Skip to main content

Φυσικό αέριο: Γιατί οι ειδικοί περιμένουν «τέλεια καταιγίδα» τον χειμώνα

REUTERS/Wojciech Kardas/Agencja Gazeta

Θα έλεγε κανείς πως όλα βαίνουν καλώς και πως στην αγορά επικρατεί ηρεμία. Παρόλα αυτά κάποιοι θεωρούν ότι υπνοβατεί προς νέα κρίση

Σε τροχιά ανόδου βρίσκονται το τελευταίο διάστημα οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, έχοντας προσεγγίσει τα 40 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Αν και απέχουν πολύ από τα εκρηκτικά επίπεδα του 2022, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, έχουν σχεδόν διπλασιαστεί σε σχέση με τα χαμηλά του Φεβρουαρίου. Και υπάρχει φόβος για περαιτέρω, αισθητή αύξηση τον χειμώνα.

Όταν χτύπησε την πόρτα της γηραιά ηπείρου η ενεργειακή κρίση, ως αποτέλεσμα των κυρώσεων κατά της Ρωσίας και των αντιποίνων από το Κρεμλίνο, που άλλοτε κάλυπτε το 40% των αναγκών της Ε.Ε., υπήρχαν μεγάλες αμφιβολίες για το εάν θα μπορέσει η κοινότητα να επιβιώσει.

Τελικά η Ε.Ε. όχι μόνο επιβίωσε αλλά γέμισε τις αποθήκες της σε ποσοστό 94%, κυρίως χάρη σε μεγάλες αγορές LNG, που το 2023 κάλυψαν το 60% των εισαγωγών της σε φυσικό αέριο. Θα έλεγε κανείς πως όλα βαίνουν καλώς και πως στην αγορά επικρατεί ηρεμία. Παρόλα αυτά τα καμπανάκια πληθαίνουν.

Μία συμφωνία που λήγει

Ο Τζέικ Χόρσλεν, ειδικός αναλυτής φυσικού αερίου στην Energy Aspects, σε πρόσφατο ενεργειακό συνέδριο στη Βιέννη, προειδοποίησε για αύξηση των τιμών κατά 10 ευρώ ανά μεγαβατώρα μέσα στον χειμώνα, εν μέσω προβλέψεων για χαμηλότερες θερμοκρασίες σε σχέση με τα δύο προηγούμενα χρόνια και κατά συνέπεια σημαντική αύξηση της ζήτησης. Ο κύριος παράγοντας, ωστόσο, που όπως είπε, θα μπορούσε να δώσει ώθηση στις τιμές, είναι η εκπνοή της 5ετους συμφωνίας της Gazprom για μεταφορά ρωσικού αερίου μέσω Ουκρανίας. Πρόκειται πάγωσε για λίγο μόνο, αλλά τελικά δεν διεκόπη, μετά τον πόλεμο. Πέρυσι οι ροές ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη έφτασαν τα 15 δισ. κυβικά μέτρα. Το Κίεβο έχει ξεκαθαρίσει πως δεν θα διαπραγματευτεί νέα συμφωνία.

Καμπανάκι από ειδικούς και στον Economist, με trader να σημειώνει ότι ύστερα από δύο εξαιρετικά ήπιους χειμώνες, «ακόμη και ένας συνηθισμένος χειμώνας, θα μπορούσε να πυροδοτήσει ανατιμήσεις».

Από την πλευρά του ο Σίντρε Κνάτσον της Rystad Energy μιλώντας στο βρετανικό περιοδικό εκτίμησε πως σε περίπτωση που έχουμε δριμύ ψύχος σε Ευρώπη και Ασία θα αυξηθεί η ζήτηση για φυσικό αέριο κατά 21 και 15 δισ. κυβικά μέτρα αντιστοίχως.

Η εναλλακτική

Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν μπορεί να υπάρξει ένα παράθυρο «διάσωσης» της συμφωνίας.  Στο τραπέζι υπάρχει η ιδέα για μία swap συμφωνία με το Αζερμπαϊτζάν, ώστε ρωσικό αέριο που περνάει από την Ουκρανία να “μετονομάζεται” σε αζέρικο και να πωλείται στην Ευρώπη και αντιστοίχως μέρος του αζέρικου αερίου να γίνεται με τον ίδιο τρόπο «ρωσικό». Το Αζερμπαϊτζάν, όπως εξηγεί ο Economist, θα είναι ελεύθερο να αγοράζει το αέριο για τις δικές του ανάγκες ή να το μεταφέρει στην Τουρκία. Και σε αυτή την περίπτωση βέβαια οι συνολικές ροές προς την Ε.Ε. θα είναι μειωμένες.

Υπάρχουν επιπλέον δύο αγκάθια. Επειδή η ενέργεια στο Αζερμπαϊτζάν είναι υπερβολικά φθηνή, η Ρωσία θα πρέπει από την πλευρά της να συμφωνήσει να πουλάει το αέριό της σε μειωμένη τιμή. Και επιπλέον το Κρεμλίνο θα έχει τη δυνατότητα να σταματήσει τις παραδόσεις «αζέρικου» αερίου στην Ευρώπη ανά πάσα στιγμή το αποφασίσει.

Και η τέλεια καταιγίδα

Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πως παρά την ηρεμία που επικρατεί, γεωπολιτικές εξελίξεις και καιρικές συνθήκες θα μπορούσαν να προκαλέσουν την τέλεια καταιγίδα. Το χειρότεορ δυνατό σενάριο θα ήταν θερμοκρασίες υπό το μηδέν στην Ευρώπη από τον Δεκέμβριο, με το ρωσικό αέριο να εξαφανίζεται πλήρως από την αγορά έως την 1η Ιανουαρίου 2025. Η ήπειρος δεν θα ξεμείνει από καύσιμα βραχυπρόθεσμα: εκτός από τα αποθέματα ρεκόρ, διαθέτει άφθονη πυρηνική ενέργεια (πολλοί γαλλικοί αντιδραστήρες, που έκλεισαν το 2022, είναι ξανά σε λειτουργία) και υδροηλεκτρική ενέργεια (μετά από βιβλικές βροχές). Αλλά θα έβλεπε τα αποθέματά της σε φυσικό αέριο να εξαντλούνται πολύ πιο γρήγορα και το σοκ στις χρηματιστηριακές τιμές, θα μπορούσε να είναι άμεσο.

Η Ευρώπη θα έπρεπε να ανταγωνιστεί την Ασία για φορτία LNG, γεγονός που με βεβαιότητα θα οδηγούσε σε αύξηση των τιμών spot. Οι κυβερνήσεις, οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας ή οι καταναλωτές —ή ένα μείγμα και των τριών— δεν θα είχαν άλλη επιλογή από το να επωμιστούν το υψηλότερο κόστος.