Εποχές… 2014 αρχίζει να θυμίζει ο τραπεζικός κλάδος στο Χ.Α., με τη συνολική αξία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να κυμαίνεται αισίως στην περιοχή των 20,5 δισ. ευρώ και το υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 10ετίας.
Είναι ενδεικτικό ότι οι τέσσερις συστημικές τράπεζες διαθέτουν κεφαλαιοποίηση κατά σχεδόν 550% υψηλότερη σε σχέση με το… ναδίρ του 2015, όταν οι μετοχές του κλάδου άξιζαν μετά βίας 3 δισ. ευρώ.
Για να φθάσουμε στο σημερινό ρεκόρ, όπως είναι εύλογο, χρειάστηκε να κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι, αλλά και να μεσολαβήσουν αρκετοί γύροι ανακεφαλαιοποιήσεων, με τον τελευταίο να λαμβάνει χώρα μόλις πριν τρία χρόνια, όταν τον Μάρτιο του 2021 η Πειραιώς προχώρησε σε «ένεση» κεφαλαίων της τάξης του 1,3 δισ. ευρώ.
Πλέον, μπορούμε κάλλιστα να μιλάμε για ένα ολικό «turnaround story». Τα κάποτε δυσθεώρητα ποσοστά «κόκκινων δανείων» έχουν περιοριστεί σε μονοψήφια επίπεδα, οι ζημιές έχουν «γυρίσει» σε κέρδη, οι κεφαλαιακοί δείκτες κινούνται άνω των ευρωπαϊκών μέσων όρων, οι αναλυτές αναβαθμίζουν διαδοχικά τις τιμές – στόχους και οι επενδυτές ετοιμάζονται να εισπράξουν τα πρώτα μερίσματα έπειτα από μια λειψυδρία πολλών ετών.
Εθνική Τράπεζα και Εurobank διαθέτουν χρηματιστηριακή αξία 6,2 δισ. ευρώ η κάθε μία, ενώ Πειραιώς και Alpha Bank ακολουθούν με 4,2 και 3,7 δισ. ευρώ, αντίστοιχα. Σύνολο; Ένα ποσό άνω των 20,4 δισ. ευρώ. Εάν, δε, προσθέσουμε και την αξία των μη συστημικών Attica Bank (590 εκατ.) και Optima (550 εκατ.), η τελική «σούμα» μάς κάνει 21,58 δισ. ευρώ.
Οι συγκρίσεις με το παρελθόν είναι άκρως αποκαλυπτικές. Το «αμαρτωλό» 2015 η χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών μετά βίας ξεπερνούσε τα 3 δισ. ευρώ, ενώ στα τέλη του 2017 έφθανε στα 8 δισ. ευρώ. Το 2018 υποχωρούσε εκ νέου στα 4,1 δισ. ευρώ, ενώ το 2021 «φούσκωνε» σε σχεδόν 10 δισ. ευρώ. Το 2022 ανερχόταν στα 11,4 δισ. ευρώ, δηλαδή σχεδόν 50% κάτω των σημερινών επιπέδων.
Το 2023 αποδείχθηκε έτος της εκτόξευσης, καθώς τον περασμένο Ιούλιο η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών σκαρφάλωσε στον μεγάλο στόχο των 20 δισ. ευρώ. Οι πρώτες ημέρες του 2024 ήρθαν να παράσχουν επιπλέον ώθηση, με την αξία των τεσσάρων ιδρυμάτων να μεγεθύνεται, όπως προαναφέρθηκε, στα 20,4 δισ. ευρώ και το υψηλότερο επίπεδο από το 2014.
Τότε, δηλαδή λίγο πριν τις επίπονες και αναπόφευκτες ανακεφαλαιοποιήσεις, η αξία των τραπεζών «φιγούραρε» στο ποσό των 33 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει περίπου 60% άνω των σημερινών τιμών.
Πάντως, ουδείς μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο προσέγγισης αυτών των επιπέδων, καθώς όλες οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι το 2024 θα συντελεστεί ακόμη μία ισχυρή τραπεζική άνοδος. Άλλωστε, το momentum για όλο τον ευρωπαϊκό Νότο θεωρείται κάτι παραπάνω από ευνοϊκό. Τα υψηλά επιτοκιακά περιθώρια θα συντηρήσουν την υψηλή κερδοφορία, ενώ οι ικανοποιητικές μερισματικές αποδόσεις θα παράσχουν επιπλέον ώθηση στις μετοχές.
Την εν λόγω αισιοδοξία συμμερίζoνται και οι καθ’ ύλιν αρμόδιοι, όπως είναι για παράδειγμα ο αναλυτής της Jefferies, ο οποίος -σε πρόσφατο report που δημοσίευσε- όχι μόνο έδωσε σύσταση «buy» και αναθεώρησε προς τα πάνω τις τιμές στόχους για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες της χώρας, αλλά προέβλεψε και ένα μέσο περιθώριο ανόδου της τάξης του 40% από τα τρέχοντα επίπεδα.
Αυτό, εφόσον επιβεβαιωθεί και στην πράξη, θα «φουσκώσει» την χρηματιστηριακή αξία του τραπεζικού κλάδου κατά ακόμη 8 δισ. ευρώ.