Ενώ το Χρηματιστήριο Αθηνών φαίνεται ότι βρίσκει τον απαιτούμενο βηματισμό για να «ξεφύγει» από τη στασιμότητα των τελευταίων εβδομάδων, οι επενδυτές αναζητούν τα αναγκαία συστατικά, πάνω στα οποία μπορούν να «χτίσουν» την ολική επαναφορά του Γενικού Δείκτη στις φετινές κορυφές των 1.502 μονάδες -και γιατί όχι σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα. Πρόκειται για 3-4 στοιχεία, τα οποία αναμφίβολα λείπουν από τη «φαρέτρα» και τα οποία μπορούν να παράσχουν την απαιτούμενη ώθηση.
Η απουσία των Ελλήνων επενδυτών από τα τεκταινόμενα του Χ.Α., μεταξύ άλλων, αποτελεί ένα απ’ αυτά τα κρίσιμα δεδομένα, τα οποία αφαιρούν δυναμική από την εγχώρια κεφαλαιαγορά.
Ο Έλληνας μικροεπενδυτής, εδώ και αρκετά χρόνια, δεν βλέπει τη Λεωφόρο Αθηνών ως μια ευκαιρία εξασφάλισης σταθερών ετήσιων αποδόσεων, προτιμώντας να διατηρεί τα χρήματά του στις τράπεζες (ή και στη ντουλάπα του σπιτιού του), παρά τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια. Κι αυτό ισοδυναμεί με μια μεγάλη και διαχρονική ανορθογραφία, την οποία ο οργανισμός του Χρηματιστηρίου οφείλει να διορθώσει άμεσα. Για την ιστορία, το 2007 η συμμετοχή των Ελλήνων επενδυτών ξεπερνούσε το 50%. Σήμερα, οι ημεδαποί αποτελούν μειοψηφία, καθώς με βάση τα πλέον πρόσφατα στοιχεία η συμμετοχή τους περιορίζεται κάτω του 35%.
Χρηματιστήριο: Τα «μικρά»… διαμάντια του 2024 – Ποιες μετοχές κάνουν ράλι έως και 109%
Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό φαίνεται ότι δημιουργεί ορισμένα παράπλευρα προβλήματα, όπως είναι για παράδειγμα η έλλειψη βάθους. Ελάχιστες εισηγμένες κάνουν το απόλυτο… «κουμάντο» στο Χ.Α., με τις 10 κορυφαίες εταιρείες σε όρους αποτίμησης να ελέγχουν το 60% της συνολικής κεφαλαιαγοράς (στοιχεία για τον μήνα Αύγουστο), ενώ η αντιστοιχία σε όρους τζίρου είναι ακόμη πιο δυσανάλογη, με το top-10 να συνεισφέρει το 80% της αξίας των καθημερινών συναλλαγών. Κι αυτό, σίγουρα, αποτελεί ένα δεδομένο, το οποίο εγείρει προβληματισμό.
Την ίδια στιγμή, ο συνολικός ημερήσιος τζίρος μπορεί να έχει βελτιωθεί σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, αλλά εντούτοις παραμένει χαμηλός, όπως κατέδειξε με απόλυτη σαφήνεια τόσο ο Αύγουστος, όσο και ο τρέχων Σεπτέμβριος. Δύο μήνες, οι οποίοι «χάλασαν» τον φετινό μέσο όρο, ο οποίος στις αρχές του έτους ξεπερνούσε ακόμα και τα 130 εκατ. ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι η τρέχουσα αξία των συναλλαγών απέχει παρασάγγας τόσο από τα επιθυμητά επίπεδα των 130 – 160 εκατ. ευρώ, όσο κι από τα προ οικονομικής κρίσης επίπεδα των 190 εκατ. ευρώ. Επομένως, ναι μεν υπάρχει πρόοδος τις τελευταίες ημέρες, αλλά σίγουρα θα πρέπει να έχουμε και συνέχεια, καθώς χωρίς υψηλό τζίρο η περαιτέρω άνοδος της αγοράς τίθεται εν αμφιβόλω.
