Χρηματιστηριακό κραχ, οι λέξεις που τρέμουν περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο οι επενδυτές. Σε ένα γενικό ορισμό, συμβαίνει όταν σε μία ημέρα οι μετοχές σημειώνουν πτώση τουλάχιστον 10%. Ιστορικά, χρηματιστηριακό κραχ συμβαίνει μετά από μία παρατεταμένη περίοδο οικονομικής και χρηματιστηριακής ευφορίας.
Νομοτελειακά, οι bull markets (ταύροι) και οι οικονομικοί κύκλοι ανάπτυξης δεν μπορούν να συνεχίζονται εσαεί και ως εκ τούτου η εκτόνωση θεωρείται αναπόφευκτη, παρασύροντας τις αγορές στο χάος για να γίνει ξανά μετά από λίγο ένα νέο ξεκίνημα.
Τα μεγαλύτερα χρηματιστηριακά κραχ στην ιστορία συνέβησαν σε αμερικανικά χρηματιστήρια με μεγάλους τριγμούς στην παγκόσμια οικονομία.
1. Ο πανικός του 1907
Η πρώτη φορά που έτριξαν τα θεμέλια του καπιταλισμού. Η πρώτη οικονομική κρίση του 20ου αιώνα, κάτι σαν προσεισμική δόνηση του μεγάλου κραχ που επρόκειτο να ακολουθήσει το 1929.
Κάποιοι επενδυτές δανείστηκαν χρήματα από τράπεζες για να χρηματοδοτήσουν ένα “παιχνίδι κερδοσκοπίας” με χειραγώγηση μετοχών της United Copper Company (UCC). Η UCC κατέρρευσε υπό το βάρος φημολογιών για να ακολουθήσουν και άλλες εταιρείες: οι μετοχές απώλεσαν 15% έως 20% της αξίας τους. Η εμπιστοσύνη απέναντι στις τράπεζες κατέρρευσε και οι καταθέτες έσπευσαν να αποσύρουν τα χρήματά τους, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις.
Ορισμένες τράπεζες και χρηματιστηριακές εταιρείες κατέρρευσαν, ενώ πολλά ανώτατα στελέχη σε χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις που επιβίωσαν είτε παραιτήθηκαν είτε απολύθηκαν. Οι επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να πάρουν τραπεζικά δάνεια, με αποτέλεσμα πολλές εξ αυτών να καταρρεύσουν. Το 1907 παραμένει ως σήμερα η χρονιά με τον δεύτερο μεγαλύτερο όγκο χρεοκοπιών, η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε δραματικά, η συνολική παραγωγή κατά 11%, οι εισαγωγές κατά 26%, η ανεργία αυξήθηκε στο 8% από το 3%, ενώ 1,2 εκατομμύρια άνθρωποι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν. Ακόμα και ο Δήμος της Νέας Υόρκης έφτασε στο χείλος της χρεοκοπίας.
Το μάθημα ήταν ότι όταν περισσότερα από ένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αντιμετωπίζει πρόβλημα, κάποιος θα πρέπει να διοχετεύσει ρευστότητα στο σύστημα. Ο τραπεζίτης Τζέι Π. Μόργκαν χορήγησε πακέτο διάσωσης για να ακολουθήσουν εν συνεχεία και άλλες τράπεζες επαναφέροντας την τάξη στα χρηματιστήρια. Διαπιστώντας πόσο σημαντικό για την οικονομία έχει γίνει το χρηματιστήριο, η αμερικανική κυβέρνηση δημιούργησε το σύστημα της Φέντεραλ Ριζέρβ για να διαχειρίζεται τη νομισματική πολιτική και να παρέχει έκτακτη ρευστότητα σε κρίσεις.
2. Το Κραχ του 1929
Για περισσότερο από μία δεκαετία, η χρηματιστηριακή αγορά ενισχυόταν με φρενήρη ρυθμό με τον κόσμο να δανείζεται από τις τράπεζες για να αγοράσει μετοχές. Η υπερπαραγωγή στα εργοστάσια και η ευφορία της δεκαετίας του ’20 έκανε τους καταναλωτές να αναλάβουν υπερβολικά μεγάλο χρέος και να πιστέψουν ότι τα χρηματοοικονομικά εργαλεία θα απέδιδαν ασταμάτητα κέρδη. Κάποια στιγμή όμως, οι επενδυτές, φοβούμενοι για φούσκα έτοιμη να εκραγεί, άρχισαν να ρευστοποιούν τα κέρδη τους.
Οι μετοχές σημείωσαν μία πρώτη πτώση στις 24 Οκτωβρίου (Μαύρη Πέμπτη) – όταν 13 εκατομμύρια μετοχές άλλαξαν χέρια, αριθμός ρεκόρ για τα χρηματιστηριακά χρονικά – επέστρεψαν για λίγο σε ράλι για να αρχίσει η ελεύθερη πτώση στις 28-29 Οκτωβρίου. Ο Dow Jones υποχώρησε 25% με αποκορύφωμα τη Μαύρη Τρίτη και με την αγορά να χάνει το 85% της αξίας της.
Το Κραχ του 1929 δεν προκάλεσε τη Μεγάλη Ύφεση που ακολούθησε, όμως έφερε στην επιφάνεια μεγάλα οικονομικά προβλήματα και τα επιδείνωσε. Ο πανικός ανάληψης καταθέσεων οδήγησε τράπεζες σε κατάρρευση, στερώντας πολλούς καταθέτες από τις αποταμιεύσεις τους. Επιχειρήσεις άρχισαν να καταρρέουν οδηγώντας σε ελλείψεις αγαθών.
Περίπου 25% των Αμερικανών, ήτοι 12 εκατ. κατέληξαν στην ανεργία, με 12.000 άτομα να χάνουν καθημερινά την εργασίας τους, 20.000 επιχειρήσεις και 1.616 τράπεζες πτώχευσαν, ένας στους 12 γεωργούς έχασαν το σπίτι τους και σε έναν χρόνο οι αυτοκτονίες έφθασαν στο ρεκόρ των 23.000 μαζί με κοινωνική εξαθλίωση.
Το αμερικανικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 30% και η οικονομική κρίση εξαπλώθηκε στο εξωτερικό πλήττοντας ιδιαίτερα την Ευρώπη.
Ακολούθησε σειρά μεταρρυθμίσεων και νέες νομοθεσίες. Μεταξύ αυτών, ο νόμος Glass Steagall του 1933, ο οποίος διαχώρισε τη λιανική από την επενδυτική τραπεζική – και οδήγησε στη δημιουργία της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφάλισης Καταθέσεων (FDIC) για την ασφάλιση των κεφαλαίων των τραπεζικών καταθετών.
Ο Νόμος για την Ανάκαμψη της Βιομηχανίας εγκρίθηκε για την προώθηση της σταθερής ανάπτυξης και του θεμιτού ανταγωνισμού, ενώ η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC) ιδρύθηκε για να επιβλέπει τη χρηματιστηριακή αγορά και να προστατεύει τους επενδυτές από απάτες.
3. Η “Μαύρη Δευτέρα” του 1987
Η βουτιά των τιμών πετρελαίου και οι εντάσεις ΗΠΑ-Ιράν προκάλεσαν απαισιοδοξία στην αγορά. Αλλά αυτό που οδήγησε στην κατάρρευση στις 19 Οκτωβρίου – περιέργως κοντά στην 58η επέτειο του κραχ του 1929 – ήταν η σχετικά νέα επικράτηση των ηλεκτρονικών προγραμμάτων συναλλαγών που επέτρεπαν στις χρηματιστηριακές/επενδυτικές εταιρείες να κάνουν μεγαλύτερες και ταχύτερες παραγγελίες.
Όμως, τα συστήματα αυτά δεν μπόρεσαν να διακόψουν τις συναλλαγές εγκαίρως, όταν οι τιμές βρέθηκαν σε ελεύθερη πτώση. Ο Dow βούλιαξε 508 μονάδες ή 22,6%, ο S&P 500 σημείωσε πτώση άνω του 20% και ο Nasdaq 11%, παρασύροντας και τα διεθνή χρηματιστήρια. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ημερήσιο κραχ στην ιστορία της Wall Street, με περισσότερα από 1 τρισ.δολάρια να εξανεμίζονται.
Το κραχ δεν προκάλεσε ύφεση. Ο trader Mπλερ Χαλ βοήθησε στο να διορθωθούν τα πράγματα κάνοντας μια μεγάλη παραγγελία για οψιόν στο Χρηματιστήριο Οψιόν του Σικάγο τη “Μαύρη Δευτέρα”. Το μεγάλο “θύμα”, η εμπιστοσύνη των καταναλωτών. Ήταν ουσιαστικά ένα “πρόβλημα του συστήματος τεχνολογίας πληροφορικής” που “τρόμαξε τους επενδυτές”.
Η οικονομική κοινότητα συνειδητοποίησε πόσο διασυνδεδεμένα ήταν τα χρηματιστήρια σε ολόκληρο τον κόσμο. Η SEC εφήρμοσε διακόπτες κυκλώματος, επιτρέποντας στα χρηματιστήρια να σταματούν προσωρινά τις συναλλαγές σε περιπτώσεις εξαιρετικά μεγάλης πτώσης των τιμών. Στο “όνομα” της ρευστότητας, ο τότε πρόεδρος της Fed, Άλαν Γκρίνσπαν, διασφάλισε τη διάθεση πιστώσεων και κατέστησε σαφές ότι “η Fed είναι δανειστής έσχατης ανάγκης” για αντιμετώπιση κρίσεων.
4. Η ιαπωνική φούσκα το 1992
Η αγορά real estate και οι χρηματιστηριακές αγορές της Ιαπωνίας είχαν φθάσει σε πρωτοφανή ύψη τη δεκαετία του 1980. Αρχικά όλο αυτό στηριζόταν στα ισχυρά οικονομικά θεμελιώδη, όμως πήρε ιδιαίτερα κερδοσκοπικό χαρακτήρα στο τέλος της δεκαετίας. Το 1992, η “φούσκα” έσκασε.
Ο δείκτης Nikkei βούλιαξε κατά το ήμισυ, ξεκινώντας μία μικρή και αργή ύφεση. Δεν υπήρξε μαζικό κλείσιμο επιχειρήσεων, αλλά ούτε και μεγάλη ανάπτυξη. Οι Αμερικανοί επενδυτές δεν επλήγησαν σημαντικά, επειδή διέθεταν μικρό αριθμό ιαπωνικών μετοχών στα χαρτοφυλάκιά τους, όμως οι Ιάπωνες ουδέποτε ανέκτησαν πλήρως την εμπιστοσύνη τους στο χρηματιστήριο.
Η ιαπωνική κυβέρνηση επέβαλε ενδελεχείς ελέγχους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Χρειάστηκαν δεκαετίες για να ανακάμψει η χρηματιστηριακή αγορά και η οικονομία, γι΄αυτό και η δεκαετία του 1990 ονομάστηκε “χαμένη δεκαετία”.
5. Οι ασιατικές τίγρεις το 1997
Στις 2 Ιουλίου του 1997, το νόμισμα μπαχτ της Ταϋλάνδης κατέρρευσε, σημειώνοντας πτώση 20% και οδηγώντας σε στάσεις πληρωμές χρέους με τριγμούς σε αρκετά χρηματοοικονομικά συστήματα της Ασίας, δεδομένου ότι η Ταϋλάνδη είχε δανειστεί υπερβολικά ποσά σε δολάρια. Τον Οκτώβριο του ιδίου έτους, η κρίση εξελίχθηκε ως ντόμινο από το Χονγκ Κονγκ σε όλες τις αγορές του πλανήτη.
Νομίσματα και άλλων Ασιατικών χωρών, μεταξύ των οποίων Μαλαισίας και Ινδονησίας, παρασύρθηκαν σε πτώση. Μάλιστα, στη Νότια Κορέα, οι γυναίκες έδιναν τα χρυσά δαχτυλίδια τους στην κυβέρνηση για να τα λιώσει και εν συνεχεία να πωλήσει τον χρυσό βοηθώντας το χρεοκοπημένο έθνος να αποπληρώσει το χρέος του.
Παρενέβη το ΔΝΤ με χρηματοδότηση που συνοδευόταν από σκληρά μέτρα που έφερε ύφεση. Το μάθημα που πήραν οι πρώην “τίγρεις” της Ασίας ήταν ότι η απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών συστημάτων και του ισοζυγίου κεφαλαίου χρειάζονται ρύθμιση/εποτεία καθώς και συσσώρευση μεγάλων αποθεματικών συναλλάγματος.
6. Η φούσκα του dot-com το 2000
Τη δεκαετία του 1990, με το Διαδίκτυο να φέρνει επανάσταση στην επαγγελματική και προσωπική ζωή, οι μετοχές εταιρειών με “.com” μετά το όνομά τους εκτινάχθηκαν στα ύψη. Δώδεκα μετοχές μεγάλης κεφαλαιοποίησης ενισχύθηκαν περισσότερο από 1.000% – η κατασκευάστρια τσιπ Qualcomm “είδε” τη μετοχή της να κάνει άλμα άνω του 2.500%.
Οι επενδυτές “έπαθαν υστερία” με τις τεχνολογικές που έμπαιναν στο χρηματιστήριο, αγνοώντας το γεγονός ότι δεν ήταν εφικτό να παρουσιάζουν ανάπτυξη όλες οι εταιρείες. Τα πλάνα για πιο αυστηρές νομισματικές πολιτικές της Fed επηρέασαν τις αποτιμήσεις και οι επενδυτές άρχισαν να ρευστοποιούν.
Έως τον Οκτώβριο του 2002, ο Nasdaq είχε υποχωρήσει περισσότερο από 75% από τα ύψη των 5.048,62 μονάδων το Μάρτιο 2000.
Το Pets.com, το Toys.com και το WebVan.com κατέρρευσαν, μαζί με πολλές άλλες εταιρείες του Διαδικτύου. Πλήγμα δέχθηκαν ακόμη και οι μεγαλύτερες εταιρείες τεχνολογίας.
Μαζί με τη διαπίστωση ότι πολλές νεοσύστατες εταιρείες τεχνολογίας ήταν μία “φούσκα”, η ύφεση αποκάλυψε στοιχεία που διαφορετικά θα έμεναν κρυφά, όπως λογιστικές παρατυπίες.
7. Κρίση ενυπόθηκων δανείων 2007-08
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το real estate ήταν υπερεκτιμημένο. Διψασμένοι για προμήθειες, οι δανειστές έδωσαν ουσιαστικά χρήματα σε αγοραστές σπιτιών που δεν είχαν τα εχέγγυα.
Οι επενδυτές αγόρασαν τίτλους με υποθήκη και άλλες νέες επενδύσεις με βάση αυτά τα δάνεια “υψηλού ρίσκου”. Και συνέβη το αναπόφευκτο: επιβαρυμένοι από χρέη, οι δανειολήπτες άρχισαν να χρεοκοπούν, οι τιμές των ακινήτων έπεσαν, οι επενδύσεις που βασίστηκαν σε αυτά έχασαν την αξία τους. Το 2008 η χρηματιστηριακή αγορά άρχισε να υποχωρεί και μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου είχε κάνει βουτιά 20%. Στις 15 Σεπτεμβρίου, ο Dow Jones βούλιαξε 500 μονάδες.
Χρηματοοικονομικοί κολοσσοί που είχαν επενδύσει τα μέγιστα σε τίτλους ακίνητης περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων των Bear Stearns και Lehman Brothers, κατέρρευσαν. Οι επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να πάρουν δάνεια επειδή οι τράπεζες “δεν ήξεραν πλέον ποιον να εμπιστευτούν”. Η ανεργία πλησίασε το 10%, οι τριγμοί εξαπλώθηκαν στο εξωτερικό. Οι ΗΠΑ εισήλθαν στη Μεγάλη Ύφεση, η οποία διήρκεσε επίσημα μέχρι το 2009, αν και η οικονομική ανάκαμψη παρέμεινε υποτονική για χρόνια.
Μέσω του προγράμματος TARP, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έσωσε προβληματικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και ανέλαβε τον έλεγχο των Fannie Mae και Freddie Mac που χορηγούσαν στεγαστικά δάνεια. Ο νόμος Dodd-Frank για τη Μεταρρύθμιση της Wall Street και την Προστασία του Καταναλωτή του 2010 περιόρισε τις δραστηριότητες των τραπεζών στις αγορές κεφαλαίου, οδηγώντας στη δημιουργία του Γραφείου Οικονομικής Προστασίας των Καταναλωτών.
8. Ο COVID-19
Έως τις αρχές του 2020, ο COVID-19 είχε εξαπλωθεί ευρέως στην Κίνα και στη συνέχεια σε Ευρώπη -κυρίως Ιταλία- και ΗΠΑ, όπου εστιατόρια και άλλα καταστήματα έκλεισαν για να ανακόψουν το κύμα μόλυνσης. Καθώς οι επενδυτές συνειδητοποίησαν τον βαθμό στον οποίο ο κορωνοϊός θα μπορούσε να εξαπλωθεί και να επηρεάσει την οικονομία, το χρηματιστήριο άρχισε να κλυδωνίζεται. Στις 16 Μαρτίου, όταν ανακοινώθηκαν τα υποχρεωτικά lockdown, ο Dow Jones έχασε σχεδόν 13% και ο S&P 500 υποχώρησε 12%.
Οι προβληματικές επιχειρήσεις απέλυσαν το προσωπικό τους και μερικές έκλεισαν για πάντα, με καίριο πλήγμα στον κλάδο εστίασης, ξενοδοχείων και αερομεταφορών. Η ανθρώπινη απώλεια από την πανδημία ήταν καταστροφική, με περισσότερους από 300.000 θανάτους στις ΗΠΑ και 1,5 εκατομμύριο παγκοσμίως. Από το Σεπτέμβριο του 2020, περισσότεροι από 31 εκατομμύρια άνθρωποι έμειναν άνεργοι.
Ο νόμος CARES του 2020 επέτρεψε εκτεταμένες πληρωμές για τους ανέργους, ενώ τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης βοήθησαν τους Αμερικανούς να παραμείνουν βιώσιμοι οικονομικά.
Η χρηματιστηριακή αγορά ανέκαμψε καθώς οι εταιρείες ηλεκτρονικού εμπορίου, όπως Amazon, οι κατασκευαστές εξοπλισμού ατομικής φροντίδας και οι φαρμακευτικές εταιρείες, “είδαν” την χρηματιστηριακή τους αξία να εκτοξεύεται. Αυτό που μένει να δούμε είναι εάν η τηλεργασία που εφαρμόστηκε στα χρόνια της πανδημίας καθιερωθεί, φέρνοντας μόνιμες αλλαγές.