Με τρεις μεγάλους οίκους, δηλαδή τους S&P – Fitch – DBRS, να έχουν ήδη επαναφέρει την Ελλάδα σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας, το 2024 εμπεριέχει μία και μοναδική εκκρεμότητα. Αυτήν της αναβάθμισης από τον (πάντα αυστηρό και φειδωλό) Moody’s, ο οποίος είναι ο τελευταίος που διατηρεί το ελληνικό ομόλογο σε καθεστώς… σκουπίδι.
Σε πρόσφατη έκθεση της, η JP Morgan θεωρεί σχεδόν σίγουρο (σε ποσοστό 90%) ότι ο αμερικανικός οίκος θα πράξει τα δέοντα και θα επαναφέρει την Ελλάδα σε καθεστώς investment grade, γεφυρώνοντας την απόσταση σε σχέση με τις αξιολογήσεις των υπόλοιπων τριών οίκων, οι οποίοι είναι εγκεκριμένοι από το ευρωσύστημα.
Η επόμενη, λοιπόν, πιθανή αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας (είτε στις 15/3 είτε στις 13/9), εξαρτάται από έναν… Γερμανό. Ο λόγος για τον αναλυτή Στέφεν Ντουκ, ο οποίος είναι αντιπρόεδρος του Moody’s και υπεύθυνος για τις αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας, διαθέτοντας μια πλούσια εμπειρία τουλάχιστον 15 ετών.
Ο ίδιος, έχοντας πτυχίο στα Οικονομικά / Διεθνή Οικονομικά από το Πανεπιστήμιο του Τύμπιγκεν, εντάχθηκε στο ευρωπαϊκό δυναμικό του Moody’s τον Αύγουστο του 2012 ως Assistant Vice President – Analyst. H επαγγελματική του εξέλιξη ήταν τάχιστη, καθώς το 2014 «αναβαθμίστηκε» σε Vice President – Senior Analyst, ενώ το 2016 ακολούθησε ακόμη μία προαγωγή σε Vice President – Senior Credit Officer. Από τον Ιούνιο του 2022 εκτελεί χρέη Senior Vice President.
Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, έχει ασχοληθεί επισταμένα με την ελληνική οικονομία και το ελληνικό χρέος, υπογράφοντας όλα τα τελευταία reports του Moody’s. Τόσο τα θετικά, όσο και τα αρνητικά.
Στην τελευταία του έκθεση, στις 15 Σεπτεμβρίου του 2023, ο Ντουκ προχώρησε στην αναβάθμιση της ελληνικής αξιολόγησης κατά δύο βαθμίδες, σε Ba1 από Ba3 προηγουμένως. Παρ’ όλα αυτά, προτίμησε να διατηρήσει τα ελληνικά ομόλογα σε μη επενδυτικό καθεστώς, επιφυλασσόμενος να το πράξει μέσα στο 2024.