Με μικρές μεταβολές έκλεισαν οι βασικοί χρηματιστηριακοί δείκτες της Wall Street στη σημερινή συνεδρίαση, με τους επενδυτές να «χωνεύουν» γρήγορα τα επιφυλακτικά σχόλια του προέδρου της Fed, Τζερόμ Πάουελ, για τα επιτόκια.
Παραμένουν επίσης οι ανησυχίες για την κατεύθυνση της αμερικανικής οικονομίας εν μέσω των νέων δασμών Τραμπ και μίας πιθανής κλιμάκωσης ενός εμπορικού πολέμου.
Παρ΄ όλα αυτά, ο S&P 500 κατάφερε να κλείσει με θετικό πρόσημο, έστω και οριακό 0,03% στις 6.068,50 μονάδες, ενώ ο Nasdaq υποχώρησε οριακά 0,36% στις 19.643,86 μονάδες. Ο Dow Jones σημείωσε άνοδο 0,28% ή 123,24 μονάδων τερματίζοντας στις 44.593,65 μονάδων.
Η μετοχή της Apple κατέγραψε κέρδη 2,2%, μετά την είδηση από το The Information ότι η εταιρεία συνεργάζεται με την Alibaba για ανάπτυξη χαρακτηριστικών τεχνητής νοημοσύνης για τους χρήστες iPhone στην Κίνα, βοηθώντας το δείκτη υψηλής τεχνολογίας να συγκρατήσει τις απώλειές του.
Ο Πάουελ, μιλώντας στην επιτροπή τραπεζικών υποθέσεων της Γερουσίας έδωσε ξανά σήμα ότι η Fed δεν βιάζεται να μειώσει τα επιτόκια. «Με τη νομισματική στάση μας σήμερα λιγότερο περιοριστική και με την οικονομία να παραμένει δυναμική, δεν βιαζόμαστε να προσαρμόσουμε την πολιτική μας», είπε ο κορυφαίος Αμερικανός κεντρικός τραπεζίτης, προσθέτοντας ότι ο πληθωρισμός παραμένει πάνω από το στόχο του 2%.
Οι επενδυτές περιμένουν τα νέα στοιχεία για τον πληθωρισμό Ιανουαρίου στις ΗΠΑ που θα δημοσιοποιηθούν αύριο Τετάρτη, για να ακολουθήσουν την Πέμπτη τα στοιχεία για τις τιμές παραγωγού.
«Πιστεύω πραγματικά ότι η αγορά δεν έχει σταθερό βηματισμό, ακούει τον Πάουελ και περιμένει να δει τι θα φέρει ο αυριανός δείκτης τιμών καταναλωτή», δήλωσε ο Σαμ Στόβαλ, επικεφαλής επενδυτικής στρατηγικής της CFRA Research. «Θεωρώ επίσης ότι οι επενδυτές θα ωθήσουν πραγματικά τις τιμές υψηλότερα με βάση την αύξηση των εταιρικών κερδών, χωρίς να περιμένουν πολλαπλή επέκταση στο δείκτη P/E».
«Το ερώτημα ωστόσο που προκύπτει είναι μήπως η επιτάχυνση των εταιρικών παραγγελιών που είδαμε στο τέταρτο τρίμηνο του 2024 πριν από τους αναμενόμενους δασμούς Τραμπ ήταν αυτό που έδωσε τεχνητή ώθηση στη βελτίωση της οικονομίας;», σημειώνει ο στρατηγικός αναλυτής.