Η Ευρώπη βιώνει τον πρώτο «κανονικό» χειμώνα εδώ και τρία χρόνια, με τις θερμοκρασίες σε πολλές χώρες να υποχωρούν υπό το μηδέν. Ταυτόχρονα βιώνει μία γεωπολιτική «βαρυχειμωνιά», βλέποντας τον Ντόναλντ Τραμπ να την αγνοεί επιδεικτικά, καθώς ετοιμάζεται να κλείσει μία συμφωνία για το μέλλον της Ουκρανίας με τον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Όλες αυτές οι εξελίξεις έχουν άμεσο αντίκτυπο και στην αγορά ενέργειας. Η τιμή spot του φυσικού αερίου στο ολλανδικό TTF, τον κόμβο διαπραγμάτευσης φυσικού αερίου της Ευρώπης, έφτασε στις 10 Φεβρουαρίου τα 58 ευρώ ανά μεγαβατώρα (MWh), το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δύο ετών. Ακολούθησε στις 12 Φεβρουαρίου η ανακοίνωση του Ντόναλντ Τραμπ ότι οι διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία θα ξεκινούσαν «άμεσα» – μια δήλωση που οι χρηματοπιστωτικές αγορές φαίνεται να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη.
Ποιοι πιέζουν να ανοίξουν οι πύλες
Δεν αποτελεί, επομένως, έκπληξη ότι ορισμένοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι κοιτούν και πάλι…προς το ρωσικό φυσικό αέριο. Χαμηλότεροι λογαριασμοί ενέργειας θα μπορούσαν να αναζωογονήσουν τη βιομηχανία της Ευρώπης και να κατευνάσουν τα νοικοκυριά, τα οποία στρέφονται και πάλι σε αντισυστημικά κόμματα και στην άκρα δεξιά.
Ο Γιάρι Στεν της Goldman Sachs προβλέπει ότι ο τερματισμός του πολέμου θα μπορούσε να δώσει ώθηση στο ΑΕΠ της Ευρώπης κατά 0,5%, κυρίως λόγω της μείωσης της τιμής του φυσικού αερίου. Επιπλέον όπως παρατηρεί ο Economist, ορισμένοι πιστεύουν πως εάν οι Ευρωπαίοι ανοίξουν και πάλι τις πύλες τους στο ρωσικό φυσικό αέριο, θα ενθαρρύνουν τον Βλαντίμιρ Πούτιν να τηρήσει τους όρους της ειρηνευτικής συμφωνίας. Η Ουγγαρία και η Σλοβακία πιέζουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στον Economist, ο Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος πιθανότατα θα είναι σύντομα καγκελάριος της Γερμανίας, δήλωσε ότι δεν θα υπάρξει επιστροφή στο ρωσικό αέριο «προς το παρόν», χωρίς ωστόσο να αποκλείσει ρητά την πιθανότητα. Αν τελικά αυτό συμβεί θα είναι μία στροφή 180 μοιρών.
Η Κομισιόν λέει «όχι», αλλά άλλοι θα αποφασίσουν
Η επίσημη θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ότι «δεν συνδέει» την επανέναρξη των ρωσικών ροών με οποιαδήποτε ειρηνευτική διαπραγμάτευση για την Ουκρανία. Ο επίσημος στόχος της είναι να μην εισάγει καθόλου ρωσικό αέριο ή πετρέλαιο έως το 2027, ώστε να μειώσει την εξάρτηση, η οποία της στοίχισε ακριβά όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία.
Οι περισσότερες ροές φυσικού αερίου διακόπηκαν το 2022, όταν η Ρωσία έκλεισε τον Nord Stream 1, τον κύριο αγωγό της προς την Ευρώπη. Ένας άλλος αγωγός, που διέρχεται μέσω Ουκρανίας, σταμάτησε να λειτουργεί την 1η Ιανουαρίου φέτος. Πλέον, η ΕΕ λαμβάνει μόλις το 10% του φυσικού αερίου της από τη Ρωσία, έναντι 45% το 2021.
Η Ρωσία, από την πλευρά της, δεν μπορεί να ανακατευθύνει μεγάλο μέρος των προμηθειών της, γεγονός που έχει σημαντικό οικονομικό κόστος. Το 2022, οι πωλήσεις φυσικού αερίου αντιστοιχούσαν στο 13% του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού της. Τώρα το ποσοστό αυτό έχει πέσει στο 8%. Το 2023, η Gazprom, ο κρατικός ενεργειακός κολοσσός, εμφάνισε ζημιές για πρώτη φορά από το 1999.
Τελικά, η απόφαση για το αν θα ανοίξει ξανά η στρόφιγγα θα ληφθεί από τις χώρες που βρίσκονται και στα δύο άκρα των αγωγών, καθώς και από εκείνες που αυτοί διασχίζουν: τη Ρωσία, τη Γερμανία, την Ουκρανία και ορισμένα άλλα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Οι ηγέτες τους θα βρεθούν υπό έντονη πίεση και από άλλες χώρες. Ποιος θα επικρατήσει;
Τα αποθέματα στο 48% και το κόστος στα ύψη
Σε κανονικούς ρυθμούς, η Ευρωπαϊκή Ένωση καταναλώνει περίπου 320 δισ. κυβικά μέτρα (bcm) φυσικού αερίου ετησίως. Η αποθηκευτική της ικανότητα, που φτάνει περίπου τα 115 bcm, καλύπτει μόλις το ένα τρίτο αυτής της ποσότητας. Τα αποθέματα ήταν σχεδόν γεμάτα όταν ξεκίνησε ο χειμώνας. Ωστόσο, το ψύχος και προβλήματα στον εφοδιασμό ανάγκασαν την ΕΕ να καταναλώσει περισσότερο αέριο από το αναμενόμενο. Αυτή τη στιγμή, τα αποθέματα είναι στο 48%, έναντι 66% την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι.
Οι υψηλές τιμές αναγκάζουν ενεργοβόρες βιομηχανίες, όπως οι χημικές και μεταλλουργικές, να μειώσουν την παραγωγή τους. Η βιομηχανική παραγωγή στην ΕΕ, που ήταν ήδη αδύναμη, συνεχίζει να συρρικνώνεται.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα θα εμφανιστεί το καλοκαίρι, όπως εξηγεί ο Economist. Οι κανονισμοί της ΕΕ απαιτούν οι αποθήκες να είναι γεμάτες κατά 90% έως την 1η Νοεμβρίου. Συνήθως, οι προμήθειες αναπληρώνονται από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο. Φέτος, η Ευρώπη θα πρέπει να αγοράσει περισσότερο από το συνηθισμένο—ακριβώς την ώρα που οι ασιατικοί εισαγωγείς θα σπεύσουν να αποθηκεύσουν αποθέματα. Η προσφορά είναι περιορισμένη: κύματα υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ και το Κατάρ αναμένονται, αλλά η πλειονότητά τους θα φτάσει το επόμενο έτος. Ως αποτέλεσμα, η τιμή του φυσικού αερίου για παράδοση το καλοκαίρι είναι υψηλότερη από εκείνη του επόμενου χειμώνα, κάτι που καθιστά μη ελκυστική την αποθήκευση. Η γερμανική ρυθμιστική αρχή εξετάζει επιδοτήσεις για να ενθαρρύνει τη δημιουργία αποθεμάτων. Κάποιες χώρες θέλουν να χαλαρώσει ο στόχος της ΕΕ για αποθήκευση.
Αέριο υπάρχει, αλλά είναι ακριβό
Η Ουγγαρία και η Σλοβακία εξακολουθούν να λαμβάνουν ρωσικό αέριο μέσω Τουρκίας, ενώ και άλλες χώρες, όπως η Αυστρία, πιθανώς λαμβάνουν ρωσικό LNG μέσω Βόρειας Ευρώπης. Ωστόσο, πληρώνουν ακριβότερα και η προμήθεια είναι λιγότερο σταθερή. Η επανέναρξη των ροών μέσω Ουκρανίας θα τους βοηθούσε και ταυτόχρονα θα έριχνε τις τιμές σε όλη την Ευρώπη. Οι τιμές του TTF έχουν ήδη πέσει 9% από τότε που ο Τραμπ έκανε λόγο για διαπραγματεύσεις.
Το ερώτημα είναι αν η Ευρώπη θα επιτρέψει το ρωσικό αέριο να επιστρέψει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη στρατηγική της ενεργειακής ανεξαρτησίας της.