Σχεδόν δύο χρόνια συμπληρώνει ο Γιάννος Κοντόπουλος στο «τιμόνι» του Χρηματιστηρίου Αθηνών και αναμφίβολα, μέσα σ’ αυτό το διάστημα, η ελληνική αγορά έχει αλλάξει πολλές «πίστες».
Από τις πρώτες του δηλώσεις ως CEO της ΕΧΑΕ, τον Μάρτιο του 2022, ο κ. Κοντόπουλος είχε θέσει ως κεντρική επιδίωξη την επαναφορά του Χ.Α. στις αναπτυγμένες αγορές.
Σήμερα, αυτός ο στόχος φαντάζει ολοένα και πιο εφικτός, καθώς υπάρχουν βάσιμες προσδοκίες ότι η Λεωφόρος Αθηνών θα ενταχθεί στο β’ εξάμηνο τσε λίστα παρακολούθησης (watchlist) για μια αναβάθμιση σε καθεστώς αναπτυγμένης αγοράς -για πρώτη φορά από το 2013, όταν και «έπεσε» στις αναδυόμενες.
Ο κ. Κοντόπουλος, ομολογουμένως, πιστώνεται ένα μεγάλος μέρος αυτής της κυοφορούμενης αισιοδοξίας. Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ευνοήθηκε κι από τις περιστάσεις, καθώς η θητεία του στην ΕΧΑΕ συνέπεσε με την επάνοδο της οικονομίας και την επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα. Όμως, έβαλε και ο ίδιος το χεράκι του, ώστε να φθάσουμε στη σημερινή ευοίωνη κατάσταση.
Η γέφυρα επικοινωνίας με τις εισηγμένες της ελληνικής ναυτιλίας στη Wall Street, οι πρωτοβουλίες για θέσπιση κατώτατων ορίων κεφαλαιοποίησης, η ουσιαστική ενίσχυση της Εναλλακτικής Αγοράς, καθώς και οι αποφάσεις για βελτίωση της μετοχικής διασποράς αποτελούν τα βασικά «συν» της μέχρι στιγμής πορείας του.
Βέβαια, εχθρός του καλού… το καλύτερο, με τον κ. Κοντόπουλο να καλείται να αντιμετωπίσει και τις υπόλοιπες χρόνιες προκλήσεις της εγχώριας κεφαλαιαγοράς.
Η ελκυστικότητα του Χ.Α. αποτελεί μία απ’ αυτές. Επομένως, το «μασάζ» σε μεγάλες και υγιείς εταιρείες του ελληνικού επιχειρείν, οι οποίες προς το παρόν δεν δείχνουν ιδιαίτερη ζέση να εισαχθούν στο Χ.Α., θα πρέπει να συνιστά βασική προτεραιότητα, με στόχο την προσέλκυση «παιχτών» από διαφορετικούς κλάδους.
Μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι εφόσον εξαιρέσουμε την περίπτωση της Optima Bank, η συντριπτική πλειονότητα των νέων εισαγωγών στην τελευταία 2ετία αφορούσε εταιρείες διαχείρισης ακινήτων (Trade Estates, Orilina, Dimand, Μπλε Κέδρος).
Την ίδια στιγμή, ολόκληροι τομείς της οικονομίας είτε υπο-εκπροσωπούνται είτε απουσιάζουν πλήρως από το ταμπλό του Χ.Α. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα απ’ αυτό της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας, η οποία έχει μόλις μία εισηγμένη (Lavipharm), δεν υπάρχει.