Την τελευταία εβδομάδα του έτους διανύουν πλέον οι διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές, με τους επενδυτές να αποχαιρετούν με απρόσμενη ικανοποίηση το 2023 και να ατενίζουν με συγκρατημένη αισιοδοξία το 2024, «ποντάροντας» σε μια γρήγορη αποκλιμάκωση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες.
Με τις μετοχές σε Ευρώπη, ΗΠΑ και Ασία (με εξαίρεση την Κίνα) να «φιγουράρουν» είτε σε επίπεδα – ρεκόρ, είτε σε υψηλά πολλών ετών, το κλίμα αναμένεται να παραμείνει θετικό στις εναπομείνασες συνεδριάσεις, παρά τις εύλογες κινήσεις κατοχύρωσης των ισχυρών κερδών των προηγούμενων εβδομάδων.
Το σήμα της Federal Reserve για τρεις μειώσεις επιτοκίων εντός του 2024 αποτελεί, αναμφίβολα, το καλύτερο πρωτοχρονιάτικο «δώρο» για τους επενδυτές, οι οποίοι προσβλέπουν στη σταδιακή μείωση του κόστους δανεισμού.
Κι αυτό αφενός αυξάνει τη διάθεση για ρίσκο, αφετέρου αφήνει σε δεύτερη μοίρα τις ανησυχίες για τις όποιες παγκόσμιες προκλήσεις, όπως είναι για παράδειγμα η επιβράδυνση της κατανάλωσης στις ΗΠΑ, η οικονομική αστάθεια στην Κίνα, η πιθανότητα ύφεσης στην Ευρωζώνη, οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες ή οι πρόσκαιρες αναταράξεις στο διεθνές εμπόριο.
Οι περισσότεροι αναλυτές, λοιπόν, αισιοδοξούν ότι το ράλι του 2023 θα συνεχιστεί και το επόμενο έτος, αν και ενδεχομένως με ηπιότερο ρυθμό. Κάτι απολύτως φυσιολογικό, αν λάβουμε υπόψη ότι ο S&P 500 στις ΗΠΑ κερδίζει σχεδόν 25% στο τελευταίο δωδεκάμηνο, ο DAX στη Γερμανία «τρέχει» ένα ράλι 19% και ο Nikkei στην Ιαπωνία κάνει άλμα περίπου 30%. Είναι δύσκολο τα χρηματιστήρια να συνεχίσουν σ’ αυτούς τους ρυθμούς για ακόμη μία χρονιά. Επομένως, το επικρατέστερο σενάριο περιλαμβάνει μια μονοψήφια ποσοστιαία άνοδο.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε δημοσκόπηση του πρακτορείου Bloomberg, στην οποία συμμετείχαν 518 έγκριτοι και έμπειροι αναλυτές, ο πήχης για τον S&P 500 τοποθετείται στις 4.808 μονάδες για το 2024, δίνοντας ένα περιθώριο ανόδου της τάξης του 5%. Οι αγορές, εξάλλου, φαίνεται ότι έχουν ήδη προεξοφλήσει και αποτιμήσει (σε μεγάλο βαθμό) τις «χαρμόσυνες» ειδήσεις, όπως είναι η προοπτική μείωσης των επιτοκίων.
Αυτό αποτυπώνεται ευκρινέστερα στην αγορά των κρατικών ομολόγων, όπου οι τιμές πραγματοποιούν ένα εντυπωσιακό ράλι τις τελευταίες εβδομάδες. Ενδεικτικά, η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού τίτλου έχει υποχωρήσει στα επίπεδα του 3,8% για πρώτη φορά από τον Ιούλιο, απέχοντας παρασάγγας από τα πολυετή υψηλά του Οκτωβρίου, όταν είχε σκαρφαλώσει ακόμα και στο ψυχολογικό όριο του 5%.
Με ελπίδες για ένα «καλό» 2024
Το ελληνικό χρηματιστήριο δεν θα μπορούσε, φυσικά, να απουσιάζει από την ευφορία του 2023, με τον Γενικό Δείκτη να αποχαιρετά ένα από τα καλύτερα έτη της ιστορίας του, κάτι το οποίο αυξάνει τις προσδοκίες για το 2024.
Στις 2+1 συνεδριάσεις, οι οποίες απομένουν μέχρι την Πρωτοχρονιά, λίγα έως ελάχιστα πράγματα αναμένεται να αλλάξουν. Ιδίως από την στιγμή που οι περισσότεροι traders ασχολούνται με το πώς θα… ξοδέψουν τα μεγάλα κέρδη του τελευταίου δωδεκαμήνου, με αποτέλεσμα οι συναλλαγματικοί ημερήσιοι τζίροι να είναι αναιμικοί (<100 εκατ. ευρώ).
Ο κύριος χρηματιστηριακός δείκτης, μέσα στο 2023, μετράει συνολικά κέρδη κατά 39%, με τον τραπεζικό κλάδο να υπεραποδίδει αισθητά και να «τρέχει» ένα ράλι της τάξης του 65%. Ο «25άρης», από την πλευρά του, ενισχύεται κατά 38%, ενώ ο δείκτης μεσαίας κεφαλαιοποίησης κάνει τη διαφορά, καταγράφοντας μια επίδοση κοντά στο +60%.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, προς το παρόν, οι αγοραστές δεν δείχνουν ιδιαίτερα πρόθυμοι να αναλάβουν πρόσθετα ρίσκα, προτιμώντας να «κλειδώσουν» τα παραπάνω -ομολογουμένως εντυπωσιακά- κέρδη και να περιμένουν την έλευση του νέου έτους έως ότου επανατοποθετηθούν.
Μην ξεχνάμε, δε, ότι σταδιακά και σε βάθος χρόνου, οι ιθύνοντες της Λεωφόρου Αθηνών περιμένουν να «εισπράξουν» και τα οφέλη από τις διαδοχικές αναβαθμίσεις στην αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας, η οποία πλέον έχει ανακτήσει την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα.
Η είσοδος ορισμένων νέων «παιχτών» στην αγορά, όπως είναι για παράδειγμα ο Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών, και η ενίσχυση της μετοχικής διασποράς αποτελούν τα επόμενα στοιχήματα της ΕΧΑΕ, ώστε η επάνοδος του Χ.Α. σε καθεστώς αναπτυγμένης αγοράς να καταστεί πραγματικότητα στα τέλη του 2024 ή στις αρχές του 2025.
Σε αυτά τα στοιχήματα θα πρέπει να προστεθεί και ο β’ γύρος αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ο οποίος περιλαμβάνει κυρίως το 27% της Πειραιώς, το υπόλοιπο ποσοστό στην Εθνική Τράπεζα και το πλειοψηφικό πακέτο της Attica Bank.
Οι θετικές προοπτικές για το Χ.Α. ενισχύονται, επίσης, από τις εκθέσεις των ξένων οίκων, οι οποίοι «βλέπουν» υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας έναντι της ευρωπαϊκής, αλλά φυσικά κι από την έντονη κινητικότητα σε επίπεδο εταιρικών deals.
Από την άλλη πλευρά, ο ουρανός δεν είναι ανέφελος.
Η προοπτική των μειωμένων επιτοκίων ναι μεν βελτιώνει την επενδυτική ψυχολογία, αλλά ταυτόχρονα «ψαλιδίζει» τα περιθώρια επιτοκιακής κερδοφορίας στις τράπεζες.
Μια ενδεχόμενη ύφεση στη Γερμανία, επίσης, είναι πιθανό να «πλήξει» το αγοραστικό προφίλ των ευρωπαϊκών αγορών. Τέλος, δεν πρέπει να παραλείψουμε τις γεωπολιτικές αβεβαιότητες, οι οποίες, όπως βλέπουμε, έχουν ήδη αντίκτυπο στο παγκόσμιο εμπόριο.