουνάχα.