Βρίσκονται σε πολλές περιοχές της Νοτιανατολικής Ασίας και ορισμένα φτάνουν σε ύψος κτιρίου 12 ορόφων. Επί πολλές δεκαετίες «θρέφουν» την παγκόσμια καταναλωτική αγορά. Αλλά τώρα, καθώς γηράσκουν, ανάβουν φωτιές πολλών δισεκατομμυρίων για τους τοπικούς αγρότες, τις κυβερνήσεις και τους καταναλωτές ανά τον κόσμο.
Ο λόγος για τους ελαιοφοίνικες, που όταν πλησιάζουν την εμπορική τους διάρκεια ζωής ενός τετάρτου αιώνα, παρέχουν λιγότερο από το φοινικέλαιο, το λάδι, που χρησιμοποιείται στα πάντα, από τις σοκολάτες, τα παγωτά και άλλα γλυκά, έως τα καλλυντικά και τα καύσιμα. Οι πολύ νέοι φοίνικες από την άλλη χρειάζονται αρκετά χρόνια για να αποδώσουν καρπούς σε εμπορικές ποσότητες.
Τι πυροδότησε την κρίση
Σε περιοχές μεγάλης παραγωγής φοινικελαίου, όπως η Μαλαισία και η Ινδονησία, όπου η πανδημία οδήγησε σε κρίσιμη έλλειψη χειρωνακτικής εργασίας από την οποία εξαρτάται η βιομηχανία, χιλιάδες αγρότες αναβάλλουν το αναπόφευκτο. Δεχόμενη πίεση από το υψηλό κόστος και τη μείωση των αποδόσεων υποστηρίζουν ότι δεν μπορούν να ξαναφυτέψουν – και δεν έχουν άλλη επιλογή από το να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται τα γηρασμένα δέντρα.
Στα ύψη οι τιμές
Το αποτέλεσμα είναι μια σημαντική καθυστέρηση στην ανανέωση των φυτειών που θα μειώσει τη συγκομιδή τα επόμενα χρόνια, περιορίζοντας τις εξαγωγές από δύο χώρες που αντιπροσωπεύουν το 85% της παγκόσμιας παραγωγής. Αυτό με τη σειρά του όχι μόνο θα μειώσει τα κέρδη για τους καλλιεργητές, αλλά θα ωθήσει και τις παγκόσμιες τιμές στα ύψη. Μία σειρά από καταναλωτικά είδη που συναντάμε στα σούπερ μάρκετ θα μπορούσαν να δουν την τιμή τους να αυξάνεται αισθητά σε μία περίοδο που ήδη τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν ένα κύμα ακρίβειας.
Η Oil World προειδοποίησε τον περασμένο μήνα για τις συνέπειες μιας «ανησυχητικής πτώσης» στις μέσες αποδόσεις λόγω της αργής αναφύτευσης. Η ετήσια αύξηση της παραγωγής μπορεί να μειωθεί σε 1,8 εκατομμύρια τόνους ή λιγότερο στα 10 χρόνια έως το 2030, από 2,9 εκατομμύρια τόνους κατά μέσο όρο τη δεκαετία έως το 2020, εκτιμά η εταιρεία με έδρα το Αμβούργο. Το καιρικό φαινόμενο Ελ Νίνιο δεν θα βοηθήσει και το έτος που τελειώνει τον Σεπτέμβριο του 2024, η ετήσια αύξηση της παραγωγής θα μπορούσε να είναι η μικρότερη εδώ και τέσσερα χρόνια.
Μη ανταγωνιστικό κόστος παραγωγής
«Η ανησυχία είναι ότι το κόστος παραγωγής θα γίνει μη ανταγωνιστικό», δήλωσε στο Bloomberg ο Ivy Ng, επικεφαλής έρευνας φυτειών στην CIMB Investment Bank Bhd. στην Κουάλα Λουμπούρ. «Το κόστος ανεβαίνει, το κόστος εργασίας αυξάνεται, όλα ανεβαίνουν – και όμως η απόδοση της καλλιέργειας μειώνεται επειδή δεν γίνεται αναφύτευση».
Οι υψηλότερες τιμές θα μπορούσαν επίσης να σηματοδοτήσουν πλήγμα στη ζήτηση, ωθώντας μεγάλους εμπορικούς αγοραστές και νοικοκυριά προς ό,τι είναι συνήθως πιο ακριβές εναλλακτικές λύσεις, όπως η σόγια και η ελαιοκράμβη.
«Στο παρελθόν, ο φοίνικας μεγάλωνε πολύ γρήγορα και το πλεονέκτημα ήταν το χαμηλό κόστος», εξηγεί στο Bloomberg ο Ng.
Για τις τοπικές κυβερνήσεις, μπορεί κάλλιστα να σημαίνει πακέτα βοήθειας πολλών δισεκατομμυρίων. Οι μικροί αγρότες στηρίζουν τη βιομηχανία, αντιπροσωπεύοντας περίπου τα 2/5 της φυτεμένης έκτασης στη Μαλαισία και την Ινδονησία, και αποτελούν μία σημαντική ομάδα ψηφοφόρων. Οι ενώσεις καλλιεργητών της Μαλαισίας επιδιώκουν ήδη να εξασφαλίσουν φορολογικές ελαφρύνσεις και επιχορηγήσεις στον προϋπολογισμό της χώρας αυτόν τον μήνα, προκειμένου να επιταχύνουν την αναφύτευση.
Αυξάνεται ραγδαία το ποσοστό των γηρασμένων δέντρων
Οι ελαιοφοίνικες αρχίζουν να αποδίδουν καρπούς σε ηλικία τριών ετών, με τις αποδόσεις να αυξάνονται ετησίως και να κορυφώνονται μεταξύ 9 και 18 ετών. Στη συνέχεια ο όγκος των καρπών αρχίζει να μειώνεται και περίπου σε ηλικία 25 ετών τα δέντρα συνήθως ξεριζώνονται και αντικαθίστανται.
Μετά την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, το χρονοδιάγραμμα ανετράπη. Η Malaysian Palm Oil Association υπολογίζει ότι 664.000 εκτάρια (1,6 εκατομμύρια στρέμματα), ή περίπου το 12% της φυτεμένης έκτασης της χώρας, αποτελείται από δέντρα ηλικίας 25 ετών και άνω.
Έχει προειδοποιήσει ότι πάνω από το ένα τρίτο της φυτεμένης έκτασης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί γηρασμένο έως το 2027. Το μέσο κόστος για την αντικατάστασή τους είναι περίπου 20.000 ringgit (4.265 $) ανά εκτάριο, ή σχεδόν 3 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της ένωσης, Joseph Tek.
Οι μικρότεροι αγρότες της Ινδονησίας, εν τω μεταξύ, μπορούν να λάβουν 30 εκατομμύρια ρουπίες (1.937 $) ανά εκτάριο για αναφύτευση, αλλά η ένωση φοινικέλαιου της χώρας λέει ότι το πραγματικό κόστος μπορεί να φτάσει τα 70 εκατομμύρια ρουπίες. Με βάση το τρέχον επίπεδο βοήθειας, η Τζακάρτα μπορεί να χρειαστεί να δαπανήσει τουλάχιστον 5 δισεκατομμύρια δολάρια για να στηρίξει την αναφύτευση. .