Πέρα από κάθε προσδοκία εξελίχθηκε η πρώτη φετινή έξοδος της Ελλάδας στις αγορές δημόσιου χρέους, με τους επενδυτές να κάνουν… ουρά, προκειμένου να συμμετάσχουν στο βιβλίο προσφορών για το 10ετές κρατικό ομόλογο, λήξεως τον Ιούνιο του 2034.
Οι συνολικές προσφορές ξεπέρασαν τα 35 δισ. ευρώ, αναγκάζοντας τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) να αντλήσει το ποσό των 4 δισ. ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο 40% του φετινού προγραμματισμού (σύνολο 10 δισ. ευρώ).
Μ’ αυτά τα δεδομένα, ο δείκτης κάλυψης άγγιξε σχεδόν το εντυπωσιακό 10x (8,75x), με το επιτόκιο να διαμορφώνεται κοντά στο 3,45% (80 μονάδες βάσης από το mid swap), δηλαδή σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με την αρχική εκτίμηση του 3,5% (85 μονάδες βάσης από το mid swap)
Την όλη διαδικασία να «έτρεξαν» οι τράπεζες Alpha Bank, Barclays, Citi, Commerzbank, Nomura και Société Générale.
Η πρώτη «investment grade» έκδοση
Όπως έγραφε και το πρωί η «Ν», πρόκειται για την πρώτη έξοδο στις αγορές με την «σφραγίδα» της επενδυτικής βαθμίδας (είχαν προηγηθεί μόνο επανεκδόσεις ήδη υφισταμένων ομολόγων), την οποία πλέον η Ελλάδα απολαμβάνει από τέσσερις διαφορετικούς οίκους αξιολόγησης.
Fitch, Standard & Poor’s, Scope και DBRS από το β’ εξάμηνο του 2023 έχουν επαναφέρει τη χώρα σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας, ενώ ο Moody’s αναμένεται να πράξει το ίδιο στην επόμενη προγραμματισμένη αξιολόγηση στις 15 Μαρτίου.
Το φετινό πρόγραμμα του ΟΔΔΗΧ προβλέπει την άντληση συνολικά 10 δισ. ευρώ από τις αγορές ομολόγων. Επομένως, εφόσον σήμερα «σήκωσε» 4 δισ. ευρώ, τότε αυτομάτως κάλυψε το 40% του τελικού στόχου.
Ευνοϊκή η χρονική συγκυρία
Στο μεταξύ, η συγκυρία για τα ελληνικά ομόλογα θεωρείται εξαιρετική, με τους περισσότερους αναλυτές να δηλώνουν αισιόδοξοι για την πορεία της οικονομίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι το spread στις αποδόσεις μεταξύ του ελληνικού 10ετούς τίτλου (3,19%) και του γερμανικού 10ετούς τίτλου (2,25%) κυμαίνεται σε λιγότερο από 100 μονάδες βάσης, για πρώτη φορά από το 2021.
Ταυτόχρονα, η «απόσταση» της ελληνικής απόδοσης (3,19%) έναντι της ισπανικής (3,14%) είναι σχεδόν αμελητέα (<10 μονάδων βάσης), γεγονός το οποίο σημαίνει ότι Αθήνα και Μαδρίτη δανείζονται με το ίδιο σχεδόν επιτόκιο.