«Τον τελευταίο καιρό, το δολάριο δεν βρίσκει φίλους στην αγορά και βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση», λέει ο Κρις Γουέστον, επικεφαλής έρευνών στην Pepperstone.
Το αμερικανικό νόμισμα διαπραγματεύεται άλλωστε στα χαμηλότερα επίπεδα οκταμήνου έναντι του ευρώ, αλλά και άλλων βασικών νομισμάτων. Το ευρώ έφτασε στα 1,1131 δολάρια, το υψηλότερο επίπεδό από τις 28 Δεκεμβρίου.
Η υποχώρηση του δολαρίου συνδέεται με το γεγονός ότι η αγορά έχει προεξοφλήσει ότι η Fed θα αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια τον επόμενο μήνα. Κάτι που θα αφήσει να εννοηθεί την Παρασκευή ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Τζερόμ Πάουελ στην εναρκτήρια ομιλία του στη συνάντηση του Τζάκσον Χολ. Η πτώση των επιτοκίων καθιστά τις επενδύσεις στη ζώνη του δολαρίου λιγότερο ελκυστικές, γεγονός που τείνει να μειώσει τη ροή χρήματος προς το αμερικανικό νόμισμα.
Πίεση στο δολάριο ασκήθηκε επίσης και από τις αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων, καθώς οι επενδυτές προβλέπουν ότι η αμερικανική οικονομία αντιμετωπίζει σίγουρα μια προσγείωση-ήπια ή ανώμαλη. «Η μείωση του ασφαλίστρου απόδοσης στην αγορά των αμερικανικών ομολόγων ήταν σαφής μοχλός της πτώσης του δολαρίου», λέει ο Κρις Γουέστον.
Ο ρόλος των εκλογών
Η πρόσφατη αδυναμία του δολαρίου θα μπορούσε επίσης να σχετίζεται με το γεγονός ότι η υποψήφια των Δημοκρατικών για την προεδρία των ΗΠΑ, Κάμαλα Χάρις, τα πάει καλύτερα στις δημοσκοπήσεις, λέει η Τζέιν Φόλεϊ, αναλύτρια συναλλάγματος στη Rabobank. «Εάν, από την άλλη, ο Ντόναλντ Τραμπ εκλεγεί πρόεδρος, είναι πιθανό να εισαγάγει «πληθωριστικούς» δασμούς και να κάνει φορολογικές περικοπές, οι οποίες με τη σειρά τους θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μικρότερες μειώσεις επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, εκτιμά η Φόλεϊ.
Οσον αφορά τον Τραμπ; Το σχέδιό του είναι να έχει μεγαλύτερη επιρροή στη νομισματική πολιτική της χώρας για να μπορέσει να υποτιμήσει το δολάριο. «Νομίζω ότι ο πρόεδρος πρέπει τουλάχιστον να έχει λόγο», είπε πρόσφατα ο Τραμπ στους δημοσιογράφους. Ο λόγος: «Νομίζω ότι στην περίπτωσή μου έχω βγάλει πολλά χρήματα, έχω πετύχει πολύ και νομίζω ότι έχω καλύτερα ένστικτα από ό,τι σε πολλές περιπτώσεις οι άνθρωποι που είναι στην Federal Reserve», πρόσθεσε με νόημα ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος.
Η Κάμαλα Χάρις, αντίθετα, δεν συμφωνεί. «Η Fed είναι ένα ανεξάρτητο ίδρυμα και ως πρόεδρος δεν θα ανακατευόμουν ποτέ στις αποφάσεις της Ομοσπονδιακής Τράπεζας», είπε σε δημοσιογράφους στην Αριζόνα.
Ελεγχο στη Fed
Ο υποψήφιός αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς υποστηρίζει επίσης την έκκληση του Ντόναλντ Τραμπ να δώσει στους προέδρους των ΗΠΑ λόγο στις αποφάσεις που λαμβάνονται από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. «Θα πρέπει να αφήσουμε τους εκλεγμένους ηγέτες της Αμερικής να έχουν λόγο στις πιο σημαντικές αποφάσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας», είπε ο Βανς στο CNN . Μια τέτοια κίνηση θα ήταν «μια μεγάλη αλλαγή», όπως το θέτει ο Βανς. Διότι: Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ είναι στην πραγματικότητα σε μεγάλο βαθμό, ανεξάρτητο ίδρυμα νομισματικής πολιτικής.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ διορίζει τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Fed. Ωστόσο, οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν σε μεγάλο βαθμό την άποψη ότι η παρέμβαση στις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής μπορεί να δημιουργήσει βραχυπρόθεσμες πολιτικές πιέσεις που βλάπτουν την οικονομία των ΗΠΑ μακροπρόθεσμα. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους προέδρους να διαμαρτύρονται περιστασιακά για τη στάση της Fed.
Την περασμένη άνοιξη, η Wall Street Journal αποκάλυψε σχέδια των συμβούλων Τραμπ να αναλάβουν τη Fed μετά από μια εκλογική νίκη. Σε ακραίες περιπτώσεις, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ θα πρέπει να πάρει ακόμη και μια θέση στο όργανο λήψης αποφάσεων της Ομοσπονδιακής τράπεζας. Ο Τραμπ πάντως, αργότερα αρνήθηκε τέτοια σχέδια και υπαναχώρησε.
Βελτίωση στο εμπορικό ισοζύγιο
Τι θέλει όμως να πετύχει ο Τραμπ επηρεάζοντας τη Fed; Το επιχείρημά του είναι ότι όσο πέφτουν τα επιτόκια αυξάνονται οι επενδύσεις, γιατί τα δάνεια γίνονται φθηνότερα για τις εταιρείες. Αυτό τονώνει την οικονομία.
Ο Νίκλας Ταφτ, οικονομολόγος στο Γερμανικό Οικονομικό Ινστιτούτο, λέει ότι πίσω από ένα τέτοιο βήμα βρίσκεται «η επιθυμία για ισχυρή οικονομική ανάπτυξη βρίσκεται πρωτίστως». Μ ένα ασθενέστερο δολάριο, ο Τραμπ θέλει να βελτιώσει το εμπορικό ισοζύγιο, λέει ο Ταφτ, «καθιστώντας τις εισαγωγές ακριβότερες και τις εξαγωγές φθηνότερες». Αυτό θα ήταν βέλτιστο για έναν προστατευτισμό όπως ο Τραμπ, ο οποίος είναι γνωστός για την σκληρή δασμολογική του πολιτική.
Παγκόσμιες συνέπειες
«Η τάση του Τραμπ για ένα αδύναμο δολάριο θα μπορούσε να έχει εκτεταμένες επιπτώσεις για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την παγκόσμια οικονομία», γράφουν οι New York Times. Οι συνέπειες μιας τέτοιας κίνησης θα ήταν τεράστιες. Ειδικά για την Ευρώπη, αλλά και την ίδια την Αμερική.
Η ομάδα του Τραμπ φαίνεται πάντως να σχεδιάζει ένα άλλο, συμπληρωματικό βήμα: την παρέμβαση στην συναλλαγματική ισοτιμία του δολαρίου. Οπως ανέφερε το «Politico» αυτή η ιδέα προφανώς προωθείται από τον Ρόμπερτ Λάιτιζερ, σύμβουλο για εμπορικά θέματα του Τραμπ όταν ήταν πρόεδρος. Αρχιτέκτονας της πολιτικής των δασμών στις κινεζικές εισαγωγές επί της πρώτης θητείας Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ο Λάιτιζερ προαλείφεται μάλιστα για υπουργός Οικονομικών. σε περίπτωση νίκης του Ρεπουμπλικάνου υποψήφιου. Ο Λάιτιζερ δήλωσε στο Politico, πως σε περίπτωση επανεκλογής του Τραμπ, θα επιβληθούν νέοι δασμοί, ενώ θα ακολουθηθεί και πολιτική αποδυνάμωσης του δολαρίου.
Οπως επισημαίνει πάντως ο Economist, ουσιαστικά το ισχυρό δολάριο είναι ανεπιθύμητο για την Αμερική και επικίνδυνο για τον κόσμο, αφού μπορεί να οδηγήσει σε νέα «τείχη» και στον εμπορικό κατακερματισμό του. Ενα τέτοιο βήμα θα μπορούσε επίσης να αυξήσει σημαντικά τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ. Οι ειδικοί φοβούνται ήδη ότι ο πληθωρισμός θα αυξηθεί απότομα εάν κερδίσει τις εκλογές ο Τραμπ και επιβάλει υψηλούς δασμούς στις εισαγωγές.
Τι θα γίνει με το έλλειμμα και το χρέος
Η συζήτηση για τον πληθωρισμό φέρνει όμως στο φως και το ερώτημα τι θα γίνει με το αμερικανικό έλλειμμα. Η αμερικανική οικονομία και το ΑΕΠ αναπτύσσονται με έλλειμμα στο υψηλότερο σημείο όλων των εποχών, εξαιρουμένων των περιόδων ύφεσης και των πολέμων. Αυτό είναι το κεντρικό θέμα για τους επενδυτές. Τα τελευταία τρίμηνα οι κύριοι εκφραστές του αμερικανικού τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού κόσμου έθεσαν ως πρώτη ανησυχία τους το αμερικανικό έλλειμμα, αλλά και το δημόσιο χρέος, που ξεπέρασε τα 35 τρις και αυξάνεται κατά ένα τρισεκατομμύριο κάθε…100 ημέρες.
Οι φορολογικές περικοπές που υποσχέθηκε ο Τραμπ ή τα προγράμματα δημοσίων δαπανών που ανακοίνωσε τις τελευταίες ημέρες η Καμάλα Χάρις είναι δύσκολο να συμβιβαστούν με τη μείωση του ελλείμματος και τον περιορισμό του χρέους: Είτε με τη νεο-Ρουσβελτιανή στρατηγική που θέλει να εφαρμόσει η Χάρις, είτε με την «αρπαγή» του δολαρίου από τη Fed, που επιδιώκει ο Τραμπ.