Οι μειώσεις των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, τόσο στην αυριανή όσο και στην επόμενη συνεδρίαση του Μαρτίου, θεωρούνται πλήρως προεξοφλημένες από τις αγορές, αν και όχι απαραίτητα από την ίδια την ΕΚΤ, η οποία, σύμφωνα με πηγές, μετά τη μείωση του Ιανουαρίου θα μπορούσε να κάνει μία παύση για μία ή δύο συνεδριάσεις για να αποτιμήσει τις πολιτικές του Ντόναλντ Τραμπ.
Αντίστοιχα, οικονομολόγοι που μίλησαν στο Bloomberg εκτιμούν ότι τα πράγματα ενδεχομένως να γίνουν πιο δύσκολα από τον Απρίλιο και μετά, εάν ο νέος Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προχωρήσει, όπως έχει απειλήσει, σε επιβολή ενός καθολικού δασμού σε όλα τα εισαγόμενα αγαθά στις ΗΠΑ, πυροδοτώντας νέο κύμα πληθωρισμού που θα μπορούσε να «εξαχθεί» στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Λίγο προτού οι διαμορφωτές πολιτικής στη Φραγκφούρτη ανακοινώσουν την απόφασή τους για τα επιτόκια αύριο Πέμπτη, τα νέα στοιχεία για το ΑΕΠ της Ευρωζώνης είναι πολύ πιθανόν να δείξουν μηδαμινή ανάπτυξη, της τάξης του 0,1%, στο τέταρτο τρίμηνο του 2024, χαμηλότερα από τον ρυθμό 0,4% του τρίτου τριμήνου, σύμφωνα με έρευνα του Bloomberg.
Tην ίδια στιγμή, όμως, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ δεν είναι σίγουροι ότι η επιστροφή του πληθωρισμού προς τον στόχο του 2% δεν θα διαταραχθεί από τις εμπορικές πολιτικές του Τραμπ και όχι μόνο, με όλη αυτή την αβεβαιότητα να ρίχνει τη σκιά της στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις της Ευρωζώνης.
Ο σκληρός πυρήνας
«Οι κίνδυνοι έχουν μετατοπιστεί κυρίως για την οικονομία της Ευρωζώνης και όχι για τον πληθωρισμό. Η ΕΚΤ μπορεί και θα πρέπει να μειώσει περαιτέρω τα επιτόκια για να στηρίξει την ανάπτυξη», δηλώνει στο Reuters o Tζάρι Στεν, επικεφαλής οικονομολόγος της Goldman Sachs.
Γερμανία και Γαλλία ευθύνονται τα μέγιστα για τη σημερινή αδύναμη κατάσταση της Ευρωζώνης, όμως και άλλες οικονομίες παρουσίασαν απρόσμενη αποδυνάμωση, όπως η Ιρλανδία. Τα προκαταρκτικά στοιχεία για τη Γερμανία έδειξαν ότι παρουσίασε συρρίκνωση 0,1% στο τέταρτο τρίμηνο του 2024 και η γαλλική οικονομία παρέμεινε στάσιμη. Η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε βαθιά ύφεση, με την ένωση βιομηχάνων BDI να προειδοποιεί για συρρίκνωση και φέτος για τρίτο διαδοχικό έτος, κατά 0,1%, κάτι που έχει να συμβεί από την επανένωση των δύο Γερμανιών.
Εάν, δε, η Ευρωζώνη αναπτυχθεί φέτος με ρυθμό 1,1%, που εξακολουθεί να είναι λίαν αισιόδοξος, και η παγκόσμια οικονομία τρέξει με 3,2%, τότε η Γερμανία θα παραμείνει από τους «ουραγούς» σε οικονομικούς όρους, σύμφωνα με την ΒDI.
«Η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή: η ανάπτυξη της βιομηχανίας βρίσκεται αντιμέτωπη με διαρθρωτικά προβλήματα», δήλωσε στο Reuters ο πρόεδρος της ένωσης βιομηχάνων, Πέτερ Λεϊμπίνγκερ, ο οποίος θεωρεί ότι η σημερινή κρίση είναι κάτι περισσότερο από μία συνέπεια της πανδημίας του κορονοϊού και του πολέμου στην Ουκρανία με τη διακοπή της ροής ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη.
Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από το εξωτερικό, το υψηλό ενεργειακό κόστος, τα επιτόκια που παραμένουν υψηλά και οι αβέβαιες οικονομικές προοπτικές βαραίνουν τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, η οποία συρρικνώθηκε για δύο συνεχόμενα έτη, το 2023 και 2024. Και οι διαφωνίες για τον τρόπο ανάκαμψης της γερμανικής οικονομίας οδήγησαν τελικά στην κατάρρευση της κυβέρνησης συνασπισμού, με την οικονομική δυσπραγία να αποτυπώνεται τα μέγιστα στην κατάσταση της Volkswagen. Τα προβλήματα ωστόσο ως επί το πλείστον είναι απόρροια της διαρθρωτικής αδυναμίας της γερμανικής οικονομίας που συσσωρεύθηκε από το 2018, καθώς οι εκάστοτε κυβερνήσεις απέτυχαν να την αντιμετωπίσουν.
«Οι δημόσιες επενδύσεις σε σύγχρονες υποδομές, στη μεταμόρφωση και στην ανθεκτικότητα της οικονομίας είναι άκρως αναγκαίες. Θα πρέπει επίσης να περιοριστεί η γραφειοκρατία, να μειωθούν οι τιμές ενέργειας, να ακολουθηθεί μία ξεκάθαρη στρατηγική για την ενίσχυση της καινοτομίας και της έρευνας», αναφέρει ο πρόεδρος της BDI. O Λεϊμπίνγκερ αναφέρθηκε και στην επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και στις απειλές του για επιβολή δασμών, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη συρρίκνωση της εξαρτώμενης από τις εξαγωγές γερμανικής οικονομίας κατά 0,5% το 2025, έναντι προβλέψεων για πτώση 0,1%.
Ο «κέλτικος τίγρης»
Η εξασθένηση γίνεται αντιληπτή ωστόσο και σε άλλες οικονομίες μέχρι πρόσφατα άκρως ισχυρές, όπως η Ιρλανδία. Ο πάλαι ποτέ «κέλτικος τίγρης», που αποτελεί και φορολογικό παράδεισο για τις αμερικανικές πολυεθνικές, «είδε» την οικονομία του να συρρικνώνεται ξαφνικά κατά 1,3% στο τελευταίο τρίμηνο του 2024 μετά την αύξηση 3,5% του τρίτου τριμήνου, σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία της χώρας.
Ο ρόλος της Ιρλανδίας ως φορολογικής βάσης για τις αμερικανικές πολυεθνικές οδηγεί σε τεράστιες διακυμάνσεις μεταξύ ανάπτυξης και συρρίκνωσης που ενίοτε μπορεί να επηρεάσει και το σύνολο της Ευρωζώνης. Παρότι είναι μία από τις μικρότερες οικονομίες της περιοχής, τα στοιχεία της έχουν μεγάλο αντίκτυπο στο σύνολο της Ευρωζώνης.
Η στατιστική υπηρεσία της Ιρλανδίας απέδωσε τη μεγάλη συρρίκνωση του τέταρτου περσινού τριμήνου στις διεθνείς βιομηχανίες που δραστηριοποιούνται στη χώρα. Για το σύνολο του 2024, η ιρλανδική οικονομία αναπτύχθηκε μόλις 0,3%. Από τις υπόλοιπες χώρες, η Ιταλία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη 0,2%, ενώ η Ισπανία, που παρουσιάζει από τις κορυφαίες επιδόσεις μεταξύ των χωρών-μελών του ευρώ, εκτιμάται ότι αναπτύχθηκε 0,6% στο τέταρτο τρίμηνο από 0,8% το τρίτο τρίμηνο.
«Η μεγάλη ανησυχία έγκειται στην ανάπτυξη και στην ανταγωνιστικότητα. Υπό αυτές τις συνθήκες, ένας ρυθμός μείωσης των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης σε κάθε συνεδρίαση της ΕΚΤ φαίνεται λογικός», ανέφερε στο Reuters ο Μιχάλα Μαρκούσεν, επικεφαλής οικονομολόγος της Societe Generale.
H πλειονότητα των αξιωματούχων της ΕΚΤ βλέπουν το ουδέτερο επιτόκιο -αυτό που δεν στηρίζει ούτε και περιορίζει την ανάπτυξη- στο 2% έως 2,25%, όμως όταν το βασικό επιτόκιο καταθέσεων φθάσει στο 2,5% ενδεχομένως να ανοίξει μία μεγάλη συζήτηση για το πού θα πρέπει να σταματήσουν οι επιτοκιακές μειώσεις. Μεγάλο μέρος των εξελίξεων θα εξαρτηθεί από την πορεία του πληθωρισμού και την ατζέντα Τραμπ.