Όλα τα παραπάνω αναγνωρίζονται κι από τον Δημήτρη Τζάνα, αναλυτή της Κύκλος ΑΧΕΠΕΥ, o οποίος μεταξύ άλλων επισημαίνει ότι θα χρειαστεί η συντήρηση των συναλλαγών σε επίπεδα άνω των 100 εκατ. ευρώ ημερησίως, καθώς και η δραστηριοποίηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος σε τίτλους της μεσαίας και της μικρής κεφαλαιοποίησης, ώστε να εδραιωθεί η συνέχιση της ανοδικής κίνησης. «Διαδικασία που απαιτεί την αυξημένη διάθεση για μετοχικές τοποθετήσεις» σπεύδει να προσθέσει.
Χρηματιστήριο: Ποιες μετοχές βλέπουν με τα… κιάλια τα χαμηλά έτους – Ράλι έως και +55%
Και φυσικά, υπάρχει η mega εκκρεμότητα της Αναπτυγμένης Αγοράς, ενδεχόμενη διευθέτηση της οποίας μπορεί υπό προϋποθέσεις να βοηθήσει τη Λεωφόρο Αθηνών να προσελκύσει υψηλότερης ποιότητας κεφάλαια, αλλά και να επωφεληθεί της τεράστιας δεξαμενής των παθητικών funds, αξίας πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Μια εξέλιξη, η οποία δύναται να αναβαθμίσει το status και να ολοκληρώσει ακόμη ένα βήμα προς το ολικό comeback στις «ανέμελες» εποχές του 2007.
Η αρχική μαγιά
Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι σαφές ότι το Χρηματιστήριο Αθηνών έχει την αρχική… μαγιά, πάνω στην οποία μπορεί να «δουλέψει» τις αδυναμίες του και να καταστεί ακόμη πιο ελκυστικό στους επενδυτές.
Το επικείμενο placement στην Εθνική Τράπεζα, για παράδειγμα, μπορεί να αποτελέσει τον «οδηγό» για τη διενέργεια κι άλλων αντίστοιχων τοποθετήσεων, οι οποίες εν πολλοίς έχουν ήδη αναγγελθεί, όπως για παράδειγμα είναι οι πωλήσεις μετοχών σε Κρι – Κρι, Trade Estates και ενδεχομένως Helleniq Energy. Ενώ μην ξεχνάμε τις δρομολογούμενες ΑΜΚ σε Τράπεζα Αττικής και Cenergy.
Την ίδια στιγμή, η έλευση της Τράπεζας Κύπρου στην Αθήνα προσθέτει μια έξτρα κεφαλαιοποίηση της τάξης των 2,2 δισ. ευρώ, δυναμώνοντας περαιτέρω τον τραπεζικό κλάδο, η συνολική αξία του οποίου αντανακλά σχεδόν το ¼ του Χρηματιστηρίου. Ένα ποσοστό σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με την περίοδο της οικονομικής κρίσης, όταν η αξία των τραπεζών μετά βίας υπολογιζόταν στα 3 εκατ. ευρώ. Την ίδια στιγμή, το τεράστιο ράλι των τελευταίων τεσσάρων ετών αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για τη βελτίωση της υγείας του κλάδου, ο οποίος -σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές- δεν έχει φθάσει ακόμα στο… πικ του.
Χρηματιστήριο: Ποιες μετοχές διακινούν το περισσότερο χρήμα – Το top10 στον ημερήσιο τζίρο
Κι όλα αυτά, ενόσω βλέπουμε την αγορά των IPOs, δηλαδή των Αρχικών Δημόσιων Προσφορών, να αρχίζει εκ νέου να παίρνει… μπρος, έπειτα από αρκετά έτη διαγραφών και αποχωρήσεων εισηγμένων. Ευχής έργον οι εισαγωγές να συνεχιστούν, καθώς τα περιθώρια βελτίωσης είναι τεράστια. Άλλωστε, πολλές μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να μένουν εκτός του Χ.Α.
Σταθερά άνω των 100 δισ. ευρώ
Έχοντας κατά νου τα παραπάνω στοιχεία, δεν είναι τυχαίο ότι η συνολική αξία της εγχώριας αγοράς -για πρώτη φορά από το ξέσπασμα της πολυετούς οικονομικής κρίσης- βρίσκεται ξανά στην περιοχή των 100 δισ. ευρώ. Ένα νούμερο, το οποίο έχει βελτιώσει θεαματικά την εκτιμώμενη αναλογία κεφαλαιοποίησης/ΑΕΠ για φέτος (από σταθερά κάτω του 30% σε 45% το 2024). Μην ξεχνάμε ότι τον Μάρτιο του 2020 (lockdown και Covid) η αξία του Χ.Α. ανερχόταν μετά βίας στα 35 δισ. ευρώ, τον Σεπτέμβριο του 2015 δεν υπέρβαινε τα 28,5 δισ. ευρώ, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2014, δηλαδή ακριβώς πριν μία 10ετία, έφθανε στα 58 δισ. ευρώ.
Ταυτόχρονα, τα οικονομικά αποτελέσματα των εισηγμένων διάγουν ημέρες άλλων εποχών, με το 2023 να χαρίζει την υψηλότερη κερδοφορία από το ρεκόρ του 2007 (περίπου 10,5 δισ. ευρώ), ξεπερνώντας ακόμα και τα 10,4 δισ. ευρώ του 2022. Και το σημαντικότερο είναι ότι οι προοπτικές παραμένουν ευοίωνες και για φέτος, όπου η πλειονότητα όσων εισηγμένων έχουν ήδη ανακοινώσει αποτελέσματα εξαμήνου, καταγράφει βελτιωμένα μεγέθη (+15% στα καθαρά κέρδη).
Χρηματιστήριο: Κερδισμένοι και χαμένοι του κλάδου των τροφίμων
Η ανθηρή κερδοφορία μεταφράζεται δικαιολογημένα και σε ανθηρά μερίσματα, με τις εισηγμένες να διανέμουν περισσότερα από 2,9 δισ. ευρώ μέσα στο 2023, ενώ για το 2024 οι επιβραβεύσεις των μετόχων εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν ακόμα και τα 4 δισ. ευρώ, δεδομένου ότι από φέτος, έπειτα από μια απραξία 16 ετών, «παίζουν μπάλα» και οι συστημικές τράπεζες. Ας σημειωθεί ότι το ρεκόρ διανομής ανήκει στο 2007, όταν μοιράστηκαν 5,4 δισ. ευρώ.
Τα εύρωστα οικονομικά μεγέθη και οι διαδοχικές επιβραβεύσεις των μετόχων, παρά το εντυπωσιακό ράλι των τελευταίων ετών, εξακολουθούν να διατηρούν τις αποτιμήσεις των ελληνικών μετοχών σε ιδιαιτέρως ελκυστικά επίπεδα, με τον δείκτη πολλαπλασιαστή κερδοφορίας P/E να κυμαίνεται σε μονοψήφια επίπεδα (κάτω του 10x). Κάπως έτσι, οι εισηγμένες της Αθήνας φιγουράρουν στον χάρτη τον πλέον «φθηνών» σ’ όλη την Ευρώπη.
Φυσικά, τίποτα από τα παραπάνω δεν θα είχε καταστεί πραγματικότητα, χωρίς την εξασφάλιση ενός σταθερά ανοδικού μακροοικονομικού πλαισίου. Η επίτευξη διατηρήσιμης ανάπτυξης άνω του 2% του ΑΕΠ ετησίως παρέχει ένα ισχυρό «μπουστάρισμα» στην ελληνική κεφαλαιαγορά.
Κάπως έτσι, ο Γενικός Δείκτης μπορεί να υπερηφανεύεται ότι διανύει το τέταρτο συνεχόμενο ανοδικό έτος, με την αύξηση μέσα στο 2024 να υπολογίζεται σε σχεδόν 12,5%, ενώ οι αποδόσεις είναι ακόμη πιο εντυπωσιακές, αν η σύγκριση επεκταθεί χρονικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μεταβολή του Γ.Δ. ξεπερνά το +19% στο 12μηνο, το +77% στη 2ετία, το +66% στην 3ετία και το +68% στην 5ετία. Ακόμη και σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2014 (10ετία), το πρόσημο παραμένει θετικό κατά τουλάχιστον +31%.
Χρηματιστήριο: Το αβέβαιο μέλλον όσων βρίσκονται στην Επιτήρηση – Η μεγάλη βουτιά και οι εξαιρέσεις
(Τα παραπάνω αποτελούν προϊόν δημοσιογραφικής έρευνας και δεν συνιστούν προτροπή για αγορά, πώληση ή διακράτηση οποιασδήποτε μετοχής)