Τα νεύρα και οι αντοχές δοκιμάστηκαν γερά στις 5 και 6 Αυγούστου, ημέρες κατά την οποία κορυφώθηκαν ρευστοποιήσεις 3 εβδομάδων, μέσω των οποίων οι παγκόσμιες μετοχές έχασαν 6,4 τρισ. δολάρια από την αξία τους. Και μετά το ηθικό ανέβηκε και το ράλι άρχισε και πάλι. Δεν είναι ότι οι επενδυτές δεν βλέπουν τους κινδύνους. Αυτό που προβληματίζει είναι το πόσο γρήγορα επιλέγουν να τους αγνοήσουν.
Τα χρηματιστήρια επιδεικνύουν μία θεαματική (όσο και ανησυχητική) ικανότητα στο να περνούν από τους φόβους για ύφεση σε κλίμα (ακατανόητης συχνά) ευφορίας και από τις ανησυχίες για τις ανατροπές που θα φέρουν οι γεωπολιτικές αναταράξεις σε μία περίεργη περιφρόνηση κάθε κινδύνου. «Mε φόβο μαζί και αψηφισιά, για τις παγίδες, τις καταπακτές, τ” αδιέξοδα», όπως λέει και ο ποιητής.
Αν υπάρχει ένας δείκτης, που καταδεικνύει τον βαθμό στο οποίο έχει ξεφύγει το ράλι κόντρα σε μακροοικονομικά και γεωπολιτικά δεδομένα, τότε αυτός είναι ο CAPE. Είναι ουσιαστικά ο δείκτης που μετράει το πόσο υπερτιμημένες ή υποτιμημένες είναι οι μετοχές, με την αναλογία τιμής προς κέρδη. Πρόκειται για τον δείκτη που τείνουν να παρακολουθούν πιο στενά από κάθε άλλον όσο ενδιαφέρονται για μακροπρόθεσμες επενδύσεις.
Επίπεδα Μεγάλου Κραχ και…irrational exuberance
Αυτή τη στιγμή για τις μετοχές του S&P 500 (του πλέον αντιπροσωπευτικού δείκτης της αμερικανικής αγοράς που δίνει σήμα και στις άλλες μεγάλες αγορές ανά τον κόσμο) είναι στις 35 φορές τον μέσο όρο των κερδών της τελευταίας δεκαετίας. Σύμφωνα με στοιχεία της Wall Street Journal – σε προσαρμοσμένη προς τον πληθωρισμό βάση – οι μετοχές είναι σήμερα πιο ακριβές ακόμη και από το 1929 – στο απόγειό τους δηλαδή λίγο πριν από το Μεγάλο Κραχ.
Να επισημάνουμε δε πως στα υψηλά του 1929 ο CAPE είχε ξαναφτάσει το 1997, όταν ο τότε κεντρικός τραπεζίτης των ΗΠΑ, Άλαν Γκρίσπαν, είχε χαρακτηρίσει τις συνθήκες στις αγορές ως «irrational exuberance» (παράλογη έξαρση).
Ο δείκτης των εκτιμώμενων επικείμενων κερδών προς τι μετοχικές τιμές (P/E ratio), επίσης υποδεικνύει ότι οι μετοχές είναι εξαιρετικά ακριβές – προσεγγίζοντας τα επίπεδα του 2000 (λίγο πριν από τη φούσκα του dot.com). Μερίδα αναλυτών θεωρεί τον συγκεκριμένο δείκτη λιγότερο αξιόπιστο από τον CAPE αφού στηρίζεται στους αναλυτές των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών – των οποίων οι προβλέψεις θα μπορούσαν να αντιμετωπίζονται με έναν βαθμό σκεπτικισμού.
Είτε πάντως υπολογίσουμε τα κέρδη της τελευταίας δεκαετίας είτε αυτά που περιμένουμε στα επόμενα τρίμηνα, οι μετοχές φαίνεται να έχουν χάσει την επαφή με την πραγματικότητα και να πετούν στα σύννεφα. Πώς έγινε αυτό; Κάτι η φρενίτιδα γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη που ξαφνικά θα απογείωνε την παραγωγικότητα, κάτι η υπερβολική εμπιστοσύνη στο «μαγικό ραβδί» των κεντρικών τραπεζών, οι επενδυτές φαίνεται να αισθάνονται πως όσα και εάν πηγαίνουν στραβά, κάτι θα υπάρχει πάντα να του στηρίζει.
Τα σήματα που στέλνει το Fed Model
Υπάρχει ακόμη ένας δείκτης που χρησιμοποιούν συχνά οι traders για να δουν εάν οι αποτιμήσεις των μετοχών είναι υγιείς ή οι υπερβολικές.
Είναι το λεγόμενο Fed Model, το οποίο συγκρίνει τη λεγόμενη απόδοση κερδών (τα κέρδη ανά μετοχή προς την τιμή της μετοχής) με τις αποδόσεις (δηλαδή τα επιτόκια) των ομολόγων. Ουσιαστικά είναι ένας τρόπος να μετρήσουμε εάν οι μετοχές είναι ακριβές ή φθηνές σε σχέση με τον πιο ασφαλή εναλλακτική τους, τα κρατικά ομόλογα (η σύγκριση γίνεται συνήθως με εκείνα των ΗΠΑ).
Σύμφωνα με υπολογισμούς της WSJ οι αποτιμήσεις των μετοχών σήμερα είναι οι πιο ακριβές (σε σχέση με τα ομόλογα}, που έχουμε δει από το 2002.
Το Fed Model πάντως δεν είναι αλάνθαστο. Τον Νοέμβριο του 2007 έδειχνε ότι οι μετοχές ήταν στα πιο φθηνά επίπεδα έναντι των ομολόγων από το 1985 και επομένως συνιστούσαν μεγάλη αγοραστική ευκαιρία. Έναν μήνα μετά θα έσκαγε η φούσκα των subprime δανείων και θα άρχιζε μία αλυσιδωτή αντίδραση που θα κορυφωνόταν το 2008 με την κατάρρευση της Lehman Brothers και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Ήταν με λίγα λόγια η χειρότερη δυνατή στιγμή να αγοράσει κανείς μετοχές αντί για κρατικά ομόλογα.