Ολοένα και μικρότερος γίνεται ο αριθμός των χρηματιστηριακών εταιρειών που πραγματοποιούν τις συναλλαγές στην αγορά μετοχών, αφού οι περισσότερες εντολές προέρχονται από ξένα funds με δηλωμένες έδρες το Λονδίνο, το Λουξεμβούργο, την Κύπρο, τη Φραγκφούρτη και τη Νέα Υόρκη.
Τις ξένες εντολές εκτελούν οι θυγατρικές χρηματιστηριακές των τεσσάρων συστημικών τραπεζών και δύο μεγάλες ιδιωτικές ΑΧΕΠΕΥ, όπως είναι η μοναδική εισηγμένη του κλάδου, η Εuroxx, και η Παντελάκης ΑΧΕΠΕΥ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει σήμερα η «Ν», τον φετινό Ιούλιο αυξήθηκε ο συγκεντρωτισμός των συναλλαγών στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά.
Σε σύνολο 4,348 δισ. ευρώ που ήταν οι συναλλαγές τον χρηματιστηριακό Ιούλιο, οι δέκα πρώτες ΑΧΕΠΕΥ, σε σύνολο 41 που δραστηριοποιούνται στην Αθήνα, συγκέντρωσαν το 89,66% των εντολών. Οι υπόλοιπες 31 ΑΧΕΠΕΥ μοιράστηκαν μόλις το 10,34% των συναλλαγών.
Αν προσθέσουμε στις 10 πρώτες χρηματιστηριακές και τα τρία μεγαλύτερα remote members (μέλη εξ αποστάσεως) το ποσοστό συγκεντρωτισμού προσεγγίζει το 97%, γεγονός που σημαίνει ότι έχει περιορισθεί στο 3% το μερίδιο αγοράς που διαχειρίζονται οι αμιγώς ιδιωτικές ΑΧΕΠΕΥ, που δεν ξεπερνούν πλέον τις 22.
Η οικονομική κατάσταση
Θετική κρίνεται η φετινή πορεία των εγχώριων χρηματιστηριακών, καθώς η άνοδος των συναλλαγών έχει ενισχύσει τους τζίρους των μελών του ΣΜΕΧΑ.
Σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, τα αποτελέσματα της τελευταίας διετίας κυμαίνονται σε τέτοια επίπεδα ώστε οι εταιρείες να επιτυγχάνουν κάποια περιορισμένα κέρδη – και αυτό μέσα από μια ιδιαίτερα λιτή διαχείριση και έλεγχο στα διοικητικά έξοδα.
Γενικά ο κλάδος, που πέρασε έντονες περιπέτειες κατά την προηγούμενη δεκαετία, φαίνεται να επιβιώνει, ενώ για όσες (λίγες σε αριθμό) εταιρείες αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά ζητήματα η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει ήδη προνοήσει έτσι ώστε πιθανή αδυναμία τους να μην προκαλέσει προβλήματα σε πελάτες και συνεγγυητικό κεφάλαιο.
Ειδικότερα, οι εγχώριες ΑΧΕΠΕΥ εκμεταλλεύθηκαν πέρυσι τη σημαντική αύξηση της μέσης ημερήσιας αξίας των συναλλαγών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, ενώ παράλληλα ορισμένες από αυτές ωφελήθηκαν τόσο από την άνοδο των αποτιμήσεων των ελληνικών μετοχών στο Χ.Α. (π.χ. κέρδη στα ίδια επενδυτικά χαρτοφυλάκιά τους, αυξημένα έσοδα προμηθειών από διαχείριση χαρτοφυλακίων πελατών) όσο και από την προσφορά υπηρεσιών στον χώρο του investment banking (π.χ. σύμβουλοι έκδοσης, αναδοχές σε αυξήσεις κεφαλαίου, συμβολή σε εκδόσεις εταιρικών ομολόγων και σε placements, κ.λπ.).
Αν και το επίπεδο των χρηματιστηριακών δραστηριοτήτων δεν έχει επανέλθει ακόμη στα προ οικονομικής κρίσης επίπεδα (άλλωστε, ο τότε αριθμός των ΑΧΕ ήταν πολύ μεγαλύτερος σε σχέση με σήμερα), η πλειονότητα των εταιρειών του κλάδου έχει επιστρέψει κατά την τελευταία διετία σε κερδοφόρα αποτελέσματα, μετά από μια μακρά «πέτρινη» περίοδο που πέρασε ο κλάδος κατά την προηγούμενη δεκαετία.
Ένα ακόμη θετικό γεγονός για τον κλάδο είναι ότι το πρώτο φετινό τρίμηνο ξεκίνησε πολύ ικανοποιητικά σε όλα τα επίπεδα, με τον Γενικό Δείκτη να σκαρφαλώνει σε υψηλότερα επίπεδα, την αξία των συναλλαγών να διογκώνεται περαιτέρω, αλλά και με σημαντικές εξελίξεις, όπως π.χ. τη δημόσια προσφορά του ΔΑΑ, την αποεπένδυση του ΤΧ) από την Τράπεζα Πειραιώς και τις εκδόσεις εταιρικών ομολόγων από Autohellas και Intralot.
Η πορεία του κλάδου από το μακρινό 1999 έως σήμερα
Σήμερα λειτουργούν 27 ελληνικές χρηματιστηριακές, όταν το 1999 ήταν σε λειτουργία 91.
Υπολογίζεται ότι το 60% των εργαζομένων -που είχαν ξεπεράσει τις 6.000 το 1999- στις χρηματιστηριακές εταιρείες είχε απολυθεί το διάστημα μεταξύ 2000-2009, εξαιτίας του αναιμικού τζίρου της αγοράς και του μεγάλου αριθμού των εταιρειών του κλάδου.
Σήμερα, σε μια χρηματιστηριακή εταιρεία υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες εργαζομένων.
Από τη μια είναι οι αντικριστές (dealers), δηλαδή τα στελέχη που βρίσκονται μπροστά στα μόνιτορ και έχουν ως ευθύνη να εκτελούν τις εντολές αγοράς και πώλησης μετοχών που δέχονται από τους πελάτες τους. Οι αντικριστές στην πλειονότητά τους αμείβονται με βασικό μισθό από τη χρηματιστηριακή.
Η δεύτερη κατηγορία εργαζομένων είναι οι brokers (μεσίτες), που αποτελούν τους ενδιάμεσους μεταξύ των ειδικών διαπραγματευτών (dealers) και των αντισυμβαλλομένων – πελατών τους.
Το κέρδος τους προέρχεται από τη χρέωση των πελατών τους για τις υπηρεσίες τους.
Να διευκρινίσουμε ότι η πλειονότητα των brokers προήλθε από τις χιλιάδες ΑΕΛΔΕ που είχαν δημιουργηθεί από το 1999 και μετά όπου και μετέφεραν τα χαρτοφυλάκιά τους σε χρηματιστηριακές εταιρείες προκειμένου να επιβιώσουν επαγγελματικά.
Οι περισσότερες από τις μικρές χρηματιστηριακές διατηρούνται εν ζωή είτε με πολύ λίγους ιδιώτες πελάτες είτε διότι οι βασικοί μέτοχοι δεν επιθυμούν να τις κλείσουν και συχνά χρηματοδοτούν τη δραστηριότητά τους.
Ο στόχος των ελληνικών χρηματιστηριακών είναι κοινός: να μειωθούν τα κόστη, καθώς οι ιδιωτικές χρηματιστηριακές κρατούν μόνο τη διαβίβαση εντολών και μεταφέρουν το κοστοβόρο κομμάτι υπηρεσιών, όπως είναι το ταμείο τίτλων και η εκκαθάριση, στις μεγάλες χρηματιστηριακές που είναι θυγατρικές τραπεζών.
Την επίσπευση των συμμαχιών προωθούν κυρίως οι μικρές οικογενειακές χρηματιστηριακές, που συζητούν με θυγατρικές τραπεζών και προσφέρουν ένα χαρτοφυλάκιο πελατών αξίας από 5 έως 30 εκατ. ευρώ.