Skip to main content

Η «πιο ανόητη επένδυση στον κόσμο» αποδείχθηκε καλύτερη από τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα

Κάποιοι τόλμησαν να ποντάρουν σε 100ετες ομόλογο μίας χώρας με επανειλημμένες χρεοκοπίες - Όσοι επέμειναν, τώρα δικαιώνονται

Το 2017 όσοι επένδυσαν στο 100ετές ομόλογο, που εξέδωσε τότε η Αργεντινή, χλευάστηκαν για την αφέλειά τους να αγοράσουν ένα τόσο μακροπρόθεσμο ομόλογο από έναν «κατά συρροή» αθετητή πληρωμών.

Και πράγματι, η χώρα αθέτησε τις πληρωμές της μόλις τρία χρόνια αργότερα. Αλλά εκείνοι που έκαναν «την πιο ανόητη επένδυση», όπως τους έλεγαν τότε, είναι αυτοί που γελούν τελευταίοι. Όσοι τουλάχιστον επέμειναν στη χώρα.

Τα ομόλογα που τους δόθηκαν μετά την αθέτηση πληρωμών, μαζί με τα γενναιόδωρα κουπόνια του αρχικού 100ετούς ομολόγου, έχουν πλέον μεγαλύτερη αξία από την αρχική τους επένδυση. Όχι μόνο αυτό: αξίζουν πολύ περισσότερο από ό,τι αν τα δολάρια είχαν επενδυθεί στα «ασφαλή» ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου, επισημαίνει σε ανάλυση της η Wall Street Journal.

Η ανάκαμψη των ομολόγων της Αργεντινής οφείλεται στο γεγονός ότι ο πρόεδρος Χαβιέρ Μιλέι πήρε αλυσοπρίονο στο διογκωμένο αργεντίνικο κράτος, διατηρώντας παράλληλα τη δημοτικότητά του.Το τελικό κέρδος οφείλεται επίσης στη μεγάλη απόδοση. Τα κουπόνια που έλαβαν οι επενδυτές υπερκάλυψαν τη μείωση της τιμής των ομολόγων, η οποία έπεσε κατά ένα τέταρτο.

Τα τρία μαθήματα από το κέρδος

Αν τα κουπόνια είχαν επανεπενδυθεί στα ίδια ομόλογα, ένας επενδυτής θα είχε κερδίσει πάνω από 50%, έναντι ζημιάς περίπου 10% στα 30ετή ομόλογα των ΗΠΑ και μικρού κέρδους στον δείκτη ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου.

Το κέρδος από αυτό που θεωρούνταν ως η πιο ανόητη επένδυση υπενθυμίζει τρία σημαντικά μαθήματα:

  • Όταν οι κίνδυνοι είναι προφανείς, συχνά επιβραβεύονται.
  • Ακόμα και όταν οι κίνδυνοι είναι αόρατοι, εξακολουθούν να υπάρχουν.
  • Και η ριζική πολιτική αλλαγή είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Ας τα εξετάσουμε ένα προς ένα.

Προφανείς κίνδυνοι και υψηλές αποδόσεις

Δεν υπάρχουν πιο προφανείς κίνδυνοι από την Αργεντινή. Η χώρα χρεοκόπησε για πρώτη φορά μόλις 11 χρόνια μετά την ανεξαρτησία της από την Ισπανία το 1816 και από τότε έχει αθετήσει τις πληρωμές της κατά μέσο όρο κάθε δύο δεκαετίες, συνολικά εννέα φορές. Γιατί λοιπόν συνεχίζουν οι επενδυτές να της δανείζουν χρήματα; Δεν μαθαίνουν ποτέ; Η απάντηση είναι η ίδια όπως για κάθε επισφαλή δανειολήπτη: υπάρχει κέρδος στα «σκουπίδια». Αν η απόδοση είναι αρκετά υψηλή, μπορεί να αντισταθμίσει τις ζημιές από τις χρεοκοπίες.

Ακαδημαϊκή έρευνα έχει αποδείξει ότι αυτό λειτουργεί. Οι Josefin Meyer, Christoph Trebesch (Ινστιτούτο Kiel) και Carmen Reinhart (Χάρβαρντ) έδειξαν ότι από το 1816 τα ομόλογα σχεδόν κάθε επισφαλούς χώρας είχαν μακροπρόθεσμες αποδόσεις υψηλότερες από εκείνα των ΗΠΑ ή του Ηνωμένου Βασιλείου, παρά τις συχνές χρεοκοπίες.

Όπως συμβαίνει με τις μετοχές ή τα ομόλογα υψηλού κινδύνου, η ανάληψη ρίσκου προσφέρει ανταμοιβές και η μέση απόδοση είναι καλύτερη από αυτή των ασφαλέστερων επενδύσεων, όπως τα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου. Βέβαια, η λέξη «μέση» έχει τεράστια σημασία.

Οι επενδυτές πρέπει να είναι έτοιμοι να υποστούν μεγάλες ζημιές σε συγκεκριμένα ομόλογα ή για ένα μικρό διάστημα, όπως θα συνέβαινε και με μεμονωμένες μετοχές. Οι απώλειες μπορεί να είναι τεράστιες: στη χαμηλότερη τιμή του το 2020, το 100ετές ομόλογο της Αργεντινής είχε χάσει το 75% της αξίας του, εξηγεί η WSJ. Ομοίως πολλές επενδύσεις μπορεί να υποστούν ζημιές ταυτόχρονα, αφήνοντας ένα χαρτοφυλάκιο στο κόκκινο για μεγάλο διάστημα. Όμως, με τη σωστή διαφοροποίηση και μακροπρόθεσμη προοπτική, οι υψηλές αποδόσεις αντισταθμίζουν τον κίνδυνο, παρά τη μεταβλητότητα.

Οι κρυφοί κίνδυνοι (όπως της Ελλάδας)

Μερικές φορές οι κίνδυνοι δεν είναι άμεσα ορατοί, όπως συνέβη με την Ελλάδα πριν από την κρίση του 2007. Τα ελληνικά ομόλογα θεωρούνταν ίσης ποιότητας με αυτά των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης, παρά το υπερβολικό χρέος σε νόμισμα που δεν έλεγχε.

Αυτό οδήγησε σε καταστροφή όταν η αδυναμία πληρωμής της Ελλάδας συγκρούστηκε με την απροθυμία της ΕΚΤ να την στηρίξει (αν και μετά από χρεοκοπία, αλλαγή πολιτικής της ΕΚΤ και σκληρή λιτότητα, η Ελλάδα ανέκτησε την επενδυτική της βαθμίδα).

Ακόμη και τα «ασφαλή» περιουσιακά στοιχεία έγιναν εξαιρετικά επικίνδυνα όταν οι αποδόσεις τους έπεσαν στο μηδέν ή ακόμη και σε αρνητικά επίπεδα. Οι επενδυτές ήταν διατεθειμένοι να δανείζουν για μακροχρόνιες περιόδους στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία ή την Ευρώπη για ελάχιστη ανταμοιβή. Έτσι, όταν ο πληθωρισμός επέστρεψε και οι αποδόσεις των ομολόγων αυξήθηκαν, οι τιμές τους καταποντίστηκαν.

Όσοι κατείχαν 40ετή ιαπωνικά κρατικά ομόλογα από τα χαμηλά επιτόκια του 2019 έχουν χάσει το μισό της επένδυσής τους—και 65% σε όρους δολαρίου λόγω της υποτίμησης του γεν. Τα 50ετή βρετανικά ομόλογα έχουν πάει ακόμη χειρότερα, ενώ τα 30ετή αμερικανικά ομόλογα έχουν χάσει 45% από το χαμηλό της πανδημίας.

Η απόλυτη αποτυχία: το 100ετές ομόλογο μηδενικού κουπονιού της Αυστρίας, που εκδόθηκε το 2019 και έχει χάσει πάνω από 90% σε πέντε χρόνια. Το να είναι κάτι «ασφαλές» έναντι χρεοκοπίας δεν σημαίνει ότι είναι ασφαλές έναντι ζημιών.

Η πολιτική είναι ναρκοπέδιο για τους επενδυτές

Η κατανόησή της είναι δύσκολη, και ακόμη και όσοι την κατανοούν δεν μπορούν πάντα να την προβλέψουν. Ο Μιλέι πέτυχε το αδύνατο: οι ψηφοφόροι τον στήριξαν σε ύφεση ενώ μείωνε τις δημόσιες δαπάνες για να μειώσει τον πληθωρισμό.

Και οι επενδυτές ίσως πρέπει να προσέξουν ανάλογους κινδύνους και στις ανεπτυγμένες οικονομίες